Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 14

Αφύλακτη διάβαση - Ανάγνωση του Άγγελου Αντωνόπουλου

του Γιώργου Δουατζή

Αφύλακτη διάβαση, Ποίηση, Άγγελος Αντωνόπουλος, Εκδόσεις Αιώρα, 2011

Τον Άγγελο Αντωνόπουλο τον γνωρίζαμε ως προικισμένο ηθοποιό, θεάτρου κινηματογράφου τηλεόρασης. Τον θυμόμαστε στον εκπληκτικής ερμηνείας ρόλο του Μαρξ στο έργο “Ο Μαρξ στο Σόχο”, το οποίο παιζόταν επί τρία χρόνια. Τον συναντήσαμε ως ικανότατο συγγραφέα το 2006 με το μυθιστόρημά του “Οι επιβάτες του φεγγαριού” (Εκδόσεις Αιώρα). Και τον ανακαλύπτουμε τώρα στα εβδομήντα εννέα του χρόνια ως ποιητή.
“Φωνή πλούσια σε ηχοχρώματα, υποβλητική, εκφραστική. Κράμα σιγουριάς κι ευαισθησίας. Κάτι δυνατό και εύθραυστο, μεστό και παιδικό μαζί, βαθιά ανθρώπινο. Ένας ώριμος έφηβος, που δίνει σημαντικές παραστάσεις και παράλληλα γράφει ποίηση και μυθιστορήματα. Που παράγει. Ζει”.  Με αυτά τα λόγια άρχισα την παρουσίαση της συνέντευξης του Άγγελου Αντωνόπουλου πριν τρία χρόνια, στο περιοδικό της Καθημερινής "Κ",αυτά τα λόγια επαναλαμβάνω και τώρα.
Ο Αντωνόπουλος είναι φαινόμενο μοναδικό, άξιο πολύπλευρης μελέτης. Με τη στάση του, λέει όχι στο ευτελές. Έρχεται με χαμηλόφωνη δύναμη, με μία ποιητική συλλογή, την πρώτη του, με την οποία αναδεικνύει γνήσια ποιητική φλέβα, με έργο κατά πολύ αξιότερο από πολλούς άλλους, αυτούς που περιφέρουν ανενδοίαστα το σαθρό ποιητικό προσωπείο τους με περισσή αλαζονεία, σίγουροι ότι οι παρέες ανταλλαγής προϊόντων θα τους δώσουν τη δημοσιότητα για την οποία διψούν.
Έχω προσωπική γνώση της σεμνότητας του Αντωνόπουλου ο οποίος ανέβαλε συνεχώς την έκδοση αυτή αναλογιζόμενος; το βάρος και την ευθύνη των εννοιών “ποίηση, ποιητής, ποίημα”. Και μπορώ να δω τη διάσταση του σπουδαίου μαθήματος το οποίο μας δίνει με τη στάση του, που λέει “εγώ δεν διεκδικώ τίποτα. Να μοιραστώ τα τραγούδια μου θέλω”. Και αλλού: “ η μοναδική κατάθεση στο βιβλίο συμβάντων / μιλάει/ για τη μοναξιά των εξαίσιων επιλογών του”.
Ο αναγνώστης της ποιητικής του συλλογής, δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί: Πόσοι  γεννημένοι το 1932, θα τολμούσαν να εκδώσουν εν έτει 2011 την πρώτη τους ποιητική συλλογή, επιλέγοντας να βγάλουν στη σημερινή ζούγκλα την ψυχή τους διάφανη, ευαίσθητη, γεμάτη ελπίδα για τον αυριανό κόσμο, έτσι όπως ο τίτλος λέει, ως “αφύλακτη διάβαση”...
Στο έργο τώρα. Ογδόντα σελίδες, εξήντα ποιήματα, γεμάτα ανατάσεις, παραδοχές, βαθειές ανάσες κι εκπνοές, γεμάτα στιγμές ομορφιάς όπου τα εφηβικά όνειρα εξακολουθούν να ζουν και τρέφουν αυριανά όνειρα – πηγές ζωής. Διατρέχει το χρόνο, την ιστορία, τις μνήμες ολόκληρης γενιάς, διατρέχει, διαρρηγνύει, προβάλλει και μας ταξιδεύει πανέμορφα αυτός ο έφηβος με τις πολύχρονες εμπειρίες.
Όπως στο “Κατοικίδιο του πλανήτη μου”, που λέει “με τα προπατορικά μου αμαρτήματα/ κάθε βράδυ/ μηρυκάζω ημερολόγια/ κάθε μέρα/ καλλιεργώ όνειρα/ που βάφονται από ήχους της αρχαίας βροχής./ ... ιππεύω ένα καθαρόαιμο αραβικό άτι/ δίπλα στον Μεγαλέξανδρο... και λιμνάζω με τον Οδυσσέα σε οίκους ανοχής...συντηρώ το λυχνάρι του Μάρκου Αυρήλιου... και αγωνιώ για το κρησφύγετο του Λένιν ... διαπληκτίζομαι με τον Μαρξ και τον Μπακούνιν/ στα χαμαιτυπεία του Σόχο./ Εναγωνίως μετράω τις ώρες του Ρεμπώ/ πριν και μετά την ωχρά σπειροχαίτη”.
Και καταλήγει πανέμορφα: “Μηρυκάζω ημερολόγια/ και συντροφεύω τον συλληφθέντα Τσε/ και τον συλληφθέντα Λόρκα και τον συλληφθέντα Σωκράτη/ και τον Χριστό και τον Σπάρτακο/ και αλαλάζω με όλους αυτούς στη Βαντόμ/ καθώς υψώνεται η σημαία της Παρισινής κομμούνας”.
Ο ποιητής δεν διστάζει στην απογύμνωση ψυχής, οδυνηρή και σωτήρια για τους γνήσιους δημιουργούς, προφανέστατα δεν ντρέπεται για τις ευαισθησίες του και αναθυμάται παιδικά συμβάντα όπως “τη μυρωδιά του ξυσμένου μολυβιού... κείνον το δάσκαλο της δημοτικής. Τον μύστη... που τον πήραν απ το σχολείο/ οι χωροφύλακες μέρα μεσημέρι”. Η ποίησή του διατρέχεται από αναδρομές, οι οποίες μέσα από την ιστορική μνήμη γίνονται αμέσως από προσωπικές, συλλογικές.
Κλείνω το σημείωμα αυτό με ενδεικτικές επιλογές από το βιβλίο του Αντωνόπουλου.

Διανύω χρόνους/ ερπετούς και ιπτάμενους/ λεηλατώντας την ψυχή και το σώμα σου.
Τι θα πούμε στο Θεό/ γι αυτό το βράδυ/ που δεν είμαστε μαζί;
Καμιά φορά θυμόμαστε τα αφεντικά/ και τα λυπόμαστε/ Γιατί δεν κάνανε έρωτα από έρωτα/ δεν πετάξανε τα ρούχα στη φωτιά για να χορέψουνε/ δεν πεινάσανε για να φάνε./ Ευτυχίες, όχι αστεία.
Πάνω σε περίλυπους καθρέφτες/ από εξαίσια μολύβια μακιγιάζ/ ομοιοκαταληξίες ερώτων./ Άγονες γραμμές/ σε έρημους προσώπων.
Σε εγκαλώ Άγγελε Αντωνόπουλε, διότι έπρεπε από νωρίς να μας δείξεις την ποιητική σου φλέβα και περιμένω με προσμονή μεγάλη το επόμενο βιβλίο σου.