Top menu

Βιώνοντας την ψηφιακή επανάσταση [Άρθρο του Θ. Βαβλίδα]

βαβλίδας-ψηφιακή επανάσταση

photo © Αλέξιος Μάινας

Γράφει ο Θανάσης Βαβλίδας

Ο κόσμος μας συνεχώς μεταβάλλεται, η αδιάκοπη κίνηση παράγει ενέργεια. Δεν υπάρχει παγωμένος χρόνος. Ο Ηράκλειτος το έχει  εύστοχα συμπυκνώσει: «Τα πάντα ρει». Η μεταβολή αυτή, όμως, δε συντελείται με τον ίδιο ρυθμό στα πάντα. Σε άλλα είναι αργή αλλά σταθερή, σε άλλα βίαιη  και απότομη. Σε άλλα κλείνει την προοπτική, σε άλλα ανοίγει νέες διαστάσεις. Στη δεύτερη περίπτωση ανήκει και η ψηφιακή επανάσταση. Μια επανάσταση που γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει την ορμητική της νεότητα μέσα στην εποχή μας.

Αυτό, ακριβώς, ήρθε να μας υπενθυμίσει ή καλύτερα να μας τονίσει η έκθεση «Ψηφιακή επανάσταση» (digital revolution) που διοργάνωσε η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση έως τις 10 Ιανουαρίου 2016. Η έκθεση δημιουργήθηκε από την Barbican International Enterprises  και αποτελεί μία περιοδεύουσα έκθεση η οποία, μετά το Barbican Centre του Λονδίνου και το Tekniska Musset της Στοκχόλμης, βρίσκει τον τρίτο της σταθμό  στην Αθήνα. Απαιτήθηκε ένας μήνας  για το στήσιμό της, αλλά οι επαφές για το συντονισμό της διοργάνωσης ξεκίνησαν ένα χρόνο πριν. Σύμφωνα με τους διοργανωτές της, που μας παρείχαν και  πληροφοριακά στοιχεία,  «έχει ως στόχο να αναδείξει τους τρόπους με τους οποίους η ψηφιακή τεχνολογία επηρέασε και επηρεάζει τομείς της ανθρώπινης δημιουργίας, όπως ο κινηματογράφος, η μουσική, τα εικαστικά, η μόδα, τα βιντεοπαιγνίδια και οι νέες τεχνολογίες, οι οποίες διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό το περιβάλλον στο οποίο ζούμε κι αλληλοεπιδρούμε».

Η έκθεση εκτείνεται, ουσιαστικά, σε τέσσερις χώρους, που ο καθένας αποτελεί μία ξεχωριστή εμπειρία για τον επισκέπτη. Ξεκινώντας από το υπόγειο του κτιρίου, το πρώτο πράγμα με το οποίο ερχόμαστε σε επαφή, είναι η ψηφιακή εγκατάσταση «Pyramidi» (2014) των will.i.am και Yuri Suzuki, που επιμελήθηκαν το μουσικό και εικαστικό μέρος αντίστοιχα. Εδώ ακούμε πρωτότυπη μουσική, γραμμένη ειδικά για την εγκατάσταση, από τρία ρομποτικά όργανα (πιάνο, κιθάρα, κρουστά), ενώ ταυτόχρονα παρακολουθούμε ένα βίντεο χωρικής επαυξημένης πραγματικότητας με ένα πρόσωπο σαν από αιγυπτιακή μούμια να τραγουδάει.  Φεύγοντας από αυτό, μας υποδέχονται ψηφιακά κινούμενα σχέδια σε πολλαπλές οθόνες, όπου δεν ξέρεις τι να πρωτοδείς. Και είναι ακόμα η αρχή!

Στη συνέχεια περνάμε στο κέντρο του εκθεσειακού χώρου στο υπόγειο, για να θυμηθούμε  το ψηφιακό μας παρελθόν (1970-2010), από το παιγνίδι Pong (1972) που παίζαμε σε οθόνες, το Altair 8800(1975) που έφτιαξε ως φοιτητής του Harvard o Bill Gates και το Speak and Spell Speech Synthesizer (1978) που χρησιμοποίησε ο «Ε.Τ. ο εξωγήινος» για να πάρει τηλέφωνο σπίτι του, μέχρι το Pac-Man (1980), το Super Mario Bros (1985), το ευφυέστατο Tetris (1989) , αλλά και τα οπτικά εφέ που έκαναν τους δεινόσαυρους να ζωντανέψουν στο Jurassic Park (1993),  το θρυλικό Tomb Raider (1996), το website του Requiem for a dream (2000), για να φτάσουμε στο iphone της Apple (2007) με ελκυστικότατες εφαρμογές, όπως το Angry Birds (2009). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε το drum machine Linn LM-1 (1980), στο οποίο γράφτηκαν τραγούδια όπως το Don’t you want me baby των Human League ή το Billie Jean του Michael Jackson.  Η έκθεση τα χαρακτηρίζει αυτά «ψηφιακή αρχαιολογία» κι εμείς αναλογιζόμαστε… πόσο γρήγορα περνάει ο χρόνος!

