Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 24

Βαγγέλης Δουβαλέρης: "Η σκέψη του Νίτσε είναι ο λόγος του"

Σειρά: Οι μεταφραστές στο Vakxikon.gr
Αριθμός στη σειρά: 6
 

marinosyn.jpg
Συνέντευξη
στον Διονύση Μαρίνο
Νίτσε, αυτός ο άγνωστος! Μοιάζει με παραδοξολογία, από τη στιγμή που το όνομα του Γερμανού φιλοσόφου, βρίσκεται στο στόμα ακόμα κι εκείνων που ουδέποτε διάβασαν έστω μια πρόταση του έργου του. Η «ειδωλοποίηση» του Νίτσε, σε βαθμό που να θεωρείται (ατυχώς) ένα πεπερασμένο «pop - idol», αποκρύβει την πραγματική αξία της σκέψης του και την επιρροή που έχει αυτή, στην μεταμοντέρνα εκδοχή του κόσμου. Κι όμως, ο ίδιος, αναζητώντας τις βαθύτερες ρίζες των νοημάτων, στους Αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους πρόστρεξε. Μέσω των Προσωκρατικών, συνδέθηκε με τρόπο «ψυχολογικό» με έναν ιδιαίτερο τρόπο ζωής και σκέψης. Τούτη η καταβύθιση, αποτέλεσε, για τον Νίτσε, το έναυσμα για τη δική του «ανάφλεξη». Ο μεταφραστής, Βαγγέλης Δουβαλέρης, μας δίνει ένα ακριβές περίγραμμα του τι ακριβώς αναζήτησε ο Νίτσε στους Αρχαίους φιλοσόφους, αλλά και πώς τον επηρέασαν. Προσφάτως κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gutenberg, το βιβλίο Η φιλοσοφία στα χρόνια της αρχαιοελληνικής τραγωδίας, σε μετάφραση του Β. Δουβαλέρη και επιμέλεια από τον Ήρκο Ρ. Αποστολίδη.

Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια «έξαρση» νέων εκδόσεων γύρω από το έργο του Νίτσε. Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε το φαινόμενο; Διαβάζουν οι Έλληνες φιλοσοφικά βιβλία; Εντρυφούν σε αυτή τη μορφή αναζήτησης ή τούτες οι εκδόσεις συνεχίζουν να αποτελούν προνόμιο μιας μικρής μερίδας αναγνωστών;

Δυστυχώς, οι περισσότερες νέες εκδόσεις σχετικά με τον Νίτσε είναι ποτ-πουρί ή -στη χειρότερη περίπτωση- αυτονομημένα αποσπάσματα έργων του, απλώς, με τραβηχτικούς τίτλους («Γιατί είμαι τόσο σοφός» κ.τ..λ.) Οι προσεγμένες όμως εκδόσεις σπανίζουν, ακριβώς επειδή σπανίζουν οι προσεκτικοί αναγνώστες.

Ο Νίτσε είναι ένας γνωστός… άγνωστος και ολότελα παραγνωρισμένος. Στην πραγματικότητα, οι ρήσεις του, είναι το πεδίον δόξης των αδαών που κάνουν φύλλο και φτερό τη σκέψη του. Τελικά τι ξέρουμε για τον Νίτσε;

Λίγα πράγματα, κι επουσιώδη.  Άλλωστε η σκέψη του και κυρίως ο λόγος του -τουλάχιστον για όσους τον έχουν διαβάσει στα γερμανικά- είναι τόσο εντυπωσιακά, ώστε αυτόματα νομίζεις ότι τον ξέρεις. Αν ξεπεράσεις όμως τον πρώτο ενθουσιασμό, καταλαβαίνεις ότι είδες μόνο την κορφή ενός παγόβουνου. Νομίζω ότι κάθε σοβαρός μελετητής του θα σας πει ότι τον Νίτσε τον μελετάμε διαρκώς, αλλά ποτέ δεν μπορούμε να πούμε ότι τον «ξέρουμε».

