Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 34

Βαλέρια Νάρμπικοβα: Το ρολόι

Ναρμπίκοβα

Μεταφράζει η Ελένη Κατσιώλη

Τα έχανα. Φτηνά, ακριβά, τα ρολόγια γενικά τα έχανα. Η κόρη μου μού έδωσε ένα αδιάβροχο πλαστικό ρολόι. Τη ρωτάω: «Γατούλα μου, δουλεύει;» -«Μα ναι, μανούλα, δουλεύει». Δούλευε κάπως περίεργα. Πότε δούλευε και πότε σταματούσε. Κι όταν σταματούσε νεκρωνόταν, και μετά πάλι ξεκινούσε. Μπορούσε μια ολόκληρη βδομάδα να δουλεύει με ακρίβεια, και μετά ξαφνικά σταματούσε. Περίεργο δεν είναι; Όμως εγώ ταξίδευα και δεν μπορούσα να βασίζομαι σ’ αυτό. Και βασικά δεν φορούσα ρολόι επειδή ήταν πάντα μαζί μου αυτός. Και πάντα φορούσε ρολόι, και μπορούσα να επιτρέψω στον εαυτό μου να μη φοράω εγώ. Και τον ρωτούσα: τι ώρα είναι; Κι αυτός πάντα ήξερε και μου απαντούσε, ας πούμε, τρεις η ώρα νύχτα, κοιμήσου. Και κοιμόμουνα. Και ξαφνικά έμεινα χωρίς ρολόι. Ήταν κάτι σαν εφιάλτης να μείνω χωρίς ρολόι, και δεν είχα κανέναν να ρωτήσω τι ώρα είναι! Τέτοια ερημιά γύρω, τέτοια μουντάδα. Δεν ήταν σούρουπο, ήταν σαν να μην υπήρχε ο χρόνος. Σταμάτησε το ρολόι. Κυλάει ο χρόνος αλλά οι δείκτες δεν προχωράνε.

Και τότε αποφάσισα ν’ αγοράσω ένα δικό μου ρολόι. Αφού μπορείς ν’ αγοράσεις. Αυτό δεν είναι επιλήψιμο, -είναι χωρίς γενειάδα, χωρίς μουστάκια, δεν προκαλεί ορμές, δεν μπορείς να κολλήσεις αρρώστιες, είναι ακίνδυνο, χρειάζεται μόνο να ξοδέψεις κάποια χρήματα και αυτό σε αντάλλαγμα θα σου δείχνει την ώρα. Δεν φοβάται και το νερό. Υπάρχουν και τα ηλιακά που φορτίζονται με το φως.

Δεδομένου ότι αυτό συνέβη στη Ζυρίχη, δεν υπήρχε θέμα ρολογιού. Βρίσκονταν σε κάθε γωνιά. Με προσκαλούσαν. Και μερικά μου αποκάλυπταν και τον μηχανισμό τους -πως δούλευαν. Ούτως ή άλλως όλα τα ρολόγια δουλεύουν κυκλικά.

Πήγα σε ένα μικρό μαγαζάκι. Ήθελα να διαλέξω ένα που να μου κάνει. Συνήθως αυτά με διάλεγαν. Αλλά ήθελα να αγοράσω ένα ρολόι εγώ. Επειδή για κάποιο λόγο μου φαινόταν ότι η ώρα κυλάει τη νύχτα. Δηλαδή η ώρα πράγματι κυλάει, αλλά το κάνει στο σκοτάδι, δηλαδή στη μαυρίλα, δηλαδή θα ήθελα να έχει ένα μαύρο καντράν. Και να μην έχει αριθμούς. Ούτε ρωμαϊκούς ούτε αραβικούς. Μόνο την κίνηση του δείκτη στο σκοτάδι να έχει. Σαν να γυρίζει η Γη γύρω από τον Ήλιο και να υπάρχει ανάμεσά τους ένας αόρατος δείκτης. Όμως να μην φαίνεται στο καντράν. Σαν να ’ταν ο πλανήτης Γη αυτός ο δείκτης. Αυτό που ήθελα ήταν πανάκριβο. Και αυτό που ήθελα διακαώς ήταν απολύτως αδύνατον. Έπρεπε να διαλέξω. Το μαγαζάκι ήταν μικρό, ο μαγαζάτορας αξιολάτρευτος. Θυμήθηκα τον Σάσα που αγόραζε ρολόγια στη Νέα Υόρκη για ένα δολάριο. Έπαιρνε μαζεμένα είκοσι κομμάτια: αν αυτό το πράγμα σταματούσε τότε o’ key, δεν θα ήταν κρίμα να το πετάξεις κι αν τελείωνε η μπαταρία, στο καλό. Αλλιώς αρχίζει η παραβίαση, η διακόρευση, τα κουάρτζ. Τα έφερνε και τα χάριζε.

