Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 21

Αφιέρωμα στην αφρικανική ποίηση: Βερβέρικα ποιήματα από την Καμπυλία

Μεταφράζει η Αγγελική Δημουλή
Στο παρόν τεύχος παρουσιάζουμε το πρώτο μέρος του αφιερώματος στην ποίηση της Αφρικής.Ξεκινάμε με τα ποιήματα-τραγούδια της Καμπυλίας, περιοχή στη βορειοανατολική ακτή της Αλγερίας, κοντά στα σύνορα με την Τυνησία. Η ποίηση της Καμπυλίας είναι δημώδης και προφορική. Οι ποιητές της περιοχής μεταδίδουν τα ποιήματα από πατέρα σε γιο κι από μητέρα σε κόρη και τα απαγγέλουν ή τα τραγουδούν κατά περίσταση. Εκείνος που έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει τα ποιήματα, θεωρείται ότι έχει το χρίσμα του ΑSEFROU (1), έχει δηλαδή ιδιαίτερες ικανότητες που συμβάλλουν ώστε να διανθίσει όπου εκείνος κρίνει απαραίτητο τους στίχους. Οι ΑSEFROU δεν ξέρουν ούτε να γράφουν ούτε να διαβάζουν οπότε όλη η διαδικασία γίνεται από μνήμης. Η καταγραφή των ποιημάτων έγινε από τον αλγερινό λογοτέχνη, ποιητή και δημοσιογράφο, Jean Amrouche,  ο οποίος καταγόταν κατά το ήμισυ από την Καμπυλία.

«Τα βερβέρικα, η γλώσσα στην οποία απαγγέλονται τα ποιήματα δεν είναι μια γλώσσα για διανοούμενους αλλά αποτελούν ένα ποιητικό εργαλείο πρώτης γραμμής (2)», τονίζεται στην εισαγωγή της μοναδικής ανθολογίας με καταγεγραμμένα βερβέρικα ποιήματα. Οι εικόνες των ποιημάτων είναι πολύ δυνατές και τα ποιήματα είναι απαλλαγμένα από οποιαδήποτε ρητορική ή λογοτεχνική επίφαση. Η θεματολογία τους είναι άρρηκτα δεμένη με την καθημερινή ζωή και τη γη. Κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζει μια μόνιμη αίσθηση εξορίας που έχουν οι αυτόχθονες της περιοχής. Είτε πρόκειται για ρεαλιστική αίσθηση που λόγω των κοινωνικοπολιτικών και οικονομικών συνθηκών μεγάλο μέρος του πληθυσμού αναγκάζεται να μεταναστεύσει είτε αφορά σ’ένα δεύτερο επίπεδο, μεταφυσικό και στη μόνιμη αίσθηση που φαίνεται να έχει ο κάτοικος της Καμπυλίας, να νιώθει μετέωρος, σε μια διαρκή εξορία. Ο θάνατος κι ο Θεός εμφανίζονται σε πολλά ποιήματα καθώς και η μητρική αγάπη όπως κι ο ανεκπλήρωτος έρωτας. Η πατρίδα, ο αποχωρισμός και ο φόβος του θανάτου σε μια ξένη γη αποτελούν ισχυρούς θεματικούς άξονες της ποίησης της Καμπυλίας. Ο εξόριστος, ο dh’aghrib είναι καταδικασμένος να υποφέρει αιώνια, σωματικά και ψυχικά. Όπως διαπιστώνεται και στα παρακάτω ποιήματα η ταχύτατη διαδοχή των εικόνων δίνει ζωντάνια και η απλότητα με την οποία αποδίδονται τα καταφέρνει να αιχμαλωτίσει τον αναγνώστη. Η παράδοση έχει ισχυρή θέση στην κοινωνία της Καμπυλίας και μπορεί να ανατρέψει έναν έρωτα που θεωρείται αταίριαστος ή να ενισχύσει κάποιον άλλο.

