Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 19

Ανθολογία σύγχρονης ισπανόφωνης ποίησης στα ελληνικά Μέρος Γ'

Mεταφράζει η Άτη Σολέρτη
-διαβάστε το α' και το β' μέρος της ανθολογίας-
Χαβιέρ Μέριντα Ροντρίγκες
http://librotarios.blogspot.com.es/


ο αθεράπευτος

μου επιβλήθηκε αυτό το σκοτεινό της μοναξιάς σομπρέρο
και ρίχτηκα αργά στους δρόμους
χαμένος για να προχωρήσω με το μπαστούνι μου των φόβων

κοιτάζω τις βιτρίνες
μες στις οποίες βράζουν χαμόγελα χωρίς πρόσωπο και με βλέπω
σαν μέσα σε έναν καθρέφτη αιώνιο στον οποίο κανένας δεν παρίσταται
από την άλλη πλευρά

πηγαίνω προαισθανόμενος την πτώση των πουλιών
που κρέμονται απ’ τα δέντρα σαν αυτόχειρες λεπτοί
της αυγής
ο πικρός κι αδιαφανής χρόνος που κατοικούν οι μύγες

φτάνω στην αδειανή από παρηγοριές πλατεία
χωρίς μητέρες που καταβροχθίζουν με τις κραυγές τους τον άερα
χωρίς παιδιά που πεθαίνουν από την επιθυμία
να φιλήσουν τον ορίζοντα των δακρύων τους

εγώ δεν περιμένω κανέναν

σιγοτραγουδώ ενώ ανεβαίνω τα σκαλιά
που μου άφησε η βροχή από το πουθενά
για να φτάσω στο κέρας το πιο απομακρυσμένο της σελήνης

κάθομαι
καπνίζω ένα τσιγάρο

και στη δειλία μου επιστρέφω

(Από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή “ίχνος από λαχτάρες”)

η άλλη πλευρά της βροχής

γκρίζο της φυλακής ενώπιόν μου
κάγκελα που δεν παύουνε να κλαίνε
κι εσύ στην άλλη πλευρά
χέρι εκτεταμένο
που με ψάχνει

δεν αναγνωρίζω τα δάχτυλά σου
συνεχίζω να μην σ’ ακούω
και μόνο ένα βήμα
με χωρίζει
απ’ το να διακρίνω το παλτό σου

όντας εδώ σταματημένος
είναι ο τρόπος μου να δραπετεύω
όταν υπάρχουν ακόμα πράγματα για να κάνω
για να πω
αγνοώ το χρώμα των λέξεων

εκτείνω το χέρι μου
κοίτα κι εγώ επίσης σε ψάχνω
αλλά εσύ δεν με βλέπεις που σε ψάχνω
σου κάνω σήματα
δεν γνωρίζεις τη γλώσσα

η άλλη πλευρά της βροχής
είναι ένα σύνορο χωρίς αφίσες
του απαγορευμένου περάσματος
που περιμένει το πέρασμα
ενός παρανόμου

αλλά σε αυτούς τους βάλτους
ποτέ δεν πιάνεις πάτο

(Από το βιβλίο “η άλλη πλευρά της βροχής”, εκδόσεις Bubok 2011)

μάτι του χρόνου

υπάρχει ένα μάτι του χρόνου που με παρατηρεί
από άλλο χρόνο

ωχρό και μόνο
καβάλα καθισμένο πάνω στις φλέβες μου

μια χαραμάδα στων ριζών μου τον χρόνο
ένα μέρος ξένο οπουδήποτε

ένα πρόσωπο ένα παρωνύμιο
ένας πάσσαλος από κομματιασμένο τυφώνα

διαχωρίζοντας αυτή την έρημη καρδιά
ενταφιάζοντας θάλασσες κι ακροπόλεις

με κοιτάζει απ’ όλη την παιδική ηλικία που έγινε πια αφρός
από σύννεφα περαστικά που χαϊδεύουν τα βλέφαρά μου

κι αφήνει να πέσει κάποια από τις βλεφαρίδες του
βελόνες καρφωμένες στο κρύο δέρμα των ωρών

υπάρχει ένα μάτι του χρόνου που αποφεύγει
το βλέμμα μου όταν πρόσωπο με πρόσωπο το ανακαλύπτω

παραδίνομαι επομένως στην ισχύ της συγκράτησής μου
και χωρίς να διασχίσω τη χλιαρή γωνία προς την εύρεσή του

διαλύομαι στην πιο αραιή παράλυση
σαν ομίχλη που θα έπρεπε να με αφήσει

για πάντα σε αυτή τη γωνία
σε πλήρη συνέπεια του χειμώνα

υπάρχει ένα μάτι του χρόνου
που κλείνει αμείλικτο

και με ελευθερώνει

(Από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή “χρησμός”, 2012)

Ο Χαβιέρ Μέριντα Ροντρίγκες [Javier Mérida Rodríguez] (Σάντα Κρούζ, Τενερίφη, 1977), έχει εκδώσει 3 βιβλία και ποιήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες ποίησης. Έχει συμμετάσχει σε πολλά λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά δρώμενα, βραδιές αφιερωμένες στη λογοτεχνία και στην ποίηση. Έχει προλογίσει βιβλία και έχει συνεργαστεί με λογοτεχνικά περιοδικά. Είναι μέλος της κολεκτίβας καλλιτεχνών “Potaje Producciones”. Επίσης ήταν καλεσμένος το 2009 στο Συνέδριο Νέων Συγγραφέων των Κανάριων Νησιών από το Ίδρυμα IDECO.

Σέρχιο Μπαρρέτο Ερνάντες
http://sergiobarretohernandez.blogspot.com.es/


Κι ο Οδυσσέας, μετανιωμένος, μίλησε στον εαυτό του

Αφού ποδοπάτησα το χρόνο, σύντροφε,
περάσαμε τόσα χρόνια εξόριστοι

που αγνοώ τους έξαλλους ουρλιάζοντες
της φρουρού Αργούς μου

ή πως θα προϋπαντήσουνε το βρώμικο πρόσωπό μου
τα μαραμένα πλέον μάτια της Ευρύκλειας.

Αφού ποδοπάτησα το χρόνο
και με ονόμασα κανένα μπροστά στους Κύκλωπες

κι αναζωπύρωσα το μίσος των θεών
συντρίβομαι μπροστά στους πλανερούς πρίγκηπες

χωρίς να αποκαλύψω το αίνιγμά μου στους παρόντες
ούτε να ρωτήσω ποιανού είναι αυτό το βασίλειο.