Επιπροσθέτως, το θέριεμα ακραίων πολιτικών σχηματισμών, σε ολόκληρη την Ευρώπη, επαναφέρει στο προσκήνιο ένα παλιό… τραύμα γύρω από τον Νίτσε. Μπορούμε να λύσουμε αυτή την παρεξήγηση ή όχι;

Δεν νομίζω. Και μάλιστα, σήμερα, υπό τέτοιες συνθήκες. Αυτή είναι και η τραγική ειρωνεία της περίπτωσής του. Φυσικά, το ήξερε κι ο ίδιος. Στο Ecce Homo (την περίφημη αυτοβιογραφία του) γράφει: «Ξέρω ότι το όνομά μου θα συνδεθεί με μια τεράστια συμφορά»! Ο Νίτσε ήταν ακραίος, έτσι κι αλλιώς. Του καταλογίζουν αντιφάσεις. Εύλογο. Οι περισσότεροι ζητούν «σύστημα σκέψης άνευ αντιφάσεων». Κι όχι καν οι σημερινοί, παρά ο Αριστοτέλης! Ας θυμηθούμε την «αρχή της μη αντιφάσεως». Αλίμονο, πώς αλλιώς θα συνεννοηθούμε; Ο Νίτσε όμως δεν ήταν ορθολογιστής. Το ζητούμενο για αυτόν δεν ήταν απλά και μόνο η «συνεννόηση». Ήθελε  να γνωρίσει τον εσώτερο πυρήνα της ύπαρξης - του «εαυτού» του ή του «κόσμου». Κι εκεί, βέβαια, δεν ισχύουν οι αρχές του Αριστοτέλη. Ο Νίτσε δεν ήθελε να «καλλιγραφήσει» τα πράγματα. Θαρρείς, δεν ήθελε καν να προστατέψει τον εαυτό του από τυχόν παρεξηγήσεις. Πέρα από τον εμπρηστικό του λόγο, η ίδια του η αδελφή, που εξέδωσε τα άπαντά του αρχές του 20ου αιώνα, «συγύρισε» συγκεκριμένα χωρία του έργου του. «Ο φιλόσοφος είναι εναντίον του κράτους» γράφει κάπου ο Νίτσε - «υπέρ του κράτους» διορθώνει στυγνά εκείνη!

Το έργο που προσφάτως μεταφράσατε μας φανερώνει μια άλλη, ίσως όχι τόσο γνωστή, πτυχή του Νίτσε. Την εις βάθος γνώση του για τους Αρχαίους φιλοσόφους και ιδιαιτέρως για τους Προπλατωνικούς. Μα, πάνω από όλα τον θαυμασμό του για τον τρόπο που ανέπτυξαν τις ιδέες τους. Τι μπορούμε να πούμε επ’ αυτού;

Πρώτος ο Νίτσε επεσήμανε ότι η αυγή της φιλοσοφικής σκέψης ξεκινάει με τους Προσωκρατικούς, κι όχι με τον Πλάτωνα ή τον Αριστοτέλη. Ότι από κείνους τέθηκαν τα καίρια ζητήματα με τα οποία ασχολούνται όλοι οι μετέπειτα στοχαστές. Πέραν τούτου, όμως, ο Νίτσε είδε στους Έλληνες εκείνης της εποχής κάτι που χρειαζόταν ο ίδιος για τη ζωή του - είδε πρώτ’ απ’ όλα την υγεία τους, το νόημα που βρήκαν στη ζωή παρά την εγγενή απαισιοδοξία τους (για τον ίδιο λόγο ασχολήθηκε άλλωστε και με το υπόβαθρο της αρχαιοελληνικής τραγωδίας). Αυτό ήταν και το «επαναστατικό» της μελέτης του αυτής: το πρίσμα θεώρησής του ήταν αφενός ψυχολογικό (ήθελε, ας πούμε, να «ψυχολογήσει» τον φιλόσοφο του 6ου αιώνα, να δει πώς ζούσε, πώς ένοιωθε, πώς σπούδαζε τον κόσμο γύρω του) και αφετέρου υπαρξιακό: ήθελε να αναδείξει «νέες δυνατότητες ζωής» (δική του η φράση), όχι υποθετικές ή ουτοπικές, αλλά πράγματι υπαρκτές κι εφικτές.