Στον ίδιο χώρο,  αριστερά όπως μπαίνουμε, αναπτύσσεται η ενότητα «τα ψηφιακά  μας μέλλοντα» με μία επιλογή εφαρμογών από καλλιτέχνες, σχεδιαστές μόδας και αρχιτέκτονες με έμφαση στο σώμα και στο περιβάλλον. Εδώ ξεχωρίζουμε το Eyeborg (2004), έναν μηχανισμό σχεδιασμένο από τον Neil Harbisson, ο οποίος πάσχει από μία σπάνια μορφή αχρωματοψίας, δηλαδή, δεν αναγνωρίζει κανένα άλλο χρώμα πλην του λευκού και του μαύρου. Με το Eyeborg μεταφράζει το χρώμα σε ήχο, γεγονός που του επιτρέπει να ακούει έναν πολύχρωμο κόσμο! Εντυπωσιακό, επίσης, είναι και το Aether (2014) της σχεδιάστριας The Unseen (δηλ. αόρατη), ένα τεχνολογικό ένδυμα που ανταποκρίνεται στη μεταβολή των καιρικών συνθηκών στην ατμόσφαιρα, καθώς και η πρώτη στον κόσμο στολή τύπου drone.

Προχωρώντας περιμετρικά, συναντάμε την ενότητα «Εμείς δημιουργούμε», όπου βιώνουμε τη μεταστροφή μας από καταναλωτές σε παραγωγούς  ψηφιακών έργων. Εδώ, η καλλιτεχνική έκφραση αναπτύσσει νέες δυνατότητες, που συχνά ξεφεύγουν εντελώς από ό,τι παραδοσιακό γνωρίζουμε, όπως η μαζική συμμετοχή στη δημιουργία έργων τέχνης ή στην ανάπτυξη παιγνιδιών. Ξεχωρίσαμε το Minecraft (2009), το Johnny Cash Project (2010) και το Pinokio (2012). Εδώ, υποθέτουμε ότι ανήκει και η εφαρμογή, όπου προφέρεις μία ευχή και αυτή οπτικοποιείται σε πεταλούδα ή ο εκτυπωτής που μας παραπέμπει στη βιομηχανική επανάσταση της τρισδιάστατης εκτύπωσης, όπου σχεδιάζουμε σε οθόνη ένα αντικείμενο (κουτί ή κάτι παρόμοιο, προς το παρόν) και αυτό παράγεται σε τρισδιάστατη μορφή. Πάντως, κάποιες άλλες εφαρμογές ήταν, προσωρινά, εκτός λειτουργίας.

Ακολουθεί η ενότητα «Google Devart», μία ενότητα που επαναπροσδιορίζει τι είναι τέχνη,  στο βαθμό που πολλές νέες μορφές τέχνης χρησιμοποιούν την τεχνολογία ως καμβά τους και τον κώδικα προγραμματισμού ως πρώτη ύλη τους.  Το Barbican Centre και η Google ανέθεσαν σε καταξιωμένους διαδραστικούς καλλιτέχνες να δημιουργήσουν νέες εγκαταστάσεις ειδικά για την έκθεση. Με την ηχητική ξενάγηση της Devart , για την οποία χρειάζεται να έχει κανείς  το tablet ή τη φορητή συσκευή του (που εμείς δεν είχαμε πάρει μαζί μας) , μπορεί να ακούσει κανείς τους ίδιους τους καλλιτέχνες να μιλούν για τα έργα τους.  Στο βάθος του χώρου, μία κονσόλα με πιανιστικά πλήκτρα ενεργοποιεί φωτεινές οθόνες του παγκόσμιου χάρτη για τη μετάδοση των ηχητικών πληροφοριών.

Δίπλα τους, απλώνεται η ενότητα «Δημιουργικοί χώροι».  Με τη χρήση των ψηφιακών εργαλείων, οι σκηνοθέτες και οι σχεδιαστές διευρύνουν το χωροχρόνο της κινηματογραφικής αφήγησης παράγοντας εικόνες με ειδικά εφέ, που η ροή τους ελέγχεται με την εισαγωγή ειδικών παραμέτρων ή κωδικών. Ταινίες όπως το Inception (2010) του Christopher Nolan, το Robots of Brixton (2011) του Kibwe Tavares, το Gravity (2013) του Alfonso Cuaron και το Clouds (2013) των J. George και J. Minard   μας μεταφέρουν την αίσθηση,  πως  η αφήγηση παραδίδει τα σκήπτρα της φαντασίας στην εικόνα, ενώ ο λόγος ακολουθεί πλέον ασθμαίνοντας.