Ωστόσο κι από μόνη της η απάντηση
προκύπτει από το βασανισμένο μου στόμα

όταν ακούω πως εδώ σε αυτόν τον οίκο
κανένας δεν γνωρίζει τον άθλιο φιλοξενούμενο

που άφησε τη ράβδο του πίσω απ’ την πόρτα
και τώρα στο τραπέζι προσμένει το συσσίτιο.

Αφού ποδοπάτησα το χρόνο, σύντροφε,
παρευρίσκομαι στης σκιάς τα συμπόσια

όπου οι νεκροί μου τα κύπελλά τους γεμίζουνε με αίμα
όντας εκείνα τα κύπελλα ένα ανάμεσα στα δικά μου χέρια

και όντας εκείνο το χυμένο αίμα
όχι κάτι παραπάνω από ένα παλαιό κρασί που στάζει.

Και είναι που αργά καταλαβαίνω πως στο φόβο
επίσης κείτεται η ανάμνηση του παρελθόντος

όπως κείτονται οι νεκροί που αναπαράγουμε
φέροντας τη σημαία μιας πατρίδας

που τώρα είναι μόνο καταφύγιο του τίποτα,
στάχτη που μέσα στη σκόνη συγχέεται.

Αφού ποδοπάτησα το χρόνο, σύντροφε,
κι ήπια ενάντια στην Κίρκη το βοτάνι

κι αναζωπύρωσα τη φωτιά των θεών
και νίκησα το όνειρο των λωτών

έχω ανάγκη στην εξουσία σου να κληροδοτήσω
αυτά τα όπλα από οξειδωμένες λεπίδες

για να τα θάψεις πολύ βαθιά
κάτω απ’ της γης μου τα αμπέλια τα λευκά,

εκεί, ακριβώς όπου ο Απόλλωνας
υφαίνει για τους νεκρούς το Μονοπάτι.

Γκρίζο σπίτι

Για τον Αλεχάντρο Ροντρίγκες-Ρεφόχο

ΔΙΑΠΕΡΝΩΝΤΑΣ τη σκιά που ανυψώνεται
πάνω απ’ τον κόκκινο ορίζοντα της εσπέρας
από την καστανιά κι από τις λεύκες πιο πέρα
που ο πάγος έχει διαλύσει˙

διαπερνώντας το σπίτι όπου ο αέρας
και ο λειχήνας και το κύπελλο κι η υγρασία
τη θλίψη τους μοιράζονται γύρω από ένα κέντρο
πηκτό και διάφανο όπως ο φόβος.

Κοντά στη μαύρη πόρτα
αφήνωντας τις κουρασμένες μας ιδιοκτησίες,
τα βρώμικα εργαλεία μας,
το παράλογο ρολόι μας,
και το παλτό, που κρεμασμένο όπως ένας λύκος,
εγκλείει την αποστολή του ενάντια στους κύκλους,
αιώνια κείτεται μες στα ντουλάπια.

Στα δωμάτια της ατιμίας
μην ανακτώντας το χρόνο ούτε ελπίζοντας,
αφού πια πρέπει να ξέρεις πως μέσα στο κενό
παραμένει ένα ίχνος χωρίς μονοπάτι,
ένας κάλυκας γεμάτος σιωπή.

Διαπερνώντας τη σκιά που ανεγείρεται
όπως το άσμα ενός πουλιού νυχτερινού
όταν το ρήμα από τη μάσκα του απομακρύνεται
κι ανθίζουν αειθαλείς σε κάθε πράξη.

Προχωρώντας σε διαδρόμους σκονισμένους,
ανάμεσα σε γεράκια αποξηραμένα,
αδέξιες βαλλίστρες
και πτέρυγες προγονικές
γεμάτες από νυχτερίδες.

Χωρίς να ερμηνεύονται χαρτιά από περατωμένους χρόνους.
Χωρίς να γράφεται πως στο λυγμό
έγινες σύντροφος του τίποτα.

Διαπερνώντας το σπίτι των ηχών,
αν και το πορτρέτο την εγκατάλειψή του επιπλήττει
και μέσα στο ιερό
το σκοτάδι διεισδύει, βεβηλώνοντας
το διάδημα από ασήμι, την καμέα.

Ναί, πηγαίνοντας προς την καρδιά του διηνεκούς
πιο πέρα από την καστανιά και από τις λεύκες
που ο πάγος διέλυσε˙
διαβάζοντας ίσως το σκελετό των βοδιών,
την ταλαντωμένη κάτω πλευρά των αμυγδαλιών,
τον ιερό οφθαλμό των πουλιών.

Διαπερνώντας το διαχρονικό σπίτι
με το πρόσωπο συντετριμμένο και το βλέμμα
εκείνου που είδε τους κένταυρους,
τους όμορφους κένταυρους να εξαφανίζονται
από τους πλατείς οπωρώνες της παιδικής του ηλικίας.

Οι φρουροί

ΑΠ’ ΤΟΥΣ ψηλούς πύργους του σπιτικού μου
ακούω το σκοτεινό ιδίωμα της νύχτας.

Έχω φτάσει ως εδώ
με μοναχικά βήματα, χωρίς φόβο για τις αναβάσεις,
για το βαθύ ίλιγγο, για τις σφίγγες
που υφαίνουν για τον άνθρωπο τα αινίγματα.

Κάτω, οι λόφοι του χωριού μου
εκτείνονται κάτω απ’ τον σταχτερό μανδύα
από λεύκες και κυπαρίσσια, καστανιές και κερασφόρες οχιές.

Οι σωρείτες του βορρά
κολλάνε γύρω από τις κορυφές του βασάλτη
και πάνω σ’ αυτούς ο ασημένιος φάρος της σελήνης
σχίζει τις στάχτες
του κόσμου που βραδιάζει.

Έχω φτάσει ως εδώ
αντιμετωπίζοντας τον εαυτό μου στο ναό της αισχύνης,
στους αρχαίους θεούς της πορείας,
στη ρίζα του αίματός μου...

Πιο πέρα, όπου το μάτι καταστρέφεται
και ο χρόνος παραμορφώνει
τους αδιάλλακτους σιωπηλούς του νόμους,
διαισθάνομαι την παρουσία των παλιών Φρουρών
γαντζωμένων στον τρεμάμενο άερα
και στον αόρατο κύκλο των άστρων.

