Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 33

"Βάλε ένα φύλακα" της Χάρπερ Λη

λι-καιδόγλου

Βάλε ένα φύλακα, μυθιστόρημα, Χάρπερ Λη, μτφρ. Σώτη Τριανταφύλλου, εκδόσεις BELL 2015

Αφέθηκα ολοκληρωτικά στο τραγούδι των «κοτσυφιών». Από τους φύλακες, ένας κατάφερε να κλέψει την καρδιά μου κι αυτός ήταν «ο φύλακας στη σίκαλη», πάει αρκετός καιρός. Οπότε άρχισα το βιβλίο με γκρίνια. Όχι, με ενοχλούσε η τριτοπρόσωπη αφήγηση, που σε σχέση με την πρωτοπρόσωπη, μου φαινόταν κάπως παλιομοδίτικη κι έβαζε την ηρωίδα σε μια απόσταση ψυχρής ασφαλείας. Όχι, εκνευρίστηκα απ’ το θάνατο του Τζεμ. Όχι, μου την έδινε ο Άτικους, ο ίδιος Άτικους που είχα λατρέψει τόσο στο «όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια». Ένιωσα προδοσία. Πού είχαν πάει όλοι οι φίλοι μου, οι δικοί μου άνθρωποι, οι Φιντς, ο Ντιλ, η Καλπούρνια;

Μελαγχολία, όπως όταν γυρίζω στο πατρικό, στις γειτονιές των παιδικών χρόνων, σε όλα τα περασμένα που όμως, ενώ απουσιάζουν, είναι ακόμα εδώ. Κατά διαστήματα διάβαζα πράγματα που είχα διαβάσει στο προηγούμενο βιβλίο. Ώρες-ώρες θύμωνα με τη Χάρπερ Λη. Άρχισα να την κοιτάω στραβά και να αισθάνομαι πως χαράμισε την εμπιστοσύνη μου. Έγινα ξαφνικά το παιδί που μπροστά του κατακρημνίζεται ο πανύψηλος θρόνος, όπου έχει καθίσει τα ινδάλματά του με υπερηφάνεια. Ταυτίστηκα με την Τζιν Λουίζ (η Σκάουτ στα 26 πια). Σαν να υποχρεώθηκα να μεγαλώσω απότομα, όπως κι εκείνη, να αφήσω στην άκρη τα ωραία παραμύθια για κάτι γήινο, προορισμένο για ενήλικες και κανονικούς ανθρώπους, να βάλω τέρμα σε ιστορίες με εξιδανικευμένα πρόσωπα, δράκους, αγγέλους, ιππότες και ηρωικούς πρωταγωνιστές που τα κάνουν όλα σωστά και τέλεια για να ευχαριστιούνται τα πιτσιρίκια.

Κάπου, πριν τα μισά είχα αποφανθεί πως τούτο δεν είναι τελικά και κάνα σπουδαίο βιβλίο. Δεν είναι αντάξιο του προηγούμενου, ούτε θα μείνω πιστή σε φόρους τιμής κι ευγένειες για να του τη χαρίσω. Ωστόσο, μες στο δεσποτισμό της κρίσης και το πείσμα της απογοήτευσης, απολάμβανα την ανάγνωση και δεν το κρύβω. Μια υποψία διάψευσης άρχισε να με ειρωνεύεται διακριτικά από μια απόσταση που συνεχώς μίκραινε, ώσπου άρχισα να πιστεύω όλο και πιο έντονα πως ίσως βιάστηκα και κάτι δεν καλοκαταλαβαίνω. Όντως. Κατατροπώθηκα. Καθώς προχωρούσαν οι σελίδες, ξεδιπλωνόταν αβίαστα το κουβάρι των χαρακτήρων κι άνοιγε μπροστά ο δρόμος πλατύς. Έπιαναν τόπο οι ενέργειες, έστηναν οι διάλογοι βαθύ θεμέλιο, όλα αποκτούσαν συνοχή. Με οδηγούσε ξανά το μαγικό νήμα της Λη. Όταν πλέον είχα ξεπεράσει τη θλίψη και το πένθος για το χρόνο που πέρασε πάνω απ’ τα Κοτσύφια, όταν αποφάσισα να τραβήξω μπροστά, βρήκα πως κρατάω στα χέρια μου ένα καταπληκτικό βιβλίο.

Το τελείωσα με δάκρυα, γιατί δε γινόταν διαφορετικά. Πέρασα μαζί με την Σκάουτ απ’ το υπόγειο και το βασανιστήριο της απομυθοποίησης στο ξέφωτο και τη χαρά της εσωτερικής προσωπικής αποκάλυψης.  Όταν όλα είναι υποφερτά, επειδή μπορείς να είσαι ο εαυτός σου. Και ο εαυτός σου βρίσκεται πέρα απ’ τους άλλους. Τον συναντάς έξω απ’ τη συλλογική συνείδηση, κάτι που τελικά δεν υπάρχει. Βάλε ένα φύλακα. Τον δικό σου φύλακα. Και τότε θ’ αρχίσεις να τα βλέπεις όλα καθαρά, με τα ζωηρά και διαφορετικά τους χρώματα και να τα δέχεσαι, να τα αγαπάς όπως πραγματικά είναι. Να κατανοείς δίχως μισαλλοδοξία, με ωριμότητα και να επιλέγεις ελεύθερα κι αυτόβουλα τη θέση σου στον κόσμο. Τίποτε δεν είναι αναίμακτο. Κανένας άθλος και καμία νίκη.

Για να αναδυθεί μια αλήθεια, πρέπει ένας μύθος να καταβυθιστεί. Χάρπερ Λη, είσαι η πολυαγαπημένη μου. Τρομάζεις τα σκοτάδια μου, ανοίγεις διάπλατα τα ερμητικά κλειστά παραθυρόφυλλα, με πλημμυρίζεις φως. Με πλημμυρίζεις. Ας σου τη χάριζε ο θεός, να ζεις, να γράφεις, να γράφεις για πάντα. Έφυγες όμως κι εκεί που πήγες, για τους χαμένους του άλλου κόσμου, πιάσε την πένα σου, σε παρακαλώ, και φτιάξε, όπως εσύ ξέρεις, πάλι τη μαγεία.

Θέδα Καϊδόγλου