Κρίνοντας από το σύνολο του έργου του, πώς επηρέασε τον Νίτσε η αρχαιοελληνική σκέψη; Ή, υπό άλλο πρίσμα, πώς επηρέασε το μετέπειτα έργο του; Υπάρχει κάποιος Έλληνας φιλόσοφος που πάνω σ’ αυτόν πρωτοπάτησε για να σχεδιάσει τον δικό του δρόμο;

Τον επηρέασε ποικιλοτρόπως. Κι όχι μόνο ως «σκέψη», παρά κι ως «ζωή». Κι εδώ ακριβώς υπάρχει μια μεγάλη παρεξήγηση. Συνήθως υπερτονίζεται η «σύγκρουσή» του με τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα, χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν η όλη στάση του απέναντί τους, και πόσο καίρια τον επηρέασαν. Και δεν τον επηρέασαν μόνο στη διαμόρφωση της προσωπικής του γλώσσας και ορολογίας, αλλά και στην αποκρυστάλλωση και την κατεύθυνση της φιλοσοφίας του. Λ.χ. στις παραδόσεις του σχετικά με τους Πλατωνικούς διαλόγους, ο Νίτσε γράφει ότι ο Πλάτων προσπάθησε να κάνει μια επαναξιολόγηση των αξιών της κλασικής Ελλάδας - δηλαδή ό,τι ο ίδιος θα έκανε, περίπου 10 χρόνια μετά, με την περίφημη «Επαναξιολόγηση όλων των αξιών»! Κάπου αλλού γράφει ότι νοιώθει τον Σωκράτη τόσο κοντά του, ώστε αναγκάζεται να τον κοντράρει συνέχεια! Αυτά συνήθως παραγνωρίζονται, βαφτίζονται «αντιφάσεις» και «παραδοξότητες». Φυσικά, ακόμη πιο καίρια τον επηρέασε ο Ηράκλειτος, αυτός κατεξοχήν περισσότερο απ’ όλους τους Προσωκρατικούς.

Πώς προσδιορίζει ο Νίτσε την έννοια του «μεγάλου» και τι εννοεί μιλώντας για την «Δημοκρατία των μεγαλοφυών»;

Το «Μεγάλο» είναι το Άξιο. Ό,τι άξιο και πρωτογενές έχει ποτέ σκεφτεί ή δημιουργήσει κανείς. Τον ενδιαφέρουν οι κορυφές. Λ.χ. πάει κατευθείαν στους Προσωκρατικούς, αντί να στραφεί προς Ανατολάς και να καταπιαστεί με τις λεγόμενες «απαρχές» της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας.

Έχοντας μεταφράσει άλλα δύο έργα του μεγάλου Γερμανού, ποια είναι τα «κλειδιά» για να μεταφράσει κανείς τον Νίτσε; Αντιστοίχως ποιες οι παγίδες που μπορούν να μετατρέψουν την μετάφραση σε μια ακαδημαϊκή πραγματεία, αφαιρώντας το διανυσιακό στοιχείο των εννοιών του Γερμανού φιλοσόφου; Πέρα απ’ τη γνώση των γερμανικών, για να μεταφράσει κανείς Νίτσε στα ελληνικά, πρέπει να ασκηθεί, ακριβώς, στα ελληνικά. Να μελετήσει όλα τα ύφη του νεοελληνικού λόγου, κι έπειτα να νοιώσει τον ρυθμό του νιτσεϊκού λόγου. Η μεγαλύτερη παγίδα είναι η ίδια η δομή των γερμανικών. Ας μην πάμε μακριά. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τον λόγο των Αρχαίων, ας πούμε: του Θουκυδίδη ή του Δημοσθένη. Σφιχτός, λακωνικός και συναρπαστικός ο λόγος στα αρχαία, αλλά στη μετάφραση –οι περισσότεροι τα θυμόμαστε αυτά απ’ το σχολείο– χαλαρός, φλύαρος και βαρετός. Τότε νομίζαμε ότι φταίνε οι Αρχαίοι!