Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 18

Βωμολόχος, Johnny Handsome: Δύο Μαύρο

Το ίδιο όνειρο ξανά. Σ’ ένα δωμάτιο λευκό ξυπνώ. Παλεύω μέχρι θανάτου με μια φιγούρα  επιβλητική, ανατριχιαστική, πρόσωπο θολό. Γυρεύει τον θάνατό μου, μα ότι κι αν κάνω εκείνη δεν πεθαίνει ποτέ! Την σκοτώνω συνεχώς, μα δεν πεθαίνει ποτέ. Βγαίνω έξω. Τρέχω σ’ ένα διάδρομο με τοίχους άσπρους. Τρέχω ολοένα και πιο βαθιά, μα δεν βρίσκω τέλος. Σταματώ και στέκομαι ακίνητος, αδρανές στερέωμα. Ένα ρίγος -ηλεκτροφόρο ρεύμα διαπερνά κάθε κύτταρο του σώματος μου. Ξυπνώ ιδρωμένος κάθε γαμημένη φορά. Σηκώνομαι, ανοίγω το ψυγείο και κατεβάζω δυο τρία σφηνάκια φτηνιάρικη βότκα για να ισιώσω. Νέα μέρα φέρνει νέους μπελάδες...Αιώνες τώρα μας πιπιλίζουν το μυαλό πως ο άνθρωπος είναι, λένε, ον ανώτερο. Γεννημένος για το καλό αλλά και για το κακό. Συμφωνώ, ως προς το δεύτερο. Γεννημένος κυρίως για το κακό! Ένα παράσιτο, καρκίνος για τη γη και τα υπόλοιπα ζωντανά της! Καταστρέφει, εξαφανίζει ολοκληρωτικά άλλα είδη μα και τους ομοίους του. Άλλωστε οι πρώτες γενοκτονίες σημειώνονται από τότε που ο Σάπιενς, ως είδος ανώτερο, εξάλειψε ολοσχερώς τον Νεάντερνταλ. Με πιάνει αηδία...

Τα σχολεία μας εκκολαπτήρια ανδρείκελων, προγραμματίζουν την σκέψη, εξαλείφουν την διαφορετικότητα. Όσοι αντιστέκονται μπαίνουν στο περιθώριο. Η σχολική μόρφωση κονσερβοποιημένη καταπίεζε το μυαλό, έκαιγε αργά αργά την φαντασία, με έκανε αόρατο, έσβηνε το είναι μου.Τα ανώτατα ιδρύματα ράβουν στις ψυχές μας ρολόγια, ετοιμάζουν τις στρατιές -υπηρέτες του καπιταλισμού- της απόλυτα καταναλωτικής κοινωνίας με τους αριθμούς και τα τρέιντμαρκς. Όσοι αντιστέκονται; Και πάλι στο περιθώριο, χάνονται στη λήθη! Η ακαδημαική μόρφωση απλώς υποτίμησε τη νοημοσύνη μου.

Έτοιμα πια, ξύλινα στρατιωτάκια, με ψυχές ξύλινες ξεχύνονται στην κοινωνία. Μεταφράζουν την δουλεία σε δουλειά, γιατι έτσι τους πρόσταξαν. Γιατί αυτό είναι που θεωρούν πια σωστό και πρέπον. Και δώσ’ του δωδεκάωρα για ένα μίσθό που θα τους παρέχει μια στέγη, ένα ξεροκόματο και την ικανοποίηση του αδηφάγου καταναλωτισμού τους. Έρμαια των πολυεθνικών και της ανταγωνιστικότητας, σφαγιάζονται σε πολυτελή γραφεία ντυμένοι ελεγκάν ως άλλωτε μονομάχοι σε αρένες. Μόνο που οι τελευταίοι σφαγιάζονταν για το κάποτε δικαίωμα στην ελευθερία!

Οι σημερινοί περιθωριοποιημένοι; Οι αλήτες, τα καθάρματα. Οι τσόγλανοι εκ γεννητής. Με μάνες που εύχονται να τους είχαν πνίξει στα σπλάχνα τους. Δουλειές του ποδαριού, μπράβοι σε κακόφημα μαγαζιά, αλκοόλ, κάνα καλό ντηλ, τζόγος, ντρόγκια, γαμήσια, ελευθερία. Μετακινούνται συνεχώς, αλλάζουν πόλεις, χώρες. Δίχως ασφαλίσεις, ένσημα, βιβλιάρια υγείας. Όταν η ημερομηνία λήξης φτάσει, σκάβουν ένα λάκο και μπαίνουν μέσα. Εκείνοι που αποκλίνουν από τα σημερινά πρότυπα ενός  ευυπόληπτου πολίτη. Γεννήθηκα με το χάρισμα ή κατάρα, όπως θες πες το, να μην νιώθω αυτό που όλοι καλούν συναίσθημα. Περπατώ ανάμεσα στους ανθρώπους. Βλέπω, γεύομαι, ακούω οτι κι εκείνοι μα υπάρχουν συναισθήματα που αδυνατώ να νιώσω. Γνωρίζω την ετυμολογία τους ακόμα και τον τρόπο που αυτά εκφράζονται. Τα χρησιμοποιω απλά για να επικοινωνώ μ’ εκείνους γύρω μου. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν. Υπακούω όμως στις ορμόνες και στ’ αρχέγονα ένστικτα. Οι γονείς μου μ’ έστειλαν στο Ίδρυμα, ανίκανοι να αναγνωρίσουν την διαφορετικότητα μου. Το σκασα ένα χρόνο αργότερα. Τότε ήταν που συνάντησα τον κύριο Κάππα. Εκείνος μου έμαθε να συμπεριφέρομαι όπως οι νόρμαλ, με έμαθε να κρύβομαι στη μάζα. Φρόντισε για την μόρφωση μου. Λίγα χρόνια αργότερα σκοτώθηκε σε δυστύχημα. Έκτοτε περιφέρομαι από χώρα σε χώρα, προσπαθώντας επιεικώς να κρύβω το μυστικό μου. Μέχρι σήμερα έχω γνωρίσει ανθρώπους του περιθωρίου ένα σωρό, μα κανέναν με τα χαρακτηριστικά τα δικά μου.