Στην ίδια πλευρά, παρακολουθούμε το Dance Central (2010-12), μία εφαρμογή που το λογισμικό της αντιλαμβάνεται τις πλήρεις κινήσεις του σώματος, έτσι ώστε οι κινήσεις  ενός παίκτη που καταγράφονται από μία συσκευή Kinect της Microsoft, να προβάλλονται σε οθόνη στις κινήσεις ενός «άβαταρ» (ή γραμμικού) χαρακτήρα  του παίκτη. Κάτι σαν θέατρο σκιών με ψηφιακή λειτουργία! Όπως και στο έργο «The treachery of sanctuary» που θα συναντήσουμε αργότερα, ο ρόλος του θεατή σε σχέση με τον υπολογιστή έχει αντιστραφεί: ο θεατής δεν παρακολουθεί την οθόνη (αλληλεπιδρώντας το πολύ μέσω ενός χειριστηρίου), αλλά είναι η οθόνη που παρακολουθεί προσεκτικά τον θεατή (ή παίκτη). Ο «ακοίμητος φύλακας», ο «ακούραστος διαιτητής», ο «μεγάλος αδελφός» είναι ήδη παρόντες! Η έκθεση του υπογείου τελειώνει κάπου εδώ με την ενότητα «Ήχος και εικόνα», με καινοτόμες εφαρμογές σε μουσικά βίντεο, όπως το House of cards (2008) των Radiohead  και σε μουσικές συνθέσεις, όπως το Scape (2012) των P. Chilver και  B. Eno .

H περιδιάβασή μας  στην έκθεση συνεχίζεται, τώρα, σε άλλα επίπεδα του κτιρίου. Στο ισόγειο, έχουμε την  εγκατάσταση «Petting Zoo» (2013) της Minimaforms, όπου σωλήνες σαν προβοσκίδες που κρέμονται από ένα τμήμα της  οροφής με κάμερες, κινούνται διαδραστικά (αλλά περιορισμένα!) ανάλογα με τις κινήσεις των επισκεπτών τους. Στον τρίτο όροφο, συμμετέχουμε στην εγκατάσταση Together (2014) της Universal Everything κάνοντας ένα ελεύθερο σχέδιο σε συνεχόμενες φάσεις, που προβάλλεται, κατόπιν επιλογής στις παρακείμενες οθόνες. Και στον τέταρτο όροφο γνωρίζουμε την ενότητα «ανεξάρτητα βιντεοπαιγνίδια», παιγνίδια τα οποία δημιουργήθηκαν χωρίς την αρχική υποστήριξη της βιομηχανίας του κλάδου, που δεν κρύβουμε ότι έμοιαζαν κι εδώ παραμελημένα, παρά το ότι διαθέτουν συχνά πρωτότυπες ιδέες και ευρύτητα ειδών.

Η έκθεση συνεχίζεται, πλέον, στην είσοδο του Odeon Star City, απέναντι από το κτίριο της Στέγης, με την εγκατάσταση The Treachery of Sanctuary (2012) του Chris Milk, η οποία κοντεύει να γίνει σήμα κατατεθέν της έκθεσης. Πρόκειται για ένα τρίπτυχο, όπου ο θεατής, όταν καθρεφτίζεται στην πρώτη πτυχή, βλέπει να γεννιούνται απ’ τη σκιά του πουλιά, στη δεύτερη πτυχή βλέπει να τον τρώνε  πουλιά και στην τρίτη πτυχή «λυτρώνεται» αποκτώντας φτερούγες, αν και στους καθρεφτισμούς που είδαμε, οι θεατές κατασπαράσσονταν από τα πουλιά και στην πρώτη και στην δεύτερη πτυχή. Και η έκθεση ολοκληρώνεται στο κτίριο πίσω από τη Στέγη, με την εγκατάσταση Assemblance (2014) των Umbrellium, όπου δέσμες ακτίνων λέηζερ μας αγκαλιάζουν και τις μετακινούμε στο χώρο, σαν ένα παιγνίδι που οδηγεί μες στο σκοτάδι τα φωτεινά ίχνη της παρουσίας μας. Ο ψηφιακός κόσμος του μέλλοντος είναι εδώ και μας περιμένει να εξοικειωθούμε μαζί του.