Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 29

Βίτσεσλαφ Πιέτσουχ: Εγώ και η περεστρόικα

katsioli29.jpg
Μεταφράζει η Ελένη ΚατσιώληΟ Βιτσεσλάφ Αλεξέγιεβιτς Πιέτσουχ γεννήθηκε το 1946 και ζει στη Μόσχα. Τελείωσε το παιδαγωγικό ινστιτούτο και δίδαξε δέκα χρόνια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Είναι συγγραφέας των βιβλίων «Αλφάβητο» (1983), «Νέα μοσχοβίτικη φιλοσοφία» (1989), «Ραμμάτ» (1990), «Εγώ και οι άλλοι» (1990), «Κύκλοι» (1992), «Παιδάκι του κράτους» (1997).
Θεωρείται εκπρόσωπος της εναλλακτικής λογοτεχνίας, ιδιαίτερα εκείνης που αναφέρεται ως «ειρωνική πρωτοπορία». Σκοπός αυτής της τάσης είναι η αποκάλυψη των λανθασμένων εκτιμήσεων της «επίσημης λογοτεχνίας» που σε αυτές συμπεριλαμβανόταν ο μύθος της γενικής μελλοντικής ευτυχίας και ο μύθος του ανθρώπου-δημιουργού της ίδιας του της ευτυχίας. Γι’ αυτή την αποκάλυψη χρησιμοποιούνται αρκετά ασυνήθιστα μέσα για τη λογοτεχνική παράδοση: αφήγηση σε α΄ πρόσωπο, ανοιχτή παρώδηση του ιδεολογικοποιημένου λεξιλογίου που χρησιμοποιείται στη γλώσσα και γελοιοποίηση των διαφόρων ειδών του λόγου.
Η αφήγηση του Πιέτσουχ παρουσιάζει τον παραλογισμό του κόσμου. Ο ήρωάς μας σώζεται με το κλείσιμο στον εαυτό του.
Από την ανθολογία И.И. Яценко: Русская «нетрадиционная» проза конца ХХ века», Санкт-Петербург, «Златоуст» 2004 (Ρωσική αντισυμβατική πεζογραφία του τέλους του 20ου αι., Αγία Πετρούπολη, εκδόσεις Ζλαταούστ 2004). Το διήγημα αυτό ανήκει στον κύκλο διηγημάτων, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1990, με τον τίτλο Εγώ και οι υπόλοιποι (Я и прочее).

Τώρα θα σας πω πώς έπεσε η περεστρόικα. Δεν έπεσε ακριβώς, αλλά θα πέσει οπωσδήποτε εξαιτίας της απαρχαιωμένης μορφής της οικογένειας και του γάμου που δεσπόζει στον πραγματικό σοσιαλισμό. Για να πούμε την αλήθεια, πρέπει να σας προειδοποιήσω ότι υπάρχουν πολλά επιτεύγματα στην ιστορία που δεν έγιναν μεγάλες δημιουργίες, από μια σαχλαμάρα που τους στάθηκε εμπόδιο. Ας πάρουμε την περίπτωση του αυτοκράτορα Πέτρου Φιόντοροβιτς, ο οποίος δεν πραγματοποίησε τη μεταρρυθμιστική του αποστολή, μόνο και μόνο επειδή μερικές φορές είχε κάνει δημόσιο κήρυγμα στη γυναίκα του Αικατερίνη(1) για το φρενιασμένο ταμπεραμέντο της.
Όλο το προηγούμενο έτος δούλευα πάνω σε ένα σχέδιο ριζικής αναμόρφωσης που, κατά τους υπολογισμούς μου, θα οδηγούσε τη χώρα στα όρια της απόλυτης ευημερίας και, το πιο σημαντικό, στο μικρότερο χρονικό διάστημα. Αυτή η δουλειά τράβαγε σε μάκρος. Υπολόγιζα να την τελειώσω τον χειμώνα και ναι μεν την τέλειωσα τον χειμώνα, αλλά όχι τον χειμώνα του ίδιου έτους, επειδή μετά την Οκτωβριανή επέτειο μπεκρούλιαζα φοβερά. Η γυναίκα μου, η Βέρα Στεπάνοβνα, συμβιβάστηκε όπως-όπως με αυτό το συνεχές μεθύσι, στο μέτρο που, τρόπος του λέγειν, ήταν προφανές ότι εγώ κουβαλούσα ένα απάνθρωπο φορτίο: δουλειά στο εργοστάσιο, δουλειά στο σπίτι και ακόμα κάθε ευλογημένο βράδυ να πηγαίνω στην κουζίνα και να δουλεύω πάνω σε αυτό το επαναστατικό σχέδιο, για το οποίο μοχθώ, σχεδόν μέχρι το πρωί. Να όμως που η Βέρα Στεπάνοβνα τα Σάββατα και τις Κυριακές δε με αφήνει να πάω πουθενά, όταν έχω πολλή ανάγκη να χαλαρώσω από την τρελή καθημερινότητα. Στέκεται στην πόρτα με τον μπαλτά και λέει:
-Σάββατο και Κυριακή παλουκώνεσαι στο -σπί-τι!