Είναι Δευτέρα. Η ώρα έξι το απόγευμα. Δανείστηκα τις προάλλες κάποια φράγκα απ’ τον Ρώσο. Πολλά φράγκα. Τα ‘χασα σ’ ένα μπετ. Όλα. Η διορία τελειώνει αύριο βράδυ. Το ρολόι στον τοίχο στάζει τον χρόνο αργά, βασανιστικά. Το μισώ. Δεν φοβάμαι τους μπράβους του, ούτε και τον ίδιο. Με τον Μπο δουλεύαμε κάποτε στο ίδιο μαγαζί. Βέβαια ακόμη μου την φυλάει για εκείνα τα δύο σπασμένα δόντια που του έκανα δώρο ένα βράδυ. Απεχθάνομαι τη βία μα στη βία απαντώ με ωμή κτηνώδη βία. Δεν πάω μία τους χαζούς ανθρώπους με όπλα. Ειδικά όταν δεν διστάζουν να μιλήσουν την γλώσσα των όπλων. Και ο Μπο απ’ την στιγμή που πήγε με τον Ρώσο ανήκει πια σ’ αυτή την κατηγορία. Ούτε να τους καθαρίσω μπορώ. Το θεωρώ κουραστικό για το υπόλοιπο της ζωής μου, όσο σύντομη κι αν είναι αυτή, να κοιτώ συνεχώς πίσω και να φυλάω τα νώτα μου. Στο τραπέζι πάνω ό,τι προλαβα να μαζέψω κι ένα στιλέτο ζυγιασμένο.

Στην ρουλέτα οι περισσότεροι βγαίνουν χαμένοι. Κυρίως οι συστηματικοί παίχτες. Όσοι υποστηρίζουν το αντίθετο είτε ηλίθιοι είναι είτε απλώς ψεύδονται ή ακόμη χειρότερα κοροιδεύουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Δεν υπάρχουν συστήματα και τακτικές, έξυπνοι παίχτες παρά μονο ψύχραιμοι παίχτες. Το καζίνο θα στα φάει, γι’ αυτό φτιάχτηκε άλλωστε. Για μένα σήμερα είναι μια ανέλπιδη προσπάθεια να πολλαπλασιάσω τα φράγκα μου. Κοιτώ τους ανθρώπους τριγύρω. Κάποιοι είναι δειλοί μέχρι βλακείας άλλοι θαραλλέοι μέχρι βλακείας. Εκείνος που κερδίζει είναι αυτός που θα ισοσταθμίσει την χαζομάρα με την εξυπνάδα. Ο παρατηρητικός, που γνωρίζει πότε να παίζει συντηρητικά και πότε είναι η ώρα να κάνει το μεγάλο χτύπημα. Ο έχων καθαρό το νου. Πολλοί σημειώνουν ατελείωτους αριθμούς σε χαρτάκια, υπολογίζοντας νούμερα και πιθανότητες ξανά και ξανά με μανία, πνίγονται, ασφυκτιούν και όταν τελικά έρθει η ώρα να ποντάρουν... χάνουν!

