Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 6

Γιάννης Ρίτσος, η επέτειος

του Νίκου Μπίνου

                         Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου από τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μονό στο δίκιο.

Ο Γιάννης Ρίτσος με την τεράστια σε ποσότητα και πολύ σημαντική σε ποιότητα πορεία του στην ποίηση και όχι μόνο (και μην ξεχνάμε τα εννέα πεζογραφήματα, τα τέσσερα θεατρικά όπως και μελέτες για ομοτέχνους) κατέχει μια εντελώς ξεχωριστή όσο και μοναδική θέση ανάμεσα στους εκπρόσωπους της νεότερης ελληνικής ποίησης. Την εικόνα του δημιουργού έρχονται να συμπληρώσουν πολυάριθμες μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα.

Ο Ρίτσος αποτέλεσε το στερνοπούλι της οικογένειας, μιας και οι γονείς του, Ελευθέριος Ρίτσος και Ελευθερία Βουζουναρά, είχαν αποκτήσει άλλα τρία παιδία : τη Νίνα το 1898, τον Δημήτρη τον επόμενο χρόνο, τη Λούλα το 1908.

Όσο ήταν ακόμα μικρός γινόταν ένα με την φύση, κολυμπούσε, παρατηρούσε πουλιά και έντομα. Η μικρή του αδερφή Λούλα έλεγε για αυτόν πως ήταν ευαίσθητος, ζωηρός και ευγενικός με τα παιδιά της γειτονιάς. Τα πράγματα σκούρυναν όταν πήγε σχολείο. Βρισκόταν συχνά τιμωρημένος αφού προτιμούσε τα παιχνίδια από τα μαθήματα. Ενώ για τις τιμωρίες του θα πει : «Σαν να μ’ άρεσε να είμαι τιμωρημένος. Δεν αγαπούσα τους ανθρώπους που αρίστευαν στα πάντα. Θα πει ότι δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη κλίση». Και θα συμπληρώσει : «Νομίζω πως ο άνθρωπος που δεν τιμωρήθηκε ποτέ στην ζωή του δεν ξέρει τι σημαίνει παραβίαση της απαγόρευσης. Κι επειδή η ζωή είναι γεμάτη απαγορεύσεις, έμαθα να δουλεύω την ποίηση, ξεπερνώντας τες».

Από το 1917 ξεκίνησε να γράφει του πρώτους του στίχους, αφού ο συνδυασμός της ευαίσθητης φύσης του και της παιδείας που του παρείχε η μητέρα του, με την βοήθεια της -πλούσιας σε λογοτεχνία αλλά και σε βιβλία που μετέφεραν το πνεύμα της αριστεράς- βιβλιοθήκης της τον οδήγησαν εκεί. Μια χρονιά κατά την οποία οι Ρίτσοι έχασαν όλη τους σχεδόν την περιουσία λόγω της αγροτικής μεταρρύθμισης που προχώρησε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1921, θα δεχθούν το δεύτερο και ισχυρότερο χτύπημα μιας και η μητέρα του ποιητή καθώς και ο μεγαλύτερος αδερφός του θα αρρωστήσουν και θα πεθάνουν από φυματίωση. Γεγονός που έκανε πιο δυνατή τη σχέση του ποιητή με την αδερφή του. Βρήκε στήριγμα μόνο σ΄ αυτήν και την ποίηση.
Το Σεπτέμβρη του 1925 φεύγουν για την Αθήνα για να συνεχίσουν τις σπουδές τους.

Ενώ τα πράγματα έδειχναν να στρώνουν στις αρχές του 1926 η Λούλα είδε τον αδερφό της να κάνει αιμόπτυση. Επιστέφει στην γενέτειρα του (Μονεμβασιά) και λίγους μήνες μετά στην Αθήνα, πλέον, έχει έτοιμες δύο ποιητικές συλλογές, τις «Στο παλιό μας σπίτι» και «Δάκρυα και χαμόγελα».

            Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.