Άργησα, ξάργησα τελείωσα το σχέδιό μου. Τη νύχτα της τρίτης προς την τετάρτη του Δεκεμβρίου έβαλα την τελευταία τελεία, τοποθέτησα το χειρόγραφο στο ντοσιέ με τις μεταξωτές κορδέλες, το πήρα αγκαλιά και το ταχτάρισα γύρω-γύρω στο δωμάτιο, χόρτασα να κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη, ποιοι είμαστε εμείς, τα αυτοδίδακτα ταλέντα, και έκρυψα το ντοσιέ στο πατάρι. Από την αρχή ακόμα είχα αποφασίσει ότι τη δουλειά μου θα την έθαβα, γιατί πρέπει να φανταζόμουνα πολύ καλά τις καταστροφικές συνέπειες, αν προσπαθούσα να την σπρώξω προς τις Αρχές, «γι αυτό ακούσαμε ένα σωρό παραδείγματα στην ιστορία»: ας πάρουμε το παράδειγμα του πρώτου μας ανεμοπλόου Κουσμά Ζιόμοφ, που τον μαστίγωσαν δημόσια, όχι μόνο μια φορά, για την εφεύρεση του ανεμόπτερου. Όμως οι πολιτισμένοι μας απόγονοι ήταν υποχρεωμένοι να ξέρουν ότι το γόνιμο ρωσικό μυαλό δεν λαγοκοιμόταν ούτε καν στους πιο σιχαμερούς καιρούς. Μετά από ώριμη σκέψη αποφάσισα να κάνω περίληψη του σχεδίου μου και να τη στείλω στα «παιδιά» του υπουργικού συμβουλίου, το πιθανότερο από ματαιοδοξία, και έτσι πήραν τα μυαλά μου αέρα.
Θαυμαστά τα έργα σου, Κύριε: έστειλα το πακέτο τη Δευτέρα και ήδη το Σάββατο μου τηλεφώνησαν. Μια ευχάριστη φωνή που φαινόταν νεανική με χαιρέτησε και μου ανακοίνωσε:
-Τώρα θα σας μιλήσει ο Νικολάι Ιβάνιτς.
Για μια στιγμή κάτι άναψε μέσα μου την περηφάνια και είχα και την αίσθηση του κρατικού στελέχους. Πρέπει να ομολογήσω ότι, αν με αυτό το τηλεφώνημα ολοκληρωνότανε η μοίρα του σχεδίου μου, η ματαιοδοξία μου θα είχε ικανοποιηθεί εκατό τοις εκατό. Φυσικά, εγώ έκανα ένα μορφασμό, κούνησα το ελεύθερο χέρι μου κάνοντας νόημα στη γυναίκα μου, για να σηκώσει την παράλληλη συσκευή και μ΄ αυτό τον τρόπο να βεβαιωθεί ότι ο άντρας της κάθε άλλο παρά παλαβός ονειροπόλος είναι, αλλά ότι είναι ένα πραγματικό κρατικό στέλεχος.
-Χαίρετε, Αλεξάντρ Ιβάνιτς, -λέει ξαφνικά ο Νικολάι Ιβάνιτς, -τι κάνετε, πώς είσθε;
Εγώ απαντάω: -Απ’ ό,τι ξέρω, όλα καλά.
-Για εσάς δεν είχα ακούσει κάτι νωρίτερα, -συνεχίζει το λόγο του ο Νικολάι Ιβάνιτς. –Πού εργάζεσθε: στην Ακαδημία Επιστημών ή στο Ινστιτούτο του Αμπάλκιν;
-Εγώ, -απαντάω: για να πούμε την αλήθεια, είμαι πρακτικός που ασχολούμαι άμεσα στη βιομηχανία.
