Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 23

Αφιέρωμα στην αφρικανική ποίηση: Κονγκό και Μαδαγασκάρη [Μέρος 3ο]

Μεταφράζει η Αγγελική Δημουλή
- διαβάστε τα προηγούμενα μέρη -

 

Jacques Rabemananjara [1913-2005] Γεννήθηκε στη Μαδαγασκάρη και σπούδασε κλασσική φιλολογία στη Γαλλία. Είναι ήρωας της Ανεξαρτησίας της Μαδαγασκάρης καθώς και ένας από τους ιδρυτές του Δημοκρατικού της Κινήματος. Πολυγραφότατος ποιητής και πεζογράφος.

[Δαγκώνω την παρθένα και άλικη σάρκα σου]

Δαγκώνω την παρθένα και άλικη σάρκα σου
με θέρμη πικρή
με δόντια από φως του ετοιμοθάνατου,
Μαδαγασκάρη!

Επιθανάτια κοινωνία της αθωότητος
μέσα στα πεινασμένα σπλάχνα μου,
θα ξαπλωθώ στο στήθος σου ποθώντας
περισσότερο απ’ τους εραστές σου,
ο πιο πιστός,
Μαδαγασκάρη!

Απόσπασπασμα από την Antsa, (1961)


Μύηση

Κοιμωμένη εσύ, βαριά από ηδονή
Μ’ ένα νήμα ονείρου να πλανιέται στην άκρη του στόματος.
Ατενίζω τους θησαυρούς της κλίνης σου
Την αγνή γυμνότητα του σώματος που σμίλευσα.

Τα δάχτυλά μου θα μαδήσω στα κλειστά βλέφαρά σου
Το άπειρο μεγαλείο της νέας μου άνοιξης.
Ο Μάιος βασιλικά στεφανωμένος με ρόδα
Και πέταλα χρυσά στη φωτεινή λίμνη.

Η αυγή θα μας ταράξει μες την ευτυχισμένη ήττα μας:
Ακίνητη, κάτω απ’ το κεφάλι το μπράτσο διπλωμένο,
Δεν θα επικαλούμουν ποτέ του ήλιου τη λάμψη.

Κοιμήσου, πριγκίπησσα, κοιμήσου. Στο σεντεφένιο σου λαιμό
Απλώνεται ανεπαίσθητα εκείνο το μετάξι, εκείνη η λάμψη
Που στα σώματά μας ανάμεσα υφαίνει η γοητεία του ύπνου.

Απόσπασμα από τις Les Ordalies*, (1972)

*L’ordalie: Η λεγόμενη Αγνείας πείρα αποτελεί πρωτόγονο δικαστικό έθιμο και ιδιαίτερα της ανακριτικής. Αποτελούσε επίσημη δικαστική δοκιμασία δια βασανισμού προς εξακρίβωση της αθωότητας (αγνότητας) υπόδικου άνδρα ή γυναίκας. Η Αγνείας πείρα απαντάται στα δικαστικά έθιμα διαφόρων πρωτόγονων κοινωνιών που έφθασαν όμως να τηρούνται μέχρι και τον Μεσαίωνα. Εφαρμοζόταν με την πεποίθηση ότι το Θείον προστατεύει την αγνεία και την αθωότητα και έτσι ο αγνός ή αθώος δεν θα βλάπτονταν από τη βασανιστική δοκιμασία. Η εφαρμογής της αγνείας πείρας απαντάται ιστορικά με διάφορες μορφές τόσο κατά λαούς, όσο και κατά εποχές. Το σύνολο τέτοιων βασανισμών έλαβε τον όρο Θεοκρισία ή και με τη ξενική ονομασία Ορδαλίες.

Tcicaya U Tam’ Si [1931-1988] Γεννήθηκε στο Κονγκό. Έκανε σπουδές στη Γαλλία και εργάστηκε για πολλά χρόνια στην Unesco. Θεωρείται απ’τους σημαντικότερους εκπρόσωπους της γαλλόφωνης ποίησης με πλούσιο εκδοτικό έργο.

Ψωμί ολικής άλεσης

Σ’ έψαξα σαν πουλί
Στα σκοτεινά πρασινόχρωμα τζάμια
Μεθυσμένο μπλε στην κιβωτό των λέξεων
Στο δέντρο έμεινε μονάχα ένα φρούτο...

Από πέρυσι εγκατέλειψα τον κήπο.
Γύρνα γρήγορα αλήθεια να τελειώσω
Πρέπει η δική μας ομορφιά
Σκοτώνεται απ’την πλήξη.

Γυναίκα όμορφη αγαπημένη ερωμένη
Φράγκα φιλιά δωμάτια πράσινα τσαλακωμένα
Αμφιβάλλει ο ουρανός για όσα αιμορραγεί ο αιθέρας

Πόσο όμορφοι αυτοί που φεύγουν
Όταν στον ουρανό υπαρχούν δρόμοι
Αυτοί που την ηχώ θα κατακτήσουν!