Τον Ιανουάριο του 1927 οριστικοποιείται ότι έπασχε από φυματίωση και στις 22 Φεβρουαρίου εισέρχεται στη «Σωτηρία». Εκεί, το 1928, θα γνωρίσει τη Μαρία Πολυδούρη. Θα περνούσε τις ώρες του διαβάζοντας τους κλασικούς του μαρξισμού και ποίηση, κυρίως Βάρναλη και Σικελιανό, ενώ θα αγαπήσει την Ρουμπίνη, την κόρη μιας προϊσταμένης, που θα του εμπνεύσει την «Εαρινή Συμφωνία».
Μέχρι το 1930, έχει ολοκληρώσει τις συλλογές «Τροπάρια του ειδωλολάτρη ασκητή» και «Φθινοπωρινές εσπέρες».

Ο Ελευθέριος Ρίτσος οδηγείται στο δημόσιο ψυχιατρείο του Δαφνίου όντας αποκλεισμένος στο σπίτι του στη Μονεμβασιά, αρνούμενος να δεχθεί τα τρόφιμα που του έδιναν οι συντοπίτες του και πίνοντας μόνο νερό από το πηγάδι. Στο ίδιο ψυχιατρικό κέντρο θα καταλήξει και η Λούλα πέντε χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στις 9 Φεβρουαρίου του 1937 όταν θα πάει στο σπίτι της αδερφής της Νίνας μέσα στη νύχτα και θα της πει ότι είδε τον Θεό. Και η συμφορά για την οικογένεια ολοκληρώνεται όταν δύο μήνες μετά θα δει τον πατέρα της να τον βγάζουν νεκρό από τον απέναντι θάλαμο. Τότε είναι που ο Ρίτσος συνθέτει το «Τραγούδι της αδερφής μου». Στιγμή κατά την οποία ο ίδιος ο ποιητής Κωστής Παλαμάς αναγνωρίζει την άξια του και σ΄ ένα τετράστιχο που θα γράψει θα καταλήξει για τον Ρίτσο : «Να παραμερίσουμε ποιητή για να περάσεις».

Λίγα χρόνια πριν και συγκεκριμένα το 1934 γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, οργανωμένος από τον ηθοποιό Ρένο Βρεττάκο. Χρονιά κατά την οποία εκδίδει από τον Γκοβόστη το «Τρακτέρ» ενώ θα ακολουθήσουν οι «Πυραμίδες»

Μετά από συμπλοκές τον Μάιο του 1936 στη Θεσσαλονίκη λόγω της πανεργατικής απεργίας, δολοφονείται ο οδηγός Τάσος Τούσης. Επηρεασμένος από την φωτογραφία που δημοσίευσε την επόμενη μέρα ο «Ριζοσπάστης», με την μητέρα πάνω από το νεκρό γιό της, ο Γιάννης Ρίτσος γράφει τα τρία πρώτα ποιήματα του Επιτάφιου, που ο «Ριζοσπάστης» θα δημοσιεύσει με τίτλο «Μοιρολόι». Ολοκληρώνει (κάνοντας  αιμόπτυση) τα 14 πρώτα ποιήματα, που εκδίδονται από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» σε 10.000 αντίτυπα. Απέμειναν μόνο 250, που τα έκαψαν μαζί με άλλα απαγορευμένα βιβλία στους στύλους του Ολυμπίου Διός, με την εγκαθίδρυση της μεταξικής δικτατορίας της 4ης Αυγούστου. 

Γίνεται μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, ενώ εξαιτίας της σκληρής του εργασίας παθαίνει υποτροπή στην κατάσταση της υγείας του με αποτέλεσμα να ζήσει στο σανατόριο της Πάρνηθας για πέντε μήνες. Βγαίνοντας προσλαμβάνεται στο Βασιλικό Θέατρο και γνωρίζεται με τον Μάνο Κατράκη. Το Νοέμβριο του 1937 η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών τον δέχτηκε ως μέλος της. Και λίγους μήνες πριν τον πόλεμο του 1940 εκδόθηκε το «Εμβατήριο του Ωκεανού», έργο που δε θα προλάβει να χαρεί αφού πέφτει κατάκοιτος, παράλληλα έχει λεηλατηθεί και το σπίτι του στη Μονεμβασιά από στρατεύματα κατοχής. Εντάσσεται στο Μορφωτικό Τμήμα του ΕΑΜ και συχνά περίμενε στην ουρά για το συσσίτιο. Προτάθηκε έρανος για την σωτηρία του, τον οποίο και αποποιήθηκε υπέρ της Επιτροπής για την προστασία των πνευματικών αξιών του τόπου.

