Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 6

Βωμολόχοι, Ernesto Carnetti & Johnny Handsome IV

 

του Ernesto Carnetti

Αγαπητή μου Μαριάνθη,

η μήτρα σου μου θυμίζει λουκάνικο. Αλήθεια, το ήξερες που πέθανε ο παππούς; Ναι, είδες, ξέχασα να στο πω. Τον κηδέψαμε τις προάλλες. Ήταν εκεί όλοι, όλες οι σιχαμένες και απωθητικές φάτσες, όλες οι κάργιες. Η Καλλιόπη μάλιστα μπερδεύτηκε και είπε στη θεία-Μάρω να σας ζήσει κι η θεία-Μάρω πάτησε κάτι γέλια υστερικά που τραντάχτηκε όλο το σπίτι αντί να της αστράψει κανένα σκαμπίλι της αχώνευτης, της ψηλομύτας, αλλά το ξέρεις που η θεία-Μάρω πάντα τον είχε γραμμένο τον παππού στα παλιά της παπούτσια το μόνο που την ενδιέφερε ήτανε πότε θα πεθάνει επιτέλους να βάλει χέρι σε κείνο το κατακαημένο χωραφάκι θαρρείς και θα σωζότανε μ’ αυτές τις δυο σπιθαμές γης με τόσα χρέη που χει φορτωθεί χάρη στον προκομμένο τον άντρα της. Το άλλο, στο είπα, τώρα που το θυμήθηκα; Ναι, παιδί μου, αυτό το ρεμάλι ξέρεις τι έκανε; Ε, λοιπόν, δεν θα το πιστέψεις! Πήγε να βιάσει την κόρη της Αλεξίας! Ναι, παιδί μου, σου λέω, σωστός σάτυρος! Είχανε πάει, μου τα ‘λεγε το ίδιο το Καλλιοπάκι και γέλουνε το ζώον!, τώρα το Πάσχα στο εξοχικό της Αναστασίας, άλλη αχώνευτη από ‘κει, η ψωνισμένη, την πήρανε στην εφορία και νομίζει πως έγινε κάποια, η ξιπασμένη, μου αγοράζει λέει και πίνακες από τις γκαλερί, το ζώον, που στο χωριό δεν είχε να φορέσει στον κώλο της βρακί, η βρωμιάρα, τέλος πάντων, που λες, είχανε πάει στης Αναστασίας και σουβλίζανε το κατσίκι, το αρνί της μυρίζει λέει της κυρίας, τρομάρα της, τέλος πάντων, ας μην ανοίξω το στόμα μου, και τρώγανε και πίνανε και γλεντούσαν και πάνω στο κέφι ο Τάκης, ο άντρας της Αλεξίας, ναι παιδί μου, ο μικροτσούτσουνος, λέει στην Αγγελικούλα, την κόρη του, καλό πουτανάκι κι αυτό, δεκάξι χρονών και λένε πως τον έχει πάρει κιόλας!, να σηκωθεί να χορέψει το τσιφτετέλι απάνου στο τραπέζι για τους μεγάλους, κι όπως έκανε και ζέστη, Μάης μήνας βλέπεις, και φορούσε ένα φορεματάκι μια σταλιά η Αγγελικούλα, και πέφτανε τάχα μου τυχαία απάνου στο χορό τα τιραντάκια της, και τα σήκωνε και ξαναπέφταν και τα ξανασήκωνε πετιέται απάνου ο αχαΐρευτος που ‘χε πιει όπως πάντα σαν νεροφίδα και πετάει όξω την τσουτσούνα κόκκινη κόκκινη σαν την φάτσα του, και ξέρεις τώρα πόση την έχει!, θυμάσαι τότε που είχαμε πάει μαζί διακοπές και κολυμπούσε γυμνός ο ανώμαλος, και μας έδειχνε το καυλί του γιγάντιο, εμ, γιατί νομίζεις τον κρατά τόσα χρόνια τώρα αυτό το σούργελο η Καλλιόπη, σάματις έχει και τίποτες άλλο να ορέγεσ’ απάνου του; ο βλάχουρας, ο τυρέμπορας, ξέρει τι κάνει αυτή. Έννοια σου και μην τηνε βλέπεις έτσι. Είναι μια σουρλουλού αυτή… και λένε πως κι αυτή ακόμα η τεράστια τσουτσού του Αντωνάκη δεν της φτάνει, αν με καταλαβαίνεις… ε, ρε ξύλο που της χρειάζεται… πούτσα και ξύλο, πούτσα και ξύλο… τέλος πάντων δεν σου τελείωσα, και που λες πετά όξω την τσουτσού του ο Αντωνάκης κι αρχίζει να κυνηγά γύρω γύρω την Αγγελικούλα απ’ το τραπέζι κι εκείνη στην αρχή νομίζει που το κάνει για πλάκα και τρέχει κι αυτή γύρω γύρω στην επιφάνεια του τραπεζιού και του γελά και κυματίζουν τα φουστάνια της και του ανεβαίνει κι εκείνου ο πυρετός στο κεφάλι και να που ανεβαίνει ξάφνου απάνου στο τραπέζι ο γέρο-σάτυρος και τότε καταλαβαίνουν όλοι πως είναι εντελώς τύφλα ο ρεμπεσκές, κι αρχίζουν κι αγχώνονται και τρέχει σαν παλαβή η Καλλιόπη να τονε μαζέψει τρέχει κι η οικοδέσποινα του βαστάνε τα χέρια, οι άντρες λέει γελούσανε, που να μου χαθούνε τα ζώα, και όπως του κρατάνε τα χέρια η Καλλιόπη και η Αναστασία εκείνος να χτυπιέται σαν ταύρος και να πέφτει κάτω η Αναστασία κι εκείνος να της τραβά τα βυζιά της, ναι, παιδί μου, αλήθεια σου λέω, όλοι τις είδανε τις χοντροβυζάρες της, ξεχειλωμένες και μες στην ραγάδα, και τι κάνει ο σάτυρος, αν έχεις το Θεό σου Μαριάνθη μου!, έτσι, όπως είναι γονατισμένη κάτου η Αναστασία και προσπαθεί να σιάξει τα τα ρούχα της της χώνει το τέρας τη τεράστια ψώλα του βαθιά μες το στόμα και της γουρλώσαν τα μάτια και πήγανε να της πεταχτούνε απ’ όξω και τότε τον μάζεψε επιτέλους η Καλλιόπη, κι η άλλη έκανε τάχα μου τάχα μου πως ξερόβηχε και πως πνίγηκε, της κακόπεσε βλέπεις της ψηλομύτας, θαρρείς και θα ματαδεί τέτοια ψωλή σαράντα πόντους!, άσε με άσε με, γιατί δεν αντέχω, μέχρι εδώ μ’ έχει φτάσει η ξιπασμένη, η νεόπλουτη, και τέλος πάντων για να σου καταλήξω τον πήρε μέσα η Καλλιόπη τον Αντωνάκη και μισή ώρα γαμιόσαντε, ναι παιδί μου, τι, ψέματα, και τους άκουγε λέει όλη η παρέα, κι αντί να σηκωθούνε να φύγουνε, οι ανώμαλοι όλοι τους, μείνανε και, αν έχεις το Θεό σου, μόλις ξαναγυρίσανε αρχίσαν να χειροκροτούν κι ο αχαΐρευτος γελούσε σα ζώο και μόλις ξάπλωσε φαρδύς πλατύς στην καρέκλα κοιμήθηκε αμέσως το ζώον! Αυτά Μαριάνθη μου, περιμένω ν’ ακούσω σύντομα νέα σου, και μόλις επιστρέψεις σου υπόσχομαι να σου κάνω το ζουμερότερο γλειφομούνι που σου ΄κανα ποτέ!