Απόσπασπασμα από το Le mauvais sang*, (1955)

*Le mauvais sang: το κακό αίμα


Το κακό

Έφτυσαν τότε πάνω μου κι ήμουν παιδί ακόμα,
Χέρια δεμένα, κεφάλι απαλό, γερμένο, καλό, βραδύ.
Ελεημοσύνη! Φώναζε το μάτι μου για τη σάρκα στο στομάχι.
Ήμουν παιδί και είχα αίμα στην καρδιά.

Είχα στα παιδικά μου χέρια το χρόνο,
Τη νύχτα η φωνή μου έφτιαχνε στον ουρανό κίτρινα αστέρια•
Στο μάτι του κυκλώνα έκρυβα το σκληρό μου τραγούδι
Και γαλάζια ζωγράφιζα σύμβολα στα φυλαχτά επάνω.

Μ’έφτυσαν την αιμομιξία για να ευλογήσουν•
η γη μου ξεπετάχτηκε από χρυσό και γάγγραινα
τα υπόλοιπα έρπουν χαμηλά, μου κόψανε τις φλέβες.

Και ο χρυσός στο αίμα μου ήτανε μια ρωγμή
Χτυπημένου φρούτου στη λάσπη όπου όλα διαλύθηκαν...
Ήμουν παιδί που κοιμόταν σε στρώμα από λουίζα.

Απόσπασπασμα από το Le mauvais sang, (1955)

Jean-Baptiste Tati Loutard [1938-2009] Γεννήθηκε στο Κονγκό και σπούδασε στη Γαλλία. Υπήρξε πιονιέρος του πολιτιστικού κινήματος του Κονγκό και χρημάτισε υπουργός Εκπαίδευσης στο Κονγκό. Έχει δημοσιεύσει πολλές ποιητικές συλλογές και θεωρείται σημαντικός εκπρόσωπος της γαλλόφωνης ποίησης της Αφρικής.

Επιστροφή στο Κονγκό-Μπαομπάπ

Μπαομπάπ! ήρθα ξανά για να φυτεύσω το είναι μου κοντά σου
Να πλέξω με τις αρχαίες ρίζες σου τις ρίζες τις δικές μου•
Ονειρεύομαι στα ροζιασμένα χέρια σου
Και δυνατός αισθάνομαι όταν το ισχυρό αίμα σου
Περνάει στο δικό μου.
Μπαομπάπ! «ο άνθρωπος αξίζει όσο αξίζουν τ’αρματά του».
Αυτό είναι το ρητό που βρίσκεται στην πόρτα αυτού του
κόσμου.
Από πού θ’αντλήσω τη δύναμη για τόσες μάχες
Αν το πόδι σου δε με κρατά;
Μπαομπάπ! Κάποτε θα βρεθώ δυστυχισμένος
Έχοντας χάσει τον αέρα απ’τα τραγούδια•
Χάιδεψε εκ μέρους μου των πουλιών σου το λαιμό
Αφού να ζήσω με ωθούν.
Κι όταν θα χάνω τη γη κάτω απ’τα πόδια μου
Άσε με ν’ακουμπήσω το χώμα στη βάση σου:
Πόσο απαλά εκεί επιστρέφω!

Απόσπασμα από το Les Racines congolaises*, (1968)

*Les racines congolaises: οι κονγκολέζικες ρίζες


Γράμμα εξόριστου

Το μελάνι αυτού του γράμματος βγαίνει απ’ την καρδιά μου,
Κοίτα, είμαι λυπημένος.
Έχασα τον ουρανό μου και τη γη μου,
Ζω σε ξενοδοχεία, κρεμασμένος
Σαν ένα περαστικό πουλί
Στο ξύλο της τύχης.
Οι αναμνήσεις είναι η χώρα που μου μένει•
Κι ενίοτε η παιδική ηλικία που ξεειλίζει
Φτάνει με κόπο ως τη μνήμη.
Ψεύτικοι θεοί είμαστε:
Τα μάτια μας αισθάνονται
Μόνο το παρελθόν.
Και στο παρόν μου είμαι μόνος,
Όταν το κρύο χτυπά την πόρτα.
Είμαι η αφημένη βάρκα
Στην παγωμένη λίμνη της σιωπής.
Τα παιδιά δε με κατοικούν πια
Κι η γυναίκα έφυγε απ’τα χέρια μου,
Πέρασε τόσον καιρό να λιώνει
Στο ισχνό φως της λάμπας.
Η καρδιά μου παλεύει για τη συνέχεια,
Αλλά οι καρδιές υποφέρουν βασανιστήρια
Στα κλουβιά τους.
Δε θέλω άλλο τίποτα. Δίνω το σπίτι μου
Στους αρουραίους, στα χόρτα, στους εχθρούς•
Που φτιάχνουν την εικόνα μου
Γκρεμίζοντας τα τούβλα εκεί όπου
Ο ιδρώτας μου δεν έχει ακόμα στεγνώσει.
Οσμίζομαι τη νύχτα του τάφου μου
Γιατί χάθηκε η φωτιά απ’τον Πλανήτη μας.

Απόσπασμα από το Les feux de la planète*, (1977)

*Les feux de la planète: οι φωτιές του πλανήτη