Τον Ιανουάριο του 1945 δημιουργείται θίασος για την ψυχαγωγία των μαχητών του ΕΛΑΣ. Σκοπός ήταν να γραφτούν πρωτότυπα έργα με θέμα την αντίσταση. Ο Ρίτσος τότε γράφει το «Η Αθήνα στα άρματα» παρόλο που του υποδείχθηκε να αφαιρέσει κάποια αποσπάσματα χωρίς να δεχτεί. Παράσταση η οποία δόθηκε με μεγάλη μάλιστα επιτυχία.

Μετά την επιστροφή του και για τον πρώτο καιρό φιλοξενήθηκε στο σπίτι της Έλλης Αλεξίου ενώ το 1945 συνεργάζεται με το περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», γράφοντας συγχρόνως τα ποιήματα «Ο σύντροφός μας Νίκος Ζαχαριάδης» και «Το υστερόγραφο της δόξας» αφιερωμένο στον Άρη Βελουχιώτη.

Εκείνη την εποχή ξεκινάει μια δύσκολη περίοδος για τον ίδιο. Αυτή της εξορίας. Κατά την διάρκεια του εμφύλιου συλλαμβάνεται και στέλνεται αρχικά στο Κοντοπούλι της Λήμνου (εκεί ζωγραφίζει και γράφει το «Καπνισμένο Τσουκάλι» και τα δύο «Ημερολόγια Εξόριας»). Δουλειά, την οποία κατάφερε να σώσει στέλνοντας την τυλιγμένη σ΄ ένα σακάκι στην αδελφή του Νίνα. Εν συνεχεία μεταφέρθηκε το 1949 στο "κολαστήριο" της Μακρονήσου, από το οποίο απολύθηκε τον Ιούλιο του 1950 βαριά άρρωστος για να συλληφθεί ξανά και να επιστρέψει στο νησί πριν καταλήξει στον Αι-Στράτη.

Απελευθερώθηκε τον Αύγουστο του 1952 μετά από προσπάθεια των Πικάσο, Αραγκόν και Νερούδα μεταφέροντας στον διπλό πάτο της βαλίτσας του τα χειρόγραφα της «Αγρύπνιας».

Με την επιστροφή του στην Αθήνα δημοσίευσε στο περιοδικό «Η πορεία μας» το Νοέμβριο του 1952 την «Ανυπόταχτη Πολιτεία», ενώ κυκλοφόρησε το «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο» με εξώφυλλο το σκίτσο του Μπελογιάννη από τον Πικάσο. Το 1953 κυκλοφορούν οι μεταφράσεις των ποιημάτων του Ναζίμ Χικμέτ και το 1954 εκδόθηκε η «Αγρύπνια», που περιελάμβανε την «Ρωμιοσύνη» και την «Κυρία των αμπελιών».

Όσο πολύ αγάπησε και είχε βαθειά μέσα στην καρδιά του την ποίηση άλλο τόσο υπήρχε και μια γυναίκα. Η Φιλίτσα. Παντρεύτηκαν στις 7 Δεκεμβρίου του 1954 και απέκτησαν μια κόρη την Έρη. Έζησαν μαζί 36 χρόνια.

              Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησέ με να έρθω μαζί σου

Βρίσκει επαγγελματική στέγη στον εκδοτικό οίκο «Κέδρο» του Νίκου και της Νανάς Καλλιανέση κάνοντας αρχή με την μετάφραση της «Γκρινιάρας κατσίκας» του Τολστόι, ενώ με την «Σονάτα του σεληνόφως» κερδίζει το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης και αρχίζει η διεθνής του αναγνώριση.
Ακολουθούν ταξίδια στην ΕΣΣΔ, την Ρουμανία, την Τσεχοσλοβακία μέχρι που φτάνει η μεγάλη ώρα της μουσικής. Ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε έξι ποιήματα από τον «Επιτάφιο» με την φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση.