Με φιλιά,
Η αδελφούλα σου

του Johnny Handsome

Μύθος – Πραγματικότητα

*** Γυναίκες λένε πως οι άντρες μετά το σεξ κοιμούνται... Μόνο αν είστε βαρετές κουκλάρες μου!
*** Οι γυναίκες έχουν ένα καυλί συνεχώς στο μυαλό τους και μια παραμύθα στο πλάϊ παρέα με το ψέμα τους. Όσο περισσότερο το “δίνεις” σε μια γυναίκα τόσο περισσότερα απαιτεί... Μεγάλη αδικία και για τους δύο!
*** Ο έρωτας είναι σαν ενδοφλέβια ένεση με δηλητήριο, σε σκοτώνει αργά... Προτιμώ την πρέζα!
*** Δεν υπάρχουν όνειρα, μόνο λιγοτερο τρομαχτικοί εφιάλτες.
*** Ο πόνος σου θυμίζει πως είσαι ζωντανός.Τί γίνεται σαν και αυτός χαθεί;
*** Χαζοκούτια κάνουν τους ανθρώπους ζόμπι, αναζητούν το τέλειο ταίρι μέσα από μλπε άσπρες σελίδες, ανάζητούν γενικά το τέλειο στη ζωή τους... Εν' δυο μπείτε όλοι στη σειρά. Ένα μάτσο πρόβατα! Wake up!
*** Όταν ο Δαίμονάς σου ζωντανεύει και η Μούσα σου πεθαίνει, πρόσεχε στη γωνιά το Θάνατο.