-Και η ειδικότητα σας και ο βαθμός σας ποιοι είναι;
-Αυτό είναι απλό: είμαι εργάτης μετάλλου ανώτατης βαθμίδας –να και η ειδικότητα, να και ο βαθμός μου!
-Μα αυτό είναι περισσότερο ενδιαφέρον. Λοιπόν, αγαπητέ Αλεξάντρ Ιβάνιτς, θα πρέπει να συναντηθούμε να συζητήσουμε σοβαρά. Οι ιδέες σας μας κίνησαν «έντονα» το ενδιαφέρον, αλλά υπάρχουν στο σημείωμά σας, να πούμε, μια σειρά από σκοτεινά σημεία που χρειάζονται «αποσαφήνιση» από τον συγγραφέα. Τι λέτε, είστε να συναντηθούμε, να μιλήσουμε σοβαρά;
-Είμαι έτοιμος, -απαντώ και κάνω ματάκι στη γυναίκα μου. (Μα ποιος είμαι! Έζησες δέκα πέντε χρόνια μαζί μου και στην ουσία δεν ξέρεις ποιος είμαι).
-Τότε, μάλλον, ας μη καθυστερήσουμε αυτή τη δουλειά –λέει ο Νικολάι Ιβάνιτς. –Ας συναντηθούμε και σήμερα. Εμείς, εννοείται, θα στείλουμε αυτοκίνητο να σας πάρει…
-Είμαι έτοιμος, -απαντάω.
Μετά, συνδέεται πάλι η ευχάριστη φωνή που φαίνεται νεανική και ανακοινώνει: το αυτοκίνητο θα έρθει σε δεκαπέντε λεπτά, ο αριθμός είναι δεκαεπτά-είκοσι τέσσερα.
Βάζοντας στη θέση του το ακουστικό, έριξα χαρούμενες ματιές στη Βέρα Στεπάνοβνα και ξεκίνησα να ντύνομαι. Αλλά η Βέρα Στεπάνοβνα πήρε τον μπαλτά, στάθηκε στην πόρτα και κατά τη συνήθειά της είπε:
-Το Σάββατο και την Κυριακή παλουκώνεσαι εδώ!
-Μα, είσαι με τα καλά σου…! –αναφωνώ, τη στιγμή που χώνω τα πόδια μου στα καινούργια τσεχοσλοβάκικα μποτάκια. Έχεις ιδέα;... Ποιος με καλεί, γιατί και σε ποιο μέρος; Αυτό είναι κρατική υπόθεση! Τώρα φθάνει για μένα μια «Τσάικα(2)»… Πού κολλάει το Σάββατο και η Κυριακή;
-Κολλάει, -ξεκαθαρίζει η Βέρα Στεπάνοβνα, στο ότι και το προπερασμένο Σάββατο που είχες κρατικές υποθέσεις εμφανίσθηκες μετά τις δύο τη νύχτα, και ήσουνα και στουπί! Και το ίδιο αυτοκίνητο ήρθε να σε πάρει, μόνο που δεν ήταν «Τσάικα» αλλά «Πρώτων Βοηθειών», -ή το ξεχνάς Αλεξάντρ Ιβάνοβιτς επειδή ήσουν σουρωμένος;
Μα και πώς να το ξέχναγα, φυσικά και δεν το ξέχασα: το προπερασμένο Σάββατο με έπιασε ξαφνικά τόση μελαγχολία, -αυτό συνέβη το πρωί που διάβασα για την επερχόμενη οικονομική κατάρρευση- που, αμαρτία εξομολογούμενη, τηλεφώνησα σε ένα φίλο που εργάζεται στις «πρώτες βοήθειες» και με πήρανε για πιθανή «σαλμονέλωση» που δήθεν είχε πέσει στο εργοστάσιό μας.
Με δυο λόγια, με κανένα τρόπο δεν μπορούσα να φέρω αντίρρηση στη Βέρα Στεπάνοβνα, γιατί τότε πραγματικά εμφανίστηκα στις δύο το πρωί και πραγματικά ήμουν στουπί.

Παραπομπές
1. Εννοεί τη Μεγάλη Αικατερίνη που ανέτρεψε τον σύζυγό της Πέτρο.
2. Πολυτελές σοβιετικό αυτοκίνητο.