Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 8

Γιάννης Μακριδάκης – μία απόπειρα προσέγγισης

της Μαίρης Αλεξοπούλου

Η περίπτωση του Γιάννη Μακριδάκη με απασχόλησε από τότε που σε βιβλιοφιλικά blogs άρχισα να διαβάζω για έναν νέο (και καινούριο) Έλληνα συγγραφέα, διαφορετικό από τους συγχρόνους του, με κύριο χαρακτηριστικό διαφοροποίησης τη γλώσσα. Κάποιοι μιλούσαν για γλώσσα παρωχημένη, συντηρητική, λογοτεχνίζουσα, ενώ άλλοι για μία γλώσσα ζωντανή, γλαφυρή, εύπλαστη, λαϊκή, που δείχνει στις ρίζες της. Μετά διάβασα τα θέματα τα οποία διαπραγματεύονται τα δύο του (μέχρι τώρα) βιβλία, αλλά και συνεντεύξεις του ίδιου του συγγραφέα. Αργότερα αποφάσισα να αγοράσω το μυθιστόρημα και τη νουβέλα του. Έφτασα λοιπόν στη δουλειά του υποψιασμένη, κουβαλώντας γνώμες άλλων (συνηθέστατο φαινόμενο στον «μεταμοντέρνο» κόσμο μας). Γρήγορα βυθίστηκα σ΄αυτήν. Με συγκίνησε, με συνεπήρε και -κυρίως- μου δημιούργησε πολλά πολλά πολλά ερωτήματα για το ρόλο της λογοτεχνίας σήμερα.

Λίγα βιογραφικά : ο Γιάννης Μακριδάκης ζει (κατ΄επιλογήν) στη Χίο. Εκεί έστησε, μαζί με μία ομάδα συνεργατών, το Κέντρο Χιακών Σπουδών, το οποίο –ανάμεσα σε πάμπολλες άλλες ερευνητικές και πολιτιστικές δράσεις- εκδίδει το περιοδικό «Πελλινναίο». Γεννημένος το 1971. Δηλώνει πως δεν βλέπει τον εαυτό του ως συγγραφέα, αφού θεωρεί τον όρο «συγγραφέας» τίτλο τιμής, τον οποίο ίσως λάβει κανείς μετά θάνατον, ή πάντως μετά την ολοκήρωση του έργου του. Λέει πως βρέθηκε στη λογοτεχνία κατά τύχη, πως τον απασχολούν πολλοί πιθανοί δρόμοι στη ζωή, πως θα γράφει όσο και εάν έχει κάτι να πει. Και λέει πως τον ενδιαφέρει η «λοξή πορεία», οι άνθρωποι που, είτε κατ΄επιλογήν είτε λόγω ανάγκης, βρίσκονται σε λοξό δρόμο. Έγραψε, λοιπόν, και εξέδωσε ένα μυθιστόρημα «Ανάμισης ντενεκές» (Εστία, Μάιος 2008) και μία νουβέλα «Η δεξιά τσέπη του ράσου» (Εστία, Μάρτιος 2009). Από αυτά τα δύο κείμενα είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω.

Ξεκίνησα να διαβάζω πρώτα τη νουβέλα. Σύντομη παρουσίαση : «Τη νύχτα που πέθανε ο Αρχιεπίσκοπος γέννησε η Σίσσυ.» Ο καλόγερος Βικέντιος, τελευταίος μοναχός στο μοναστήρι του νησιού, πασχίζει να κρατήσει ζωντανό το σκυλάκι που γέννησε η Σίσσυ. Νιώθοντας τη μοναξιά να τον απειλεί, ο Βικέντιος δίνεται με όλο του το είναι, με όλη την αγάπη της ψυχής του και τη λαχτάρα και την αγωνία την προσπάθεια να σώσει το μικρό σκυλάκι. Το ραδιόφωνο μεταδίδει τα του θανάτου και της κηδείας, αλλά όλα αυτά στο πίσω μέρος του βίου του μοναχού. Η λύση της μοναξιά βρίσκεται στην προσωπική σχέση και όχι στο θρησκευτικό δόγμα.

Και το μυθιστόρημα : Ο Γιώργης Πέτικας, τίμιος, καλός, δυνατός, ερωτεύεται, σκοτώνει, χάνεται στα βουνά της Χίου. Ο ερευνητής σχεδόν εκατό χρόνια μετά, αναζητά τα ίχνη της πολυτάραχης ζωής αυτού του τοπικού θρύλου. Συλλέγοντας αφηγήσεις ντόπιων, αναζητώντας στα αρχεία της βιβλιοθήκης, ξετυλίγει μαζί μας μία περιπέτεια, ένα θρίλερ, τα συμβάντα του βίου του Πέτικα, τις απίθανες πιθανότητες της ζωής.