Έχουν περάσει σχεδόν εννέα ώρες από τότε που έκατσα σε τούτο το τραπέζι. Η ανδρεναλίνη σε συνδυασμό με το αλκοόλ και κάποιες άλλες καταπιεσμένες ορμόνες θολώνουν την κρίση, την υπομονή και την ηρεμία μου. Ο καραφλός κύριος δίπλα τα χάνει όλα και αποχωρεί. Την θέση του παίρνει μια μελαχρινή κυρία γύρω στα σαράντα. Με κοίταζει συνεχώς με βλέμμα λάγνο μα συνάμα επικίνδυνα δήθεν περιφρονητικό. Είναι από τις γυναίκες εκείνες που οι καταχρήσεις, το πολύ “κρέας” και η νυχτερινή ζωή φαίνονται περίτρανα στο πρόσωπό της... Ίσως καμιά δεκαετία πριν ν’ απολάμβανα το σεξ μαζί της, μα τώρα έτσι, το μόνο που ζητώ είναι να εκτονώσω τα επίπεδα τεστοστερόνης μου... Καρφώνω τα μπούτια της. Διάολε, θέλω να τα χύσω σαν τρελός. Μ’ αρέσουν τα πόδια της. Μια στιγμή γυρνά και με κοιτάει, με ύφος μπλαζέ, άκρως ερεθιστικό. Ρωτά τ’ όνομα μου. Της απαντώ. Της προτείνω να πάμε στο πάρκινγκ. Εκείνη δέχεται. Δεν ξέρω τι την τράβηξε σε μένα. Υποθέτω η ωμότητα μου. Δεν ήταν παίχτρια σίγουρα. Έψαχνε κάποιο καβλί, έστω μέτριο, να γεμίσει το κενό ανάμεσα στα σκέλια της. Αφήνω τις μάρκες στο τραπέζι, ξέρω πως θα επιστρέψω σύντομα, δεν θα ‘θελα κάποιος άλλος να πάρει την θέση μου. Γνέφω στον γκρουπιέρη κι εκείνος πιάνει το νόημα.

Οι γυναίκες είναι ένα εργαλείο, το χρησιμοποιείς κι έπειτα το αφήνεις πάλι στην θέση του για να το βρει ο επόμενος. Για κανένα λόγο δεν το κουβαλάς μαζί σου... Άλλωστε ένα παιχνίδι είναι που όσο περισσότερο παίζεις μαζί του τόσο πιο γρήγορα χαλάει! Με το που μπαίνουμε στο αμάξι, ξεκουμπώνει το παντελόνι μου κι αρχίζει να μου τον παίρνει στο στόμα. Κάθε που τα μάτια κλείνω βρίσκομαι σ’ εκείνο το λευκό διάδρομο. Μόνο που τώρα στους τοίχους βρίσκονται κρεμασμένα κάδρα με τον αριθμό δύο σε φόντο μαύρο! Σαν μπουγάδα νοικοκυράς! Παντού κάδρα με το δύο μαύρο. Κάποια στιγμή ανοίγω τα μάτια κι αρχίζω να τον παίζω πάνω στα μπούτια της! Χύνω! Εκείνη δείχνει πως χαίρεται με την κίνησή μου.

«Τώρα θέλω να με γαμήσεις!», μου ψυθιρίζει στο αυτί
«Κλείσε ένα δωμάτιο, στείλε μου το νούμερο σε αυτό το κινητο, παρήγγειλε ένα μπουκάλι ρούμι μαύρο και σε μια ώρα θα είμαι εκεί...», απαντώ.

Βγαίνουμε απ’ το αμάξι, εκείνη τραβάει τον δρόμο προς την ρεσεψιόν κι εγώ για το τραπέζι όπου με περίμεναν οι μάρκες. Ο γκρουπιέρης άλλαξε. Με το που κάθομαι μου χαμογελά πονηρά. Παραγγέλνω ένα ρούμι μαύρο. Κάθομαι με τα χέρια ακουμπισμένα στο τραπέζι απολαμβάνοντας το ποτό για περίπου είκοσι λεπτα. Παρατηρώ πως το χέρι του ρίχνει συνεχώς στην δεύτερη και τρίτη δωδεκάδα. Τώρα είναι η ώρα να τα χώσω όλα κάπου στην πρώτη.

«No more bets, please», φωνάζει αυστηρά και τεντώνει τα χέρια πάνω από την πράσινη τσόχα.

Καυλώνω ξανά! Κλείνω τα μάτια! Παντού το δύο μαύρο!

«Δύο Μαύρο!», αναφωνεί.

Τσιμπώ τα κέρδη, έτσι κάνει ένας σωστός παίχτης, διαφορετικά σε λίγη ώρα μέσα τα χάνει και πάλι όλα με μαθηματική ακρίβεια! Άλλωστε είναι αρκετά ώστε να ξεχρεώσω και να πάρω μια ανάσα για λίγες εβδομάδες. Μπαίνω στο αμάξι και τρέπομαι σε φυγή. Το τηλέφωνο ξεκινά να χτυπά μανιωδώς. Το απενεργοποιώ και κάνω στην άκρη. Κατεβαίνω στην παραλία. Σχεδόν ξημερώνει. «Μην χαραμίσεις ποτέ την αυγή», μου ‘χαν πει κάποτε. Ξαπλώνω  στην υγρή άμμο. Σκοτάδι παντού. Γαλήνη. Νηνεμία. Λες και βρίσκομαι στο κέντρο του κυκλώνα. Οι πρώτες αχτίδες αρχίζουν να καίνε τα βλέφαρα μου, στο στόμα η αλμύρα της θάλασσας. Ανοίγω τα μάτια, παρατηρώ την ανατολή σα να είναι η τελευταία που βλέπω στην ζωή μου. Σηκώνομαι. Μπαίνω στ’ αμάξι. Φορώ τα γυαλιά ηλίου.

«Νέα μέρα φέρνει νέους μπελάδες... Όχι σήμερα...»