Τα ποιήματα που επιλέξαμε να μεταφράσουμε άπτονται των παραπάνω θεμάτων. Είναι άτιτλα εφόσον εκπροσωπούν την συλλογική μνήμη και δημιουργία μιας ολόκληρης περιοχής.

Είπα σ’ όποιον δεν πόνεσε τον πόνο μου
Και γέλασε

Είπα σε κάποιον που υπέφερε πόσο πονώ
Και έγειρε κοντά μου

Τα δάκρυά του κύλησαν πριν από τα δικά μου
Ήταν πληγωμένος

*

Να στέρξετε διάνοιες της Δύσης
Γιατί δεν πίστευε στην εξορία
Τη μέρα που έφευγε.

Το δέρμα του από χρυσό κι από διαμάντι
Δεν κρύβει κανένα ψέμα
Κι είναι ψηλός σαν φοίνικας της ερήμου.

Ας γράψουμε στο άσπρο φύλλο
Ας ικετέυσουμε το τραίνο που τον φέρει
Τον αδελφό μου να προσέξει.

*

Σπάστε βουνά, θρυμματιστείτε
Που με χωρίσατε απ’ τους δικούς μου.

Αφήστε μπροστά μου να φανεί ο δρόμος
Που πάει στου πατέρα μου τη χώρα,

Μάταια παλεύεω στη δουλειά:
Η καρδιά μου είναι αιχμάλωτη εκεί.

*

Πάει καιρός που δε σ’ είδα
Χώρα μου!

Είχα φυτεύσει μια ροδιά:
Θα έλαμπε το βλέμμα αν
Την έβλεπα να μεγαλώνει.

Μητέρα πολυαγαπημένη εξαιτίας σου,
Η καρδιά μου στα τέσσερα είναι σπασμένη.

*

Με φωνάζουν παράνομο.

Βλέπω τα βάσανά μου να τελειώνουν
Και ανάβω τσιγάρο
Στου κάθε λόφου την κορυφή.

Κάθε τροφή στο στόμα μου
Έχει της πικροδάφνης την πικράδα•
Το κρασί μοιάζει με ξινισμένο γάλα.

Εγκατέλειψα τους γονείς μου
Κι έχασα τη μνήμη της ζωής τους.
Προστάτιδες διάνοιες, ελάτε μαζί μου!

Για την Αϊνί τρελάθηκα:
Απ’όλα αποκομμένος, όλα τα συγχωρώ,
Εκτός απ’την καταραμένη φτώχεια μου.

*

Μάταια τρέχω από δρόμο σε δρόμο
Έχοντας ψάξει σε κάθε χωριό
Δἰχως ν΄ακούσω τη φωνή της.

Μίλησα στην γρια μητέρα της:
Και μου ‘πε: είναι στους θείους της.

Είστε μάρτυρες άνθρωποι του πλήθους:
Η ψυχή μου έφυγε μαζί της!

Θεέ μου, Θεέ μου, Θεέ μου!
Υπόμεινε κι ο πόνος θα περάσει.

Τα λόγια φεύγουν,
Η ουσία μένει στο βάθος της καρδιάς.

*

Θηλυκό γεράκι, κυρά του αέρα,
Είναι το πρόσωπό σου σαν σεληνόφως όμορφο.

Κι αν ψάχνεις την προδοσία,
Τη μεγάλη μέρα τολμώ να σε ανακαλύψω.

Στη δουλειά έπρεπε το χαλί να ‘ναι έτοιμο•
Ο κόσμος συνέχεια σε κοιτάει:
Θα δείξεις ποια είσαι;

*

κλαίω• κλαις!
Κανείς δεν μπορεί τον άλλο να παρηγορήσει!

Μοιάζεις με σμαράγδινο μετάξι
που ‘χει από μακριά έρθει σε κουτιά.