Το εκκωφαντικό λαούτο των καταιγίδων
μαζί με τον αδιάλλακτο ήχο των βροχών
γίνονται όργανα μέσα στα χέρια τους
οργανοπαίχτες της μέρας και της νύχτας˙
κι έτσι πάνω στις κορυφές τους αιφνιδιασμούς τους εκτυλίσσουν
και παίζουν στο χορό όπως ορδές στρατιωτών
που γνωρίζουν το θάνατό τους και τον δέχονται με υπερηφάνεια.

Απ’ τους ψηλούς πύργους του σπιτικού μου
έντρομος το ύψος σας ατενίζω
και γεννάω με κατεύθυνση τον νου μου, Φρουροί
στη νύχτα σαν σκιές προσκολλημένοι
που τα κορμιά σας συγχωνεύονται χωρίς γιατρειά.

Εσείς που μαστιγώνετε
το όνειρο και την αγρύπνια των ανθρώπων
τα δόγματά τους πυρπολώντας, θεμελιώνοντας
το φόβο στο φως του βλέμματος˙

εσείς που απ’ τη θεά παρατηρήσατε
την απόλυτη σιωπή
πίσω απ’ το πέπλο της από ασύλληπτο αφρό:
ποιο θέμα λαμπρό
ποια γλώσσα ουράνια
σας διατήρησε εκκρεμείς και μακρινούς
κατά τη διάρκεια τόσων κίτρινων φεγγαριών.

Είστε μήπως το μονοπάτι ή το ίχνος του μονοπατιού,
η σκιαγραφημένη πορεία από τον ήλιο
μετά τη μάχη
ή οι υποβολείς που κρύβονται
πίσω απ’ το πυκνό σκοτάδι των δασών;

Ίσως οποιαδήποτε ερώτηση να είναι ανάξια
να μπει στη δική σας σφαίρα
κι όλες οι απαντήσεις ανήθικα νεκροταφεία
από πινακίδες που ενσωματώνονται στο τίποτα˙

ίσως για να πλησιάσουμε σ’ εσάς
και να διακινδυνεύσουμε μες στο κενό το δικό μας ρήμα
να πρέπει να παραδοθούμε σε άλλο χρόνο,
προτού ανοίξει μες στα φρύγανα
η αναπόφευκτη τρύπα
και καθοδηγήσουνε τις κόρες στον ιππέα,
όταν σηκώναμε κύκλους από πέτρα
και διαβάζαμε τον κόσμο στα πεσμένα φύλλα.

Παράξενοι Φρουροί:
επιτρέψτε ο νούς μου να αποκωδικοποιήσει τα δώρα σας
σαν τίποτα να μην είχε λάβει πρωτύτερα χώρα,
σαν αυτοί οι λόφοι από χρώμα ασημί,
αυτό το σπιτικό και αυτός ο πύργος
να μην υπήρχαν σε εμένα όπως δεν υπάρχει
η σιωπή στον άνεμο όταν εισβάλλει
η εξουσία της αστραπής και η φωνή του.

Μόνο έτσι θα ανοίξουν
οι ασυνήθεις σπηλιές που διαχωρίζουν
το Όν από την ύλη του
κι εγώ θα αντιληφθώ τις κυριαρχίες σας
με το μάτι του Αδάμ και τη βεβαιότητα
του Ηράκλειτου του σκοτεινού.

Ναι, εγώ ανέβηκα στο ίδιο επίπεδο με τα γεράκια,
κοιτάζοντας κατά πρόσωπο τον σπουργογέρακα.

Σήμερα κρέμεται απ’ το λαιμό μου
το απαρχαιωμένο κλειδί του φωτός.

Απ’ το ψηλό σας ζενίθ ατενίζετε,
ευκρινείς Φρουροί,
τα κύρια σημεία όλου αυτού που υπάρχει
προβάλλοντας τη ζωή και το θάνατο,
τη σκιά και την εμφάνιση,
τον παγετώνα και την πυρά
πάνω απ’ την εύθραυστη αυλαία της ύλης.

(Από το βιβλίο “Οι φρουροί”, εκδόσεις Idea, 2011)

Ο Σέρχιο Μπαρρέτο Ερνάντες [Sergio Barreto Hernández] (Σάντα Κρούζ, Τενερίφη, 1984), έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές και ένα βιβλίο αφορισμών και ποιητικής πρόζας. Για το έργο του τιμήθηκε το 2011 με το βραβείο ποίησης Emeterio Gutiérrez Albelo. Συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά σχετικά με τη λογοτεχνία.

Νατάλια Λιτβίνοβα
http://www.animalesenbruto.blogspot.com.ar/


φτερούγισμα της ομιλίας

φτερουγίζοντας την πτώση μου μαζί με το πιτσούνι που πέφτει.
χτυπώντας το πρόσωπό μου που είναι σαν πουλιού κόντρα στο πάτωμα.
δεν ξέρω να πετώ πατέρα δεν ξέρω
και αναπνέω δύσκολα πατέρα, έχω λέπια,
τάση να γίνω νυχτοπεταλούδα ενώ έχω σώμα
έκαψα τα εντόσθια της μητέρας μου
για να γεννηθώ με φτερούγισμα από ιερή ομιλία,
αλλά κατήγγειλα αυτό που δεν ήταν ηχηρό
κι έπεσα μαζί με το πιτσούνι
που γεννήθηκε στο πρόσωπό μου που μοιάζει με πουλί αλλοδαπό.
ο πατέρας μου μου είπε πως είχα φτερά
κι εγώ κολύμπησα
μητέρα.

γκόμελ

ο παππούς μου το μόνο που έκανε ήταν να ξυρίζεται και να τρέμει
μπροστά στην τηλεόραση.

ο πατέρας μου όλα τα πρωινά χανόταν στον κάμπο,
μετατρεπόμενος  σ’ ένα σημείο τρισδιάστατο απ’ το χιόνι.

επέστρεφε με ένα μυσταγωγικό χαμόγελο στο πρόσωπό του και κανείς
δεν ήξερε γιατί.

το καλοκαίρι επίσης αυτό το ίδιο χαμόγελο και φρουτάκια
μες στα χέρια του, την άνοιξη βατόμουρα.

το χαμόγελο του πατέρα μου έφερνε θαυμάσια φρούτα.

ο παππούς μου έτρεμε κάθε μέρα περισσότερο, το κεφάλι του ξανάπεφτε
σαν μαντολίνο κι ορθωνόταν σαν ένα πιάνο.

μια μέρα ο πατέρας μου γύρισε με μήλα

ο παππούς μου βρήκε το κλειδί της σιωπής.

τα μάτια σου έχουν γίνει το σταχτοδοχείο μου

μέρες και νύχτες σου έχω γράψει, η πρώτη φράση ήταν δεν υπάρχει η Ρωσία, το Παρίσι δεν υπάρχει.