Ζήτησα στον ιδιοκτήτη του μαγαζιού ένα μηχανικό ρολόι, χωρίς κουάρτζ, για να έρθω στη δυσάρεστη θέση να το κουρδίζω κάθε μέρα. Όμως και το ντιζάιν σε αποπλανούσε. Να ένα ντιζαϊνάτο που δουλεύει με έναν ημιπολύτιμο λίθο σαν βότσαλο, σαν να δουλεύει το ρολόι μέσα σε σπηλιά. Κι στο άλλο εκεί υπάρχει ένα εντελώς μικρό πετραδάκι, πολύτιμο, σαν το αστεράκι που κοιτάζουν οι ναυτικοί όταν χάνονται. Τι πειρασμός! Εντέλει πήρα ένα με κουάρτζ, αλλά ρώτησα τον ιδιοκτήτη: κι αν βρεθώ σε ακατοίκητο νησί, πώς θα δουλεύει; «Αυτό δεν το σκέφτηκα ποτέ, μαντάμ». Φυσικά αστειευόμουνα, αλλά αυτά είπε ο ιδιοκτήτης, ενώ κρατούσε το κουτί με το ρολόι. Και μάλιστα σταμάτησε και άρχισε να το περιεργάζεται. Μα πώς δεν το σκέφτηκε; και είναι αυτός άνθρωπος για να πουλάει ρολόγια! Και τότε για ποιον χρειάζονται; Αν δεν ξέρει ούτε ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, αν θα μπορεί να δουλεύει το ρολόι του σ’ ένα ακατοίκητο νησί, τότε αυτό τι μας χρειάζεται; Για να μην καθυστερήσεις στο τρένο; Για να μην αργήσεις στη δουλειά σου; Αφού για ένα ερωτικό ραντεβού δεν χρειάζεται. Ο αγαπημένος έτσι κι αλλιώς θα περιμένει. Το ζήτημα είναι πώς θα περιμένει; Αν είναι στον δρόμο κάτω από ένα μεγάλο ρολόι θα κοιτάξει το δικό του, αφού αυτά που είναι στον δρόμο δεν δείχνουν τη σωστή ώρα, ήδη πάνε πίσω ένα λεπτό και λίγο αργότερα θα πάνε πίσω πέντε. Και θα ανησυχεί εξαιτίας αυτών των προδοτικών ρολογιών που είναι στον δρόμο. Αλλά στο μετρό δεν θα βαρεθεί να περιμένει· εκεί και τα ρολόγια δουλεύουν, και τα δρομολόγια είναι τακτικά. Κι αν ο αγαπημένος είναι στο σπίτι κι εσύ καθυστερήσεις μίαν ώρα, μπορεί να πειραχτεί γι’ αυτή τη τόση δα ωρίτσα. Αλλά να ωρύεται είναι περιττό!
 
Κι όταν αποκοιμιέσαι δεν κοιτάζεις το ρολόι, όταν όμως σε ξυπνάνε το κοιτάζεις. Μήπως μόνο γι’ αυτόν τον λόγο χρειάζεται το ρολόι; Κι αν σε ξυπνήσει νωρίτερα θα πρέπει να τιμωρηθεί! Την πληρώνει δηλαδή ακριβά ο άνθρωπος! Αλλά παρόλ’ αυτά είναι καλύτερα να σε ξυπνάει άνθρωπος. Όχι, καλύτερα να σε ξυπνάει άνθρωπος από το τηλέφωνο. Όχι, ακόμα καλύτερα να σε ξυπνάει ένας αληθινός άνθρωπος. Όμως το ξυπνητήρι μπορείς να το σφαλιαρίσεις σε μια τέτοια στιγμή.

Κι ακόμα χρειάζεσαι ρολόι για τα δρομολόγια. Με το αυτοκίνητο σαράντα λεπτά, με τα υπεραστικά μια ώρα, με τα λεωφορεία μιάμιση, όλοι πηγαίνουν στην εξοχή να χαρούν τη φύση η οποία δεν έχει χρόνο, παρά μόνο εποχές. Και στις διαδρομές των λεωφορείων οι γέροι πάνε δωρεάν, αλλά στέκονται όρθιοι. Νοιώθω άβολα, αλλά δεν έχω όρεξη να σηκωθώ. Φτάσαμε. Δέκα λεπτά με τα πόδια και αρχίζουν τα εξοχικά. «Μπείτε, θα σας πετάξω». –«Ευχαριστώ, είμαι πολύ κοντά». -«Μπείτε». –«Να φτάσαμε. Ευχαριστώ» -«Δεν κάνει τίποτε». Και γι’ αυτό το «τίποτε» θ’ άξιζε να τον φιλήσω. Κι αν για τα πάντα ισχύει ότι ο χρόνος είναι χρήμα, θα μας εξοντώνουν σαν τους Ινδιάνους: και τους Ρώσους, και τους νεορώσους, και τους μη Ρώσους ακόμα και τους Εγγλέζους, όλους με τη σειρά: ένα, δύο και τελειώσαμε· και για ποιο χρήμα να μιλήσουμε όταν κυλάει ο χρόνος και μάλιστα κυλάει μόνο στο παρόν.

Η Βαλέρια Σπαρτάκοβνα Νάρμπικοβα γεννήθηκε στη Μόσχα το 1958. Ακολουθεί το ρεύμα του υπερρεαλισμού. Γι’ αυτήν ο εσωτερικός κόσμος είναι μοναδική αξία. Βασικά στιλιστικά στοιχεία της είναι η επανάληψη λέξεων κλειδιών που τις χρησιμοποιεί με διαφορετικές έννοιες, η τοποθέτηση του ανθρώπου σε έναν κόσμο παράδοξο και η υποκειμενικότητα του χώρου και του χρόνου της ηρωίδας.