Ο ένας είναι για τον άλλο•
Δε συναντηθήκαμε ακόμα!

*

Σε ικετεύω πουλί με τα μπλε μάτια,
Στάσου στο παράθυρο
Της αγαπημένης μου

Κοντά της καίει μια λάμπα,
Το δωμάτιο γεμίζει μυρωδιά από κεχριμπάρι
Το κρεβάτι είν’ απ’ τα χέρια της φτιαγμένο.

Μαζί της να κοιμηθώ ως το πρωί,
Ανάμεσα σε γέλια και παιχνίδια
Εφτά μέρες χωρίς να ξυπνήσω!

*

Θα μ’ άρεσε σαύρα να γινόμουν:

Σαν ψάρι,
στον τοίχο θα γλιστρούσα.

Κοντά σου, νεαρό κορίτσι,
Τα μάτια μου θ’ ακολουθούσαν τις κινήσεις σου.

Θα φίλαγα το στόμα το μικρό σου...
Κι αν κοιμόσουν θα σε ξυπνούσα.

*

Μάζευε σύκα της Βαρβαρίας,
Μ’ ένα καλάμι στο χέρι.

Θα ετοιμαζόμουν να της πω...
Αλλά ξέσπασε σε γέλια,
Με μάτια σαν κάρβουνο που λάμπουν
Κορίτσι με το μακρύ κεχριμπαρένιο
Κολιέ μέχρι τη ζώνη σου.

Τη λένε Ουάρντια.

*

Ρίχτηκε στο χορό.
Κανείς μας  δεν ξέρει τ’ όνομα της.
Μ’ ένα ασημένιο φυλαχτό
Ανάμεσα στα στήθη.

Ρίχτηκε στο χορό.
Δαχτυλίδια κουδουνίζουν
Βραχιόλια μαζί-στους αστραγάλους.

Πούλησα για χάρη της
Ένα χωράφι μήλα.

*

Ρίχτηκε στο χορό.
Ξέφυγαν μόνο τα μαλλιά της.

Πούλησα για χάρη της
Όλες μου τις ελιές.
Ρίχτηκε στο χορό,
Λαμποκοπάει το κολιέ της.

Για χάρη της επούλησα
Ένα χωράφι σύκα.

Ρίχτηκε στο χορό,
Μ’ ένα χαμόγελο που ανθίζει.

Πούλησα για κείνη
Όλες τις πορτοκαλιές μου.

*

Αν ο Αλί, ο μεγάλος αδελφός μου,
Δεν ήταν αφέντης και τύραννός μου,
Θα ήτανε γυναίκα μου εκείνη π’ αγαπούσα.

Μα ζήτησαν τόσα πολλά
Κι αν είχα άδειο πορτοφόλι
Όλη τη γη μου θα την πουλούσα.

Βλέπω τη μέρα που την πήρε
Κι ο πόνος βρυχάται στην καρδιά μου
Αδέλφια μου, ποιος θα με παρηγορήσει;

*

Ο πάνθηρας βρυχήθηκε
Στην εποχή του ζευγαρώματος.
Γύρω της σε κύκλο τ’ άγρια ζώα.
Κι είπε: στον τολμηρότερο θ’ ανήκω.

Από το δειλινό ως το μαύρο βράδυ
Πέφτει το χιόνι βαριές νιφάδες
Στα κλαδιά.

Η γη καλύφθηκε ομοιόμορφα,
στα υψίπεδα στα βουνά της Μπουχάλφα.

Κανείς δε θα παντρευτεί την αδελφή της εκλογής του
Μα τη γυναίκα της μοίρας του.
Θα ‘ναι χαρούμενη γι’ αυτόν!

Παραπομπές:
(1) Jean, Amrouche, Chants Berbères de Kabylie, L’Harmattan, 1988, σελ. 37.
(2) Jean, Amrouche, Chants Berbères de Kabylie, L’Harmattan, 1988.