χέρια γίνονται όλο και πιο πολύ αόρατα, το να σε φιλήσω είναι να φιλήσω έναν άσπρο τοίχο,
και δεν έχουμε φιληθεί.

κοιτάζω αυτό το σώμα το τόσο σώμα, πόσοι το έχουν αγαπήσει (ποιος θα μπορούσε να αγαπήσει ένα χαμένο κορμί;), πόσοι πρώιμοι χειμώνες γιόρτασαν στην κοιλιά του.

στο περιθώριο αυτού  του φύλλου γράφεται  η ζωή μου, και τρομάζει και ποίηση επιχειρεί,
επιχειρεί καθαρό στίχο που αποτυγχάνει και γίνεται πάλι κορμί.

διαβάζω τη διαθήκη του Κάφκα σαν μοναδικό γράμμα αγάπης. σύντομα στο Παρίσι θα πέσει το χιόνι. στη Ρωσία επίσης, άλλο χιόνι. Η άνοιξη απ’ την κοιλιά θα ‘ρθεί.

αυτοί που με έχουν αγαπήσει θα επιχειρήσουν να γυρίσουν σε μένα με τη βία.

αγαπημένε, τα μάτια σου έχουν γίνει το σταχτοδοχείο μου. το να σε φιλήσω είναι να φιλήσω το μειονέκτημα
του χρόνου.

διαβάζω τη διαθήκη του Κάφκα, το μόνο που μου μένει.
ενώ, ήρεμοι επιστρέφουν αυτοί που με θέλουν αγία και γυμνή.

(Από το βιβλίο “Στεπική”, εκδόσεις Dock, 2010)

Η Νατάλια Λιτβίνοβα [Natalia Litvinova] (Γκόμελ, Λευκορωσία, 1986), ζει στην Αργεντινή. Είναι ποιήτρια και μεταφράστρια ρώσων ποιητών (Αχμάτοβα, Μάντελσταμ, Γεσένιν κλπ). Έχει εκδώσει δύο βιβλία, ένα εκ των οποίων έχει μεταφραστεί στα γαλλικά και έχει μεταφράσει επίσης μία ανθολογία ρωσικής ποίησης.