 

Γράφω με πένα δανεική, μιας περαστικής. Χθές ονειρεύτηκα την πιο σκοτεινή νύχτα. Το απόλυτο σκοτάδι, χωρίς φεγγάρι, αστέρια και άλλες τέτοιες μαλακίες. Ονειρεύτηκα τα βουνά του El Chorro, νότια της Ισπανίας, κοντά στην  Antequera. Παρακολούθησα τη γέννα μιας γυναίκας μελαχροινής, με ρούχα βρώμικα. Γύρω της μια αγέλη λύκων. Ούρλιαζε σαν γριά μάγισσα καθώς το παιδί την ώρα που έβγαινε από μέσα της ξερίζωνε τη μήτρα της. Δεν ήταν άνθρωπος μήτε λύκος και στο δέρμα του απλώνονταν χιλιάδες μεταλλικά αγκάθια. Το νεογνό σαν πείνασε έκανε να φάει της μάνας την καρδιά, όπου ξεψυχησμένη έπεφτε στο χώμα. Μα η γεύση της πικρή, χωρίς αγάπη, κι έτσι την έφτυσε όλο αηδία. Βροχή ξεκίνησε να πέφτει,δυνατή, κάνοντας τα πάντα λάσπη. Ο βρυχηθμός του είπαν ακούστηκε ώς της Μάλαγα το λιμάνι... Η αγέλη αποφάνθηκε πως το παιδί δαίμονας ήταν και γοργά τον εξόρισαν στον κόσμο των ανθρώπων...  Έβλεπα το Τέρας με ανθρώπινη μορφή να μεγαλώνει... Να παίζει μα να μην είναι ευτυχισμένο, να κάνει πως γελά προκειμένου να μοιάζει με τους γύρω του μα να μη νιώθει. Έτρωγε ότι και οι άλλοι μα η πείνα του έμενε.. Φαινόταν φωτεινό μα μέσα του μια μαυρίλα απλωνόταν. Ο πόνος  μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο καθώς τα χρόνια περνούσαν, κατέτρωγε τα σωθικά του. Ήξερε πως διαφέρει μα δεν καταλάβαινε πώς... Μέχρι που ήρθε η ώρα να συναντήσει την πραγματική του φύση. Βλέπετε έμοιαζε με άνθρωπο, είχε την ικανότητα να συμπεριφέται σαν άνθρωπος μα μέσα του ο δαίμονας περίμενε να ξυπνήσει. Και έτσι έγινε, την πρώτη φορα που θώπευσε γυναικεία σάρκα, την πρώτη φορά που ήπιε τα υγρά εκείνης της όμορφης μελαχροινής κοπέλας...Το μέσα του φλεγόταν τα μάτια έγιναν μαύρα και λίγο πριν την ύστατη στιγμή, τότε που όλοι οι άντρες απολαμβάνουν την εκσπερμάτωση, ο δαίμονας άνοιξε τα μάτια του! Το Τέρας πήρε την κανονική του μορφή και τα αγκάθια εκ νέου απλώθηκαν στο κορμί του... Το ακανθώδες πέος του της ξεσκισε το αιδοίο καθώς με τα γαμψά του νύχια της ξερίζωνε την καρδιά. Μια καρδιά νόστιμη, γλυκιά όλο αγάπη, έρωτα, πάθος, λαγνεία, ηδονή. Γέμισε το στομάχι του, έσβησε την πείνα του.Ο πόνος εξαφανίστηκε!!
Τον παρατηρούσα να αποπλανεί και να καταβροχθίζει την μια καρδιά μετά την άλλη, αχόρταγα. Σίγουρος πια για το τί ήταν και ποιός ο σκοπός του. Ήξερα πως έπρεπε να ξυπνήσω μα το όνειρο μου παρείχε μια τέτοια ζεστασιά και ασφάλεια που ήταν σχεδόν αδύνατο να της αντισταθώ... Μετά... θυμάμαι...εκείνο τον καθρέφτη, στη μέση ενός άδειου δωματίου. Το κόκκινο κυριαρχούσε. Κόκκινο πάτωμα, κόκκινοι τοίχοι... κι εγώ να βλέπω μέσα από τα μάτια του!!! Την ώρα που έπαιρνε ξανά ανθρώπινη μορφή... Τη γύμνια του έντυνε με το αίμα της το τελευταίο θύμα, το ένιωθα ακόμη καυτό. Το βλέμμα μου εστίασε χαμηλά στο σώμα του, κάτω απ’ τον αφαλό στο δεξί μέρος της  βουβωνικής χώρας... Κατάφερα να διακρίνω  ένα σημάδι! Ήταν αυτό που χάραξε η αγέλη των λύκων...Το σημάδι του δαίμονα, η κατάρα...
Ένα σύμβολο τόσο ξεκάθαρο, τόσο οικείο...