Με τον ερχομό της δικτατορίας τον Απρίλη του ’67 ο Ρίτσος συλλαμβάνεται και μεταφέρεται στη Γυάρο. Ενώ λίγο καιρό αργότερα οδηγείται στη Λέρο. Κάποιο πρωινό του Ιουνίου του ίδιου έτους ξυπνά με αιματουρία, ίλιγγο και πόνους στα νεφρά. Δύο μήνες μετά μεταφέρεται στον «Άγιο Σάββα» για να χειρουργηθεί και επιστέφει πάλι στη Λέρο. Όταν του ανακοινώνεται η απόλυση του ταξιδεύει για τη Σάμο, όπου παρόλο τους περιορισμούς που είχε, κατάφερε κρυφά να στείλει στη Χρύσα Προκοπάκη στο Παρίσι το ’69, τις «Πέτρες», τις«Επαναλήψεις» και το «Κιγκλίδωμα». Εμφανίζεται στην Αθήνα στις αρχές του 1970. Σε μια κατ’ ιδίαν συνάντηση, ο Στυλιανός Παττακός ζήτησε από τον ποιητή να μην αναφερθεί εναντίον της «εθνικής κυβερνήσεως», πράγμα που φυσικά ο Ρίτσος δεν δέχτηκε, άρνηση που τον οδήγησε ξανά στο Καρλόβασι της Σάμου.

Λίγους μήνες αργότερα και συγκεκριμένα το Δεκέμβριο εισέρχεται στη Γενική Κλινική Αθηνών, μιας και επιδεινώθηκε η κατάσταση της υγείας του. Από τότε θα παραμείνει στην πρωτεύουσα, στο διαμέρισμα του στην οδό Μιχαήλ Κόρακα.
Με την άρση της προληπτικής λογοκρισίας τα έργα του άρχισαν να εκδίδονται, ενώ παράλληλα έρχονται και οι πρώτες τιμητικές διακρίσεις. Διακρίσεις που θα κορυφωθούν με την απονομή του Διεθνούς Βραβείου Λένιν και την Φιλία των Λαών την Πρωτομαγιά του 1977. Εξαιτίας των πολιτικών σκοπιμοτήτων δεν κατάφερε να τιμηθεί με το Βραβείο Νόμπελ παρότι είχε προταθεί δύο φορές.
Θα αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο στις 11 Νοεμβρίου του 1990. Θα προλάβει όμως ν' αναγορευτεί σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Θεσ/νικης (1976) και του Πανεπιστημίου Αθηνών (1987), ενώ του απονεμήθηκε και το Μέγα Γαλλικό Βραβείο Ποίησης «Αλφρέ ντε Βινί».

                                                   Μόνες περγαμηνές μας – τρείς λέξεις : Μακρόνησος,
Γυάρος και Λέρος. Κι αν αδέξιοι
μια μέρα σας φανούν οι στίχοι μας, θυμηθείτε
μονάχα πως γράφτηκαν
κάτω απ΄ τη μύτη των φρουρών και με τη λόγχη πάντα
στο πλευρό μας