Εζεκιέλ Ζάιντενμπεργκ
http://zaidenwerg.blogspot.gr/


Δόξα

Έμεινα και ξέχασα πως έπρεπε να είχα μείνει,
δουλεύοντας, πιθανώς. Και άνοιξα τα μάτια, μέγας,
έκανα μια τέντα με τους αγκώνες και τη συνάντηση των χεριών.
Έβαλα στην κορυφή το πρόσωπο. Εκείνη η ταινία η λειαντική,
το τριχοειδές φωτοστέφανο που αρχίζει να μου τρεμοπαίζει ανάμεσα στις παλάμες, εκείνο
δεν μπορεί να είναι η δόξα μου. Δεν με δοξάζω σε τίποτα
που προειδοποιεί όταν πάει να εκδηλωθεί˙
ή ποτέ δεν με δόξασα, ή ποτέ δεν ήξερα σε τι να με δοξάσω,
και πώς. Κι αυτά τα μάτια,
το δέρμα της μύτης, οι κοχλίες των αυτιών,
το κοντό ποτήρι του νερού της συνείδησης, εκείνο
μόνο μπορώ να το δω όταν στον καθρέφτη με κοιτώ,
ή το βλέπουν οι υπόλοιποι χωρίς εγώ να κοιτάζω,
ή με κοιτάζω μες στους άλλους. Κι είναι καλά που είναι έτσι,
υποθέτω. Πού βρίσκεται ο βράχος μου,
ρωτάω τον εαυτό μου, η δύναμή μου, ο ογκόλιθός μου, επομένως;
Πρέπει να υπάρχει κάποιο πράγμα σε μένα που λάμπει πιο
πέρα από μένα, ή κάποια φορά θα το κάνει, ή το έχει κάνει,
ίσως χωρίς να το συνειδητοποιήσω εγώ. Και κάτι μου ‘ρχεται στο μυαλό:
όταν ήμουν ένα έμβρυο, όταν με έκαναν,
η θηλιά του επιθηλίου που επιχειρούσε, ξένη σε μένα,
να παραστήσει την απλή μορφή που ήμουν εγώ, κοιτούσε ολόκληρη προς τα έξω,
ένας σωλήνας αναποδογυρισμένος, αναποδογυρισμένος εκ νέου,
με το στομάχι και το συκώτι αδιαχώριστα, και τα αυτιά και το στόμα:
η ίδια επιφάνεια, ένα γάντι μόνο,
μοναδικό σφουγγάρι σε σχήμα λουλουδιού τοποθετημένο πάνω στον ίδιο, μοναδικό, άξονα,
φυσιογνωμία καθαρή στον ποικιλόχρωμο αέρα της κοιλιάς της μαμάς.
Έπρεπε να υπήρχε μια λάμψη εκεί που χάθηκε όταν το πια διαμορφωμένο πρόσωπο
κατάπιε όλο το υπόλοιπο, όταν από ντροπή που δεν μου έδωσαν επιλογή
-ίσως το τεχνούργημα αξιώνει στον τεχνίτη: “γιατί με έκανες έτσι”;-
ένα υπόλοιπο εκείνης της χάρης κρύφτηκε στις διαδοχικές ξεδιπλωμένες διαστάσεις,
εκείνη η αύξηση κουφή απ’ την πυκνότητα και την οντότητα
που θα μου επέτρεπε να δω τον κόσμο σαν ένα κόσμο, αργότερα.
Και τώρα σκέφτομαι σε εκείνο το μέρος που έμεινε αχώνευτο,
και υπάρχει κάτι που με σέρνει, ένα ρεύμα υποδόριο ή κάτι
ίσως λιγότερο ιεροπρεπές, στο όνομα που μου έδωσαν
για να μου δώσει τη δύναμη. Κάλυψαν με ένα όνομα
άμεμπτα ισραηλιτικό ένα μισό από μένα.
Τι ήταν αυτό που ήθελαν, να ήξερα
πως αν ήθελα να μοιάσω περισσότερο σ’ αυτό που θα γινόμουν,
έπρεπε να γίνω από εκείνο διαφορετικός;
Η χάρη μου: ένας γλωσσοδέτης τελείως εβραϊκός.
Ίσως είχε να κάνει με κάτι σαν ένα Scrabble ταυτότητας,
σκέφτονταν πως θα έδιναν στο γιο τους περισσότερους πόντους στη ζωή
για τόσα ζήτα κι εκείνο το κάππα και το μπ;
Αν είχα κάποιο πράγμα σε μένα που δεν ήταν ταυτόσημο με τον εαυτό του,
δεν θα ήταν καλύτερα, ίσως, να κάνω ορατές τις ραφές;
Άμα στο κάτω κάτω της γραφής η μήτρα που με γέννησε
ποτέ δεν άκουσε να μιλάνε, από μικρή, για το γκέτο,
ούτε έπρεπε να ξέρει τι πράγμα είναι η εξορία με την ίδια της τη σάρκα
μέχρι που, εντάξει, εξορίστηκε ο μπαμπάς.
Αν επιπλέον, ήταν εκείνοι αυτοί που με ανάθρεψαν,
αυτοί της αραβικής πλευράς, του Λίβανου,
καθολικής, ή καθολικής με τον τρόπο τους, που διαγράφηκαν από το όνομά μου.
Εκείνοι επίσης είχαν το γιο τους στην εξορία:
ίσως επίσης εκείνος εγκατέστησε στην έρημο τη συμμαχία του,
και τον πήραν όπως τον Ηλία. Αλλά πλήρωσε το αίμα,
γιατί ήταν από άλλη φυλή. Και το σάρκωμα
του επίχρισε την πλάτη όπως ένας χάρτης.
Ήθελαν να γίνω εγώ ο Ελισσαίος τους, να έπαιρνα
τα δυο τρίτα μέρη της δικής του χάρης;
Τους ήρθε ακόμα, κάποιες φορές, να με φωνάξουν με το ίδιο το παρατσούκλι του.
Ήταν υπερβολικά για μένα, έναν άραβα απίθανο˙
για έναν ιουδαίο πλανεμένο, έναν δόλιο περιτομημένο,
που καθαγίασε τη συμμαχία του στο χειρουργείο
με τον ζηλότυπο θεό της φίμωσης
(θυμάμαι αυτό που ήταν, μια καμπάνα φουσκωμένη,
ένα ηλιοτρόπιο από νερό άμα ουρούσα ).
Ήταν υπερβολικά για μένα. Σκέφτηκα πως ήταν καλύτερα να κάνω
όπως με μια πληγή που ήθελε από μέσα να ραφτεί
για να αφήσει καλυμμένη την ουλή και να προστατεύσει καλύτερα
το δέρμα. Μου ‘σπασε τελοσπάντων. Πάχυνα και μου σχίστηκε,
σαν ένα κρυστάλλινο κύπελλο πολύ τραχύ. Γέμισε με αυλακώσεις,
ένα λεπτό πλέγμα, ασυνεχές, πάνω στο κατακόρυφο επίπεδο
από τις μασχάλες στους γλουτούς, ανάμειξη απ’ το σχέδιο
ενός γενεαλογικού δέντρου απογυμνωμένου από το φύλλωμά του
και το χάρτη του γονιδιώματος. Τι ή ποιον
έπρεπε να ενοχοποιήσει, τη γενετική, την εύθραστη επιδερμίδα της μαμάς,
η εκείνη την πρωτογενή αδέσμευτη δύναμη,
εκείνη η πρωταρχική δυσπεψία που θα έκανε από την αχωνεψιά
το κυριότερο απ’ τα πάθη μου; Η απάντηση
πάλευε για να πέσει σε τυφλό σάκο, μεταμφιεσμένη από έναν έμπιστο
σκεπτικισμό χωρίς σκοπό που, μετά
θα αποδείκνυε πως είναι μια δειλή αδαημοσύνη, αναδιπλωμένη
πάνω στην ίδια της την έλλειψη: την απέφευγε ή μόνο
την ανέβαλλε; Δεν ήξερα οτι ήξερε. Και διάλεξα να προσκολληθώ
στη διαίσθηση, λιγάκι επιπόλαιη και παιδαριώδης
που το γεωγραφικό μου κέντρο, το σπίτι μου, δεν μπορούσαν να είναι
το φατνιακό φυσερό και η λεπτή βεντάλια του πνεύματος.
Και τώρα, που μένω και που με ξεχνώ, που κάρφωσα
τη σκηνή μου με τους αγκώνες και τα μπράτσα, και το πρόσωπο βυθισμένο
ανάμεσα στις παλάμες, σαν μια στάμνα που πέφτει αναποδογυρισμένη
και που συντρίβεται, χωρίς να το ξέρει, δίπλα στην πηγή,
πέφτω σε μια ηλικία στην οποία χρειάζομαι
ένα αξιοπρεπές αντικατάστατο για την ψυχή:
για να με βάλει σε εγρήγορση και να ενθυμηθώ
και να με θυμηθώ. Ένα αξιοπρεπές υποκατάστατο ενός προσήλυτου
εξαναγκασμένου. Και το κάθισμα της αγάπης μου,
η έδρα της κρίσης μου, πρέπει να είναι, συνεπώς,
εκείνο το ηπατικό προπύργιο, η σκονισμένη δόξα,
των προπατόρων μου, εκείνων που δεν γύρισαν:
ο σάκος ο βαρύς, η κούφια πέτρα,
το βρώμικο κύπελλο μες στο οποίο αναμείχθηκαν.

(Από το βιβλίο Δόξα, εκδόσεις Vox, 2007)

Ο Εζεκιέλ Ζάιντενμπεργκ [Ezequiel Zaidenwerg] (Μπουένος Άιρες, 1981), είναι ποιητής και μεταφραστής. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές.

