Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 9

Βόλφγκανγκ Μπόρχερτ - Το πνεύμα της θλίψης και ο πρόωρος θάνατος

του Δημήτρη Παλάζη

Ο Βόλφγκανγκ Μπόρχερτ (1921-1947) έζησε από κοντά τη φρίκη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου υπηρετώντας στο γερμανικό στρατό και πέθανε νεαρότατος, μόλις 26 χρονών, από ηπατίτιδα. Είναι κατά κύριο λόγο αντιπολεμικός συγγραφέας και υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να διαβάζονται τα έργα του. Δεν ξέρω αν κατάφερα να περάσω στο ελληνικό κείμενο αυτό το πνεύμα θλίψης για το μοιραίο, δοσμένο όμως από ένα νέο άτομο και όχι από έναν ηλικιωμένο. Η θλίψη του έχει μια δροσιά νεότητας με μια αίσθηση συνάφειας και αμεσότητας βιώματος και γραφής. Η πόλη που γεννήθηκε και έζησε, το Αμβούργο, είναι παρούσα σε πολλά ποιήματά του, δοσμένη μ’ ένα βλέμμα θλιμμένης κατανόησης, μιας οικείας αποδοχής. Το ποίημα «Ο άνεμος και το ρόδο» δείχνει να προφητεύει τον πρόωρο χαμό του. Τα Άπαντα του, ένας μικρός τόμος που έχω στην κατοχή μου, περιλαμβάνει μικρά πεζά, ποιήματα, το μεταφρασμένο στα ελληνικά θεατρικό του «Έξω μπροστά στην πόρτα» (εκδ. Αναγνωστίδη) και το αντιπολεμικό του μανιφέστο.

Ο ΑΝΕΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΡΟΔΟ

Χλωμό μικρό μου ρόδο
Ο αγέρας ήρθε ξέπλεκος
Από μακριά και σε πήρε
Λες κι ήταν τα πέταλα φουστάνι
Γυναίκας του λιμανιού π’ απλώνει.
Γκρίζος και άγριος!

Ίσως να δίστασε
Για λίγο κουρασμένος
Στις σκοτεινές πτυχές σου
Επιθυμώντας να ηρεμήσει
Όμως η μυρουδιά σου τον ξεγέλασε
Τον μέθυσε
Σηκώθηκε ορθός και φούσκωσε τα στήθη
Κι από ηδονή σε τέλειωσε.
Με το φιλί σου ακόμα ταξιδεύει
Όταν φυσά
Πάνω απ’ τη φοβισμένη χλόη

ΜΕΓΑΛΟΥΠΟΛΗ

Η θεά μεγαλούπολη μας έφτυσε
Σ’ αυτή την έρημη θάλασσα από πέτρα
Ρουφήξαμε την ανάσα της
Κι έπειτα μας άφησε μονάχους

Η πόρνη μεγαλούπολη μας έκλεισε τα μάτια
Στα τρυφερά και φθαρμένα χέρια της
Στενάζοντας κουτσαίναμε πόνο κι ηδονή
Κανένα έλεος πια δεν θέλαμε

Η μάνα μεγαλούπολη επιεικής είναι, μεγάλη
Κι όταν κενοί και κουρασμένοι είμαστε
Στον γκρίζο κόρφο της μιας πιάνει
Κι αιώνια από ψηλά οργανοπαίζει ο άνεμος

ΣΤΟ ΑΜΒΟΥΡΓΟ

Στο Αμβούργο δε μοιάζ’ η νύχτα
Σαν τις άλλες πόλεις
Η ήρεμη, μπλε γυναίκα
Στο Αμβούργο είναι γκρίζα
Και βαστά μ’ αυτούς που δεν προσεύχονται
Φρουρά στη βροχή

Στο Αμβούργο κατοικεί η νύχτα
Σ’ όλα τα καπηλειά του λιμανιού
Και φορά ελαφριά τα ρούχα της
Μαστροπεύει στοιχειωμένη και κρυφοπατώντας
Όταν πάνω στα φτωχά παγκάκια
Αγαπιόνται και γελούν

Στο Αμβούργο δε μπορεί η νύχτα
Γλυκές μελωδίες να μουρμουρίσει
Σαν αηδονιού κελάδημα
Αυτή ξέρει το τραγούδι των καραβιών
Που απ’ το λιμάνι βγαίνουν
μουρμουρίζοντας γκρινιάρικα
Μ’ ακρίβεια ευδαιμονική

ΒΡΟΧΗ

Η βροχή βαδίζει σαν γριά γυναίκα
Με σιωπηλή θλίψη διασχίζει τη χώρα
Τα μαλλιά της υγρά, το πανωφόρι της γκρίζο
Και πότε-πότε σηκώνει το χέρι

Και χτυπά απελπισμένα τα τζάμια των παραθυριών
Όπου οι κουρτίνες μυστικά ψιθυρίζουν
Το κορίτσι πρέπει να μείνει στο σπίτι κλεισμένο
Μ’ επιθυμία σήμερα μεγάλη να ζήσει.

Τότε τσακώνει ο άνεμος τη γριά απ’ τα μαλλιά
Και τα δάκρυα της γίνοντ’ άτακτοι λεκέδες
Με κίνδυνο αφήνει τα ρούχα της να πλέουν
Και χορεύει στοιχειωμένα σαν μάγισσα

ΒΡΑΔΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Γιατί, αχ πες, γιατί
Φεύγει ο ήλιος τώρα;
Κοιμήσου, μικρό μου, κι ελαφρά ονειρέψου
Το φέρνει κι αυτό η μαύρη νυχτιά
Ο ήλιος τότε φεύγει μακριά

Γιατί, αχ πες, γιατί
Βυθίζετ’ η πόλη μας μες στη σιωπή;
Κοιμήσου, μικρό μου, κι ελαφρά ονειρέψου
Το φέρνει κι αυτό η μαύρη νυχτιά
Όταν θέλει γοργά να πλαγιάσει

Γιατί, αχ πες, γιατί
Καίει το φανάρι έτσι;
Κοιμήσου, μικρό μου, κι ελαφρά ονειρέψου
Το φέρνει κι αυτό η μαύρη νυχτιά
Και τότε καίγεται πέρα ώς πέρα

Γιατί, αχ πες, γιατί
Βαδίζουν κάμποσοι χέρι με χέρι;
Κοιμήσου, μικρό μου, κι ελαφρά ονειρέψου
Το φέρνει κι αυτό η μαύρη νυχτιά
Και τότε βαδίζουν χέρι χέρι

Γιατί, αχ πες, γιατί
Είν’ η καρδιά μας τόσο μικρή;
Κοιμήσου, μικρό μου, κι ελαφρά ονειρέψου
Το φέρνει κι αυτό η μαύρη νυχτιά
Σαν είμαστ’ όλοι τελείως μονάχοι

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΥΠΟΛΗΣ

Κόκκινα στόματα απ’ τις γκρίζες σκιές
Ρουχουλίζουν μια ζάλη γλυκιά
Και το φεγγάρι χρυσοπράσινο περνά
Μέσα από ’να δεμάτι ομίχλης χαμογελαστά

Γκρίζοι δρόμοι, κόκκινες στέγες
Κει μέσα, στο μέσο, νάτο, πράσινο φως!
Ένα τραγούδι χάσκει ο μεθυσμένος
Στο ρυτιδιασμένο του πρόσωπο

Γκρίζα λιθάρια και κόκκινο αίμα
Πρωί – πρωί όλα καλά
Το πρωί περνά ένα πράσινο φύλλο
Πνέοντας πάνω απ’ τη γκρίζα πόλη