Από τις πιο δύσκολες περιόδους τις ζωής του ήταν σίγουρα αυτή της εξορίας. Όμως ακόμα και τότε ο Ρίτσος μπόρεσε και γύρισε την πλάτη του στην κόλαση και να δει την ομορφιά. Επέδειξε τέτοιο ψυχικό μεγαλείο που προκαλούσε τον θαυμασμό.
Συγκλονιστική είναι η αλληλογραφία του με την ποιήτρια και φίλη του Δρόσου, την Καιτούλα, και προς τον σύζυγό της, συγγραφέα Άρη Αλεξάνδρου, αν συνυπολογίσει κανείς τον τόπο αλλά και τις μέρες που έγραψε τα δελτάρια. ("Τροχιές σε Διασταύρωση", Εκδόσεις Άγρα).
Με το που έφτασε ο Ρίτσος στη Μακρόνησο του δόθηκαν 24 ώρες άδεια προκειμένου να αποφασίσει αν θα υπογράψει τη δήλωση μετανοίας. Όλοι περίμεναν την στιγμή που θα υπογράψει. Τη στιγμή που θα άφηνε την πένα, για να το γράψουν οι εφημερίδες, για να το πουν τα ραδιόφωνα. Ο ίδιος ο Ρίτσος όμως δήλωσε πως δε θα υπέγραφε, προσθέτοντας πως πριν μπει στο διοικητήριο είχε συνομιλήσει με τη συνείδησή του:  «Έκανες σε κανέναν κακό; τη ρώτησα. Μου είπε : Όχι. Αγαπάς όλο τον κόσμο; Μου απάντησε, ναι. Αγαπάς πολύ την Ελλάδα; Μου είπε : Απέραντα. Βλέπετε, κύριοι, αυτά τα πράγματα οι άνθρωποι τα ζουν, δεν τα υπογράφουν. Κι έφυγα».
Η ανάγκη που αισθανόταν για έκφραση και δημιουργία όπως και η ανάγκη να αντιπαραθέσει κάτι που είναι ωραίο, ζωντανό και συνάμα δυναμικό όπως είχε δηλώσει τον οδήγησε να ζωγραφίσει πάνω σε πέτρες. Πρώτα στη Γυάρο και μετά στο Παρθένι της Λέρου δίχως να έχει χαρτιά συνέχισε να εργάζεται με αυτό το υλικό.
Προτίμησε να απεικονίζονται στις πέτρες θέματα που δεν θα έδειχναν τα βάσανα τους αλλά την ομορφιά και τον έρωτα που είναι οι μεγάλες αξίες της ζωής. Με αυτό τον τρόπο δεν επέτρεπε βλέποντας αυτά τα πονήματα να νιώσουν ότι έχουν αποστερηθεί τη ζωή. Ότι έχει χαθεί η ομορφιά ότι έχουν χαθεί οι αξίες της ανθρώπινης ύπαρξης. Ενώ συνέχισε τονίζοντας πως η ομορφιά και ο έρωτας αντιμάχονται την ίδια την αδικία, τον πόνο, την εχθρότητα.

                                  Δυο μήνες που δε σμίξαμε
Ένας αιώνας
κ’ εννιά δευτερόλεπτα

                            θυμήθηκες να κοιτάξεις απ’ το παράθυρο;
χαμογέλασες στο χτύπημα της πόρτας;
Αν είναι ο θάνατος πάντοτε- δεύτερος είναι.
Η ελευθερία πάντοτε είναι πρώτη

Ο Ρίτσος υπήρξε ένας από τους περισσότερο μελοποιημένους σύγχρονους ποιητές μας. Την απάντηση στο ερώτημα για ποιο λόγο οι συνθέτες έλκονταν περισσότερο από την ποίηση του Ρίτσου μπορούν να την δώσουν μόνο οι ίδιοι οι μουσικοί. Όποιοι και να είναι πάντως οι λόγοι, αυτό που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι η πλούσια δισκογραφία με μελοποιημένα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου. Ο πρώτος δίσκος κυκλοφόρησε το 1963 και ο τελευταίος το 2006. Μεγάλοι συνθέτες-καλλιτέχνες συνέβαλαν ο καθένας με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο σε αυτό το αποτέλεσμα. Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στον Μίκη Θεοδωράκη (Επιτάφιος), τον Νίκο Μαμαγκάκη (11 λαϊκά τραγούδια του Γιάννη Ρίτσου), τον Δήμο Μούτση (Τετραλογία , τον Χρήστο Λεοντή (Καπνισμένο Τσουκάλι), τον Θάνο Μικρούτσικο (Καντάτα για τη Μακρόνησο / Σπουδή σε ποιήματα του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι και Σονάτα του Σεληνόφως), τον Μιχάλη Τερζή (Ύμνος και θρήνος για την Κύπρο).

            Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησέ με να έρθω μαζί σου

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ’ τ’ άγρια γένεια τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και
με ταμπούρλα

Δεν είναι βέβαια δυνατόν μέσα σε μερικές μόλις γραμμές να μιλήσει κάποιος για το ανθρώπινο μεγαλείο του Γιάννη Ρίτσου πόσο μάλλον για το έργο του ποιητή. Και φυσικά ακόμα περισσότερο να εμβαθύνει σ’ αυτά. Για το λόγο αυτό έγινε μια επιδερμική προσπάθεια να προσεγγίσω όσο μου επιτρεπόταν μέσω του κειμένου αυτού τη ζωή αλλά και το έργο του ποιητή.  

   Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε αδελφέ μου απ’ τον κόσμο.
Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.
…έχεις ακόμη να κλάψεις πολύ
ώσπου να μάθεις τον κόσμο να γελάει