Μιγκέλ Άνχελ Αλόνσο
http://cuerpohabitado.blogspot.gr/


Ο Ηράκλειτος προβάλλει απ’το παράθυρο

Δεν είναι ομόφωνο το πρωινό, δεν επιμένει να κυριεύει
ένα μόνο πρόσωπο,
μάλλον περισσότερο αμφιβάλλει, σκαλίζει, αργοπορεί˙
ενώνει όλα τα δάχτυλά του σε ένα χάδι εξονυχιστικό
και ανά διαστήματα χτυπά σαν ένας πυγμάχος κυριευμένος από τους θεούς.
Η Έφεσσος συγκαλεί εντάσεις μυστικές, φωνές, καρπούς,
ναούς, παιδιά, νήες, αμφορείς,
οδούς που μοιάζουν πάπυροι φθαρμένοι, βρώμικοι˙
έμπορους μανδύων ομιλητικών.
Υπάρχει πολύ φως, ναι, πολύ φως,
αλλά αντικρουόμενο στο προφίλ των ελιών,
σε κάθε τοίχο ετοιμόρροπο.
Στις ανοιχτές πόρτες των σπιτιών αισθάνεται κανείς
την αναπνοή του μεσημεριού
σαν ένα σκύλο που λαγοκοιμάται
κάτω από την κηδεμονική σκιά του τυφλού χρόνου.
Τα πουλιά αφήνουν στον αέρα κόμπους, κάποιες φορές κηλίδες˙
προτιμούν να πετούν απ’ το να μένουν ακίνητα
ανάμεσα σε σταχτερά κλαδιά, ενόψει κουρνιάζουν
κι εκεί πέρα είναι πιστά, όχι τόσο στην ύλη
όπως στων βλεφάρων μας τη σύσπαση˙
όμοια θεούς κι ανθρώπους διαψεύδουν
μόνο με το να εκτείνουν
την ακόρεστη παρουσία των σωμάτων τους, τη νευρική λάμψη
που τα αφήνει στην ίδια την ακτή της τελειότητας.
(Η θάλασσα δεν παραδέχεται απομιμήσεις:
Ο Όμηρος το ονειρεύτηκε σαν ένα ακτινοβόλο αίνιγμα
στεφανωμένο από την πυκνότητα της άγριας
ομορφιάς, απ’ την ανάβλυση
των μυστικών χυμών, των καρπερών ράβδων.
Η θάλασσα, που μερικές φορές εγκαταλείπει τη γαλάζια της αθωότητα
για να λιμνάσει πίσω από τις λέξεις.
Τα ποτάμια, αντιθέτως, είναι μεταφορές
όπου ο χρόνος καταθέτει το σπέρμα του
που υπνοβατεί. Τα ποτάμια τρέφονται από πράγματα λαθραία,
από γέρικα φρούτα ζυμωμένα απ’ την έμμηνη ρύση
της μάνας Γαίας. Τα ποτάμια των αναρίθμητων προσώπων
πρησμένων απ’ τη διαφάνεια
και μέσα στα οποία ο Κρόνος ενταφιάζει τις μάσκες του
ταυτόχρονα όταν δαγκώνει τη γαλακτώδη σάρκα όλων των παιδιών του
για να την ξεράσει μετά
πάνω στη σπερματική του καύσωνα επιφάνεια).
Ξέρω πως όλα αυτά θα διαλυθούν,
ξέρω πως η κατάπληξή μου είναι περίπλοκη και δωρεάν,
ξέρω πως αυτό το καθαρό φως
θα καταλήξει να γίνει στάχτη και σήψη˙
θα τη ξεχάσω και θα ξεχαστώ.
Ξέρω πως ο χρόνος είναι ένα αντικείμενο σκληρό, άχρηστο, μυστηριώδες.
Ξέρω πως το όνομά μου θα αποκτήσει τη σύσταση ενός βότσαλου:
μέσα σε χίλια χρόνια θα είμαι – θα συνεχίσω να είμαι –
μια κηλίδα, μια παρερμηνεία, μια υπερβολή.
Μόνο αυτό το πρωινό πλησιάζει στην αλήθεια.

(Από τα Μεσημβρινά ίχνη)

[ανοίγω το βιβλίο της κοιλιάς σου]

ανοίγω το βιβλίο της κοιλιάς σου    τις σελίδες
από σένα    για να διαβάσω το σφυγμό χωρίς ηλικία
όπου αναπτύσσεται το οργανικό φως
αυτό που αγγίζω με την ίδια μου την αναπνοή
περιοδεύουσα    τίποτα δεν σου είναι ξένο
ούτε καν το βάρος του αόρατου
στο σωστό λεπτό να γίνει φρούτο
που δαγκώνουμε με όλο το κορμί
τυφλό από υγρασία και από τρέλα
προφέρω κάθε τόνο   κάθε μυελό
κάθε φωνήεν που κυβερνά τη συμπλεγματική
επιδερμίδα από πάντα   ακούω
προσεχτικά την άρθρωση που υπάρχει
στα οστά σου    το σιωπηλό δέντρο
που πάει απ’ τους μηρούς σου
μέχρι την τελευταία λέξη του αίματός μου

(Από το Κατοικημένο σώμα[1991-2009])

Γραμματική του θανάτου

Το σώμα μου θα ‘ρθει να γίνει
απλό ίζημα: μια λέξη
με άλλη σημασία,
ξεβαμμένη και γόνιμη
σε κάθε ένα από τα μέρη της,
αγκυροβολημένη σκιά
μουρμουρίζοντας ανάμεσα σε σκουλήκια.

Το σώμα σου θα ‘ρθει να γίνει
μια αδύναμη κατάληξη
της δυσωδίας και της αρμονίας˙
ένα χάσμα καλυμμένο από προνύμφες
διακριτικές, από κατακάθια.

Το σώμα του πια είναι, θα γίνει
μια συμφωνία κουραστική
με τη σάπια γη
της οποίας τα σωθικά θα συλλαβίσουμε
με τα ίδια
οστά, με τα νύχια τα ίδια
γυρίζοντας όπως
μια σβούρα πίσω από το χρόνο.

Το σώμα μας θα ‘ρθει να γίνει
η δευτερεύουσα πρόταση
της λάσπης και του οιωνού, πάντα,
ή τις περισσότερες φορές
σκουριά ονομαστική, φωνήεν κλειστό.

Το σώμα σας μονάχα
μια κιμωλία ταπεινή για να γράφουμε
στην άβυσσο μ’ εκείνη,

ένα πουλάκι έγκλειστο από
καμία πρόνοια˙

ερείπιο αποκρουστικό του αιώνιου
(ή του αιθέριου, μάλλον),
εκείνο θα ‘ρθει να γίνει.

Τα σώματά τους, τα σώματα εκείνων, ήδη
είναι, θα γίνουν λινοτυπίες ενεδρεύοντες
που ο θάνατος αγγίζει
με δάχτυλα ή γλώσσα από χαρτί.

(Από το Λόγια στα μάτια [2007-2010])

Ο Μιγκέλ Άνχελ Αλόνσο [Miguel Ángel Alonso] (Βαλέρα, Βενεζουέλα, 1970),  ζει στην Τενερίφη. Έχει σπουδάσει Ισπανική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Λαγκούνα και κάνει διδακτορικό πάνω στην ποίηση της Βενεζουέλας του 20ου αιώνα, κυρίως στο έργο του Ραφαέλ Καδένας. Εκτός από ποιητής, είναι συγγραφέας δοκιμίων, θεατρικών έργων, διηγημάτων. Έχει βραβευτεί σημαντικά για το έργο του. Ποιήματα , αφορισμοί, διηγήματα και άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Ο ίδιος έχει εκδώσει 5 ποιητικές συλλογές.

Ζανέτ Λοσάνο Κλαριόντ
http://jeannettelozano.com/

ΟΡΥΧΕΙΟΥ 1004
Καίγεται, εγώ είδα τη γιαγιά μου να καίγεται.
Αύγουστος. Τσιουάουα, 1963. Εκείνη κάηκε,
έξω και μέσα της, κάηκε στην οδό Ορυχείου 1004.
Είδα τον πατέρα μου να την τυλίγει σε ένα σεντόνι, το στρώμα καιγόταν˙
οι κουρτίνες, το χαλί, το φόρεμά της
μαύρισαν. Τα μάζεψε όλα.
<< Μην κάνετε θόρυβο, η μάνα σας είναι κουρασμένη>>.
Τον είδα να βγαίνει με το πένθος εκείνο το απόγευμα του Αυγούστου με τη μαύρη του γραβάτα.
Τη μάζεψε. Στάχτη και κλάμα μάζεψε.

Ο καπνός της γιαγιάς στον προθάλαμο, οι θείες
ρουφώντας, τραχείς, τους σβόλους του καφέ.

Έπρεπε να σβήσουν το σκοτάδι που πονούσε,
να διαλύσουν το αλάτι, το κλάμα, να αγκαλιαστούν,
να πνίξουν το τρέμουλο του ταξιδιού, ν’ ακούσουν
τον Πώλ Άνκα, για παράδειγμα, ελλείψει σφυγμού,
να γρατζουνίσουν το δίσκο των 45 στροφών το λεπτό.

Για στιγμές, ζούσε, για στιγμές
όλα ήταν πορφύρα: η γυναίκα, η
κούραση, τα φυλλώματα των λευκών. Ύστερα
το γυαλί, το γυαλί στον κέδρο,
το καμμένο πρόσωπο κάτω απ’ τον καπνό.

Επίσης κάηκε κι η μάνα μου. Μέσα σε δάκρυα το σβησμένο της χαμόγελο:
"Φτιάξε μου τα μαλλιά, μου είπε, άσε με να βγω
να δω αν είναι πια στεγνά τα ρούχα".

Φοβήθηκα. Πως τα αργά της βήματα δεν θα ξαναγύριζαν, την απαλότητα
του φύλλου, τον εχέμυθο τερμίτη,
το αποξηραμένο βάρος του κισσού, πια χωρίς τείχος, το
ανθοδοχείο στην κουζίνα, χωρίς λουλούδια. Εκείνο το τυφλό δωμάτιο με το θάνατό του φοβήθηκα.
Εμένα την ίδια και τη διαρροή του ανέμου
που σήκωνε τη σκόνη των συκομουριών.

(Από το βιβλίο Οι μεταβολές του νερού, 2007)

Το σπίτι

Το σπίτι, αυτό το αβέβαιο μέρος. Η μικρή
χωρίς λάμπα, λευκή
η καταγωγή, καίει στη σιωπή
την αποκάλυψη.
Κάθε καταγωγή είναι λευκή,
η σύνθεση
της μορφής, σιωπηρή
η ομίχλη, το δέντρο. Η μικρή
σιωπηρή, ψηλά,
αέρινα. Κάθε καταγωγή
είναι λευκή, η τύχη. Σιωπηρή
η ομίχλη, της οποίας
η μουσική είναι σιωπή, συλλαβές
διάσπαρτες.

(Από το βιβλίο Οι μεταβολές του νερού, 2007)

Η αμμουδιά


στον Γκονζάλο Ρόχας

Τον αγάπησα, πόσο
τον αγάπησα.
Επάνω στο τραπέζι
το κρασί.
Εκείνος δεν έφαγε παρά την πείνα:
μαζί
κλαίγοντας
λέξεις
στο πιάτο επάνω.
Μπήκε στην αμμουδιά ενάντια στην απέραντη επιφάνεια του ουρανού
σαν να ήταν εύκολο ξαφνικά
να κοιμηθεί, έτσι, στον αέρα, στην απέραντη τρύπα.

Και τι να κάνω εγώ, ω, Θεέ, τώρα με τη δική μου πείνα;

(Ανέκδοτο)

Η Ζανέτ Λοσάνο Κλαριόντ [Jeannette Lozano Clariond], είναι ποιήτρια και μεταφράστρια στο Μεξικό. Έχει μελετήσει σε βάθος τον αρχαίο μεξικάνικο πολιτισμό, διοργανώνοντας και συμμετέχοντας σε σεμινάρια και συνέδρια μέσα κι έξω απ’ τη χώρα. Σημαντικές ήταν επίσης και οι συνεργασίες της με μουσεία για την προώθηση της κουλτούρας, του πολιτισμού και των τεχνών. Άρθρα της, ποιήματα και μεταφράσεις της έχουν δημοσιευτεί σε σημαντικά περιοδικά της Ισπανίας (El País), της Αμερικής (New York Times), του Λίβανου και της Τρίπολης. Η ίδια έχει συνεργαστεί με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και είναι ιδρυτής των εκδόσεων “Vaso Roto”. Έχει εκδώσει πάνω από 10 βιβλία και 14 βιβλία από μετάφραση. Έχει βραβευτεί σημαντικά για το έργο της ( Εθνικό βραβείο ποίησης Ramón López Velarde (1992), Efraín Huerta (1996), Gonzalo Rojas (2001), Υποτροφία Rockefeller – CONACULTA (2000), Υποτροφία μεταφραστών Banff Centre for the Arts (2004), Φιναλίστ της Μπιενάλε Ποίησης COPE του Περού (2008) ). Το έργο της έχει μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ρουμάνικα, ιταλικά, πορτογαλικά και αραβικά. Ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε διάφορες ανθολογίες στο Μεξικό, Ισπανία, Βραζιλία, Ιταλία και Γαλλία.

Ρεμπέκα Άλβαρεθ Κασάλ ντελ Ρέι
http://lanochedeperfil.blogspot.com.es/


Τα επακόλουθα της αιμομιξίας φωλιάζουν στο υποσυνείδητο
κατά τη διάρκεια των θερμών μηνών

Ο διακόπτης της λάμπας, παρέα
του κρεβατιού. Σιωπή.
Κάτι βράζει από μακριά στο βάθος του ονείρου.

Η επιφάνεια
του νερού
μοιάζει ένα στρώμα στερεό
που θα μπορούσε με τα χέρια να ανασηκωθεί. Τρυπανισμός.
Η σκοτεινότητά του
θα μπορούσε να υποκρύψει
κάτι.