Ναι, η γλώσσα του Μακριδάκη φαίνεται αρχικά παλιοκαιρισμένη, σχεδόν παπαδιαμαντική. Μπορεί να χτίζει τις ιστορίες του με λέξεις όπως τα «τριζοκόκαλα» ή το «μούχρωμα», λέξεις που μοιάζουν με τα καλολογικά στοιχεία που μαζεύαμε στις σχολικές μας εργασίες, λέξεις που δεν χρησιμοποιούμε πια στην καθημερινότητά μας (ποιος μιλάει έτσι;), ωστόσο τις χρησιμοποιεί για να δείξει αυτήν ακριβώς την άλλου είδους πραγματικότητα, την λοξή. Είναι γλώσσα δουλεμένη με την αφοσίωση μάστορα λεπτολόγου. Είναι γλώσσα ζωντανή. Αναπνέει. Είναι μία γλώσσα φιλτραρισμένη, περασμένη απ΄το μυαλό και την ψυχή και –κυρίως αυτό- τον βίο του ίδιου του συγγραφέα.

Η θεματολογία του επίσης ξενίζει πολλούς αναγνώστες. Η αφελής (;) αγάπη ενός μοναχού για το σκυλάκι του, η αφελής (;) επιμονή ενός Χιώτη για ελευθερία. Ωστόσο, εμένα μου φαίνεται να με επιστρέφει σε εκείνον ακριβώς τον τόπο όπου γνώρισα και αγάπησα τη λογοτεχνία. Εκεί που δεν με ένοιαζαν οι θεωρίες , οι ορολογίες, οι φιλολογικές μελέτες και οι «μεταμοντερνισμοί». Εκεί που η ανάγνωση μου άλλαζε τη ζωή, μου ξαναέδειχνε τί σημαίνει να είμαι άνθρωπος.

Αν σκοπός της λογοτεχνίας είναι η επικοινωνία, τότε σημαίνει ότι πάνω στο κείμενο θα συναντηθούν ο συγγραφέας με τον αναγνώστη. Στα βιβλία του Μακριδάκη αυτή η συνάντηση γίνεται με τον πιο φυσικό τρόπο, με εκείνον που πετυχαίνει (ας μην φοβόμαστε τις λέξεις) η κλάσσικη λογοτεχνία. Εννοώ μ΄αυτό την αυθεντική λογοτεχνία, εκείνη που δεν φοβάται να μιλήσει, να πάρει θέση στα πράγματα, να προτείνει, να πετύχει, να αποτύχει, να δείξει ποια είναι, χωρίς να κρύβεται πίσω από τοίχους θεωριών και α-νόητων κατασκευασμάτων. Η ματιά του Μακριδάκη στον κόσμο είναι η ματιά ενός σκεπτόμενου ανθρώπου με ψυχή, ο οποίος δεν έχει αγκυλώσεις. Τολμά το ασύληπτο: να είναι!

Ταυτοχρόνως, ο Μαριδάκης γράφει και πολιτικά άρθρα. Αν ψάξετε στο google θα βρείτε ένα άρθρο του που είχε γράψει για τις σχεσεις της Χίου με τη γειτονική της Σμύρνη και για το πώς αυτές οι σχέσεις μπορούν να βελτιωθούν. Θα βρείτε links και για τις συνέπειες αυτής του της πράξης. Για την επίσκεψη της αστυνομίας, τη σύλληψη, την έρευνα. Και όλα αυτά να συμβαίνουν ήσυχα, με αφοσίωση, με αλήθεια, με αγάπη, ηρεμία, πίστη.

Ίσως να μιλάω συναισθηματικά σ΄ετούτη εδώ την παρουσίαση. Μα κάτι ξύπνησε μέσα μου διαβάζοντας για τον Βικέντιο και τον Πέτικα. Κάτι που είχα καιρό να νιώσω από τη λογοτεχνία, παρά που διάβαζα πολλά, ενδιαφέροντα βιβλία. Είναι σαν να είδα ένα κερί αναμμένο, μια μυγδαλιά που άνθισε, μία δυνατότητα ζωής άκρως συγκινητική, προκλητική, τολμηρή, απίστευτα δύσκολο να πραγματωθεί. Ελπίζω να διαβάσετε τα βιβλία του, να παρακολουθήσετε την πορεία του, να χαρίσετε στον εαυτό σας την ευκαιρία να γνωρίσετε αυτόν τον άνθρωπο.