Μια ύπαρξη ακίνητη
αναμένει. Όντα
προκατακλυσμιαία και οδοντωτά.
Μόνο γνωρίζοντας
πως είναι εκεί, πως υπάρχουν,
κάνει να ξυπνήσουν.
Ο ιδρώτας, ο πανικός, η κραυγή. Το φως.
Πάντα το φως
και το αιώνιο ειδύλλιο με το χέρι.

Πάρα πολλά
ντοκυμαντέρ. Το σεξ
προϋποθέτει συζήτηση και χρόνο
όταν εξασκείται με παρέα.
Τόσες περιστροφές!
Αν υπήρχαν δρόμοι πιο σύντομοι...
Αν πράγματι (όπως ισχυρίζονται οι τοπικοί)
ο άντρας ήταν το γόνιμο αρσενικό
που πάει κατευθείαν στο ψητό
κι αναδιπλώνεται μετά απ’ το ζευγάρωμα.
Και στο πλευρό σου καθόλου αϋπνία.

Αν δεν είχαμε σώμα, αν η θερινή νάρκη
του κροκόδειλου δεν θα προϋπέθετε μια απειλή.
Αν τα χέρια
δεν ήταν μια συντόμευση προς το φως.
Αν ήμασταν σκιές. Αν μόνο ψυχές. Αν ο Πλάτωνας.

Προφύλαξη

Διατηρήσου
από τη διαδοχή και τη θνητότητα
την πρώιμη.
Βάλε την απόσταση κι επαλήθευσε
(κάθε πέντε λεπτά)
πως συνεχίζει εκεί,
πως δεν έχει καταβροχθιστεί
ούτε έχει χειροτερέψει.
Ποτέ δεν σου λαθεύει το χρονόμετρο
για να την επανατοποθετήσεις στην πάροδο των αιωνιοτήτων.
Έτσι, εσύ συνέχισε να διακόπτεις!
(για να μη γίνει
η παραγωγή της επαφής).

Εκείνη δεν έχει φρένα, δέσου
πολύ γερά στη ζώνη.

Κάνε μια παύση
κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής των σάλιων και των σιαμαίων δερμάτων.
Διέταξέ την
να ξεγυμνωθεί κι ευθυγράμμισε τα παπούτσια της, διπλασίασέ της
τα ρούχα στην ντουλάπα
και τα γόνατα.

Κοίτα τη σε πλάνο χαμηλό, ισχυρό,
και προστατευμένο,
που στη φυγοκέντριση των καλαμιών να μην διαχωρίζεται
ο δεσμός του δικέφαλου τέρατους.
Ναι, να επιβληθείς!
Εκείνη επίσης τη ρητίνη προτιμά
(για να πλύνει τα πιάτα αυτά που εσύ
κάνεις αστραφτερά).

Ή είναι πως τη θεωρείς
διαβρωτική;
Ίσως βαβυλωνιακή;
Αλλά όχι, τα στοματικά υπολείμματα
δεν σε καθησυχάζουν, δεν συνηθίζουνε
να έχουν συμμαχία;
Ή ίσως φοβάσαι
να γεννηθείς προς τα μέσα, βοσκή
της αδηφαγίας της;

Με αναστεναγμό,
εκείνη τους ώμους μαζεύει.
Ποια αμφιβολία χωράει;
σε επαινεί η λογική και στη φθονεί!
(αν και συχνά καταλήγει
να την καταριέται με φωνές και βίαια κλεισίματα της πόρτας).
Αλλά μερικές φορές
θα είχε ανάγκη να καεί στην εγκατάλειψη
των παύσεων, αποστειρώσεων και συνέσεων.
Να λιώσει. Μπάντζι Τζάμπινγκ. Κραυγή. Ξεπερνώντας τον ίλιγγο.

Ακόμα κι αν το να μοιράζεσαι το σφουγγαράκι των πιάτων είναι
υπερβολική εγγύτητα για την αντοχή σου,
σε κάτι είστε σύμφωνοι:
για να υπάρξουν δυο χρειάζεται
λιγάκι απόσταση.

Η διαδρομή του τρένου

Στατική και χωρίς κατεύθυνση αγνοεί τα όριά της.

Η τελειότητα δεν κατοικεί στα χάδια της,
το ακριβές είναι ο τρόπος με τον οποίο το σώμα μου επείγει να αγγιχτεί
στο ακριβές σημείο στο οποίο με έχουν ακουμπήσει τα δάχτυλά της.

Μόλις διασχιστεί η συνοριακή γραμμή,
με βλέπω να επιστρέφω από την έρημο.

Τα μπουμπούκια της πάνω στην πλάτη μου οριοθέτησαν τη ξηρασία και τώρα
μου λείπει η προβολή μου στους γκρεμούς.
Θυμάμαι να προσδοκώ με την επιθυμία του δέρματός μου την πορεία των νυχιών της
και πως το δάγκωμα ιχνηλατούσε
την πείνα που ο λαιμός μου
ένιωθε απ’ τα δόντια της.

Το δρομολόγιο τελείωσε
σχεδόν φτάνοντας στη λογική,
στις εγγύτητες της συνάντησης.

(Από το Θεωρώντας την ουλή ως πιθανότητα της πληγής, Εκδόσεις Amargord)

Η Ρεμπέκα Άλβαρεθ Κασάλ ντελ Ρέι [Rebeca Álvarez Casal del Rey] (Μαδρίτη, 1976), είναι ποιήτρια. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές και έχει συμμετάσχει σε διάφορες ποιητικές ανθολογίες. Συνεργάζεται με λογοτεχνικά περιοδικά, γράφοντας ποιήματα και κριτικές.


ΤΑ ΠΑΝΤΑ

Ξέρω εδώ και κάποιο καιρό
πως πια τίποτα δεν θα ήταν αρκετό,
εκτός από τα πάντα απολύτως.
Και δεν ξέρω τι είναι τα πάντα,
δεν θα ήξερα να τα ζητήσω ούτε να τα εξηγήσω,
δεν θα ήξερα ίσως να τα αναγνωρίσω.
Αλλά θέλω τα πάντα.
Και δεν ξέρω αν θα ήταν αρκετά.

ΑΛΛΙΩΤΙΚΗ ΑΓΑΠΗ

Δεν πουλώ τη ψυχή μου στο διάβολο για τη δόξα
που καταδιώκουν μαθητές πιο αδύναμοι,
ούτε χαρίζω ένα λεπτό από τα όνειρά μου
για να μπορώ να το διηγηθώ.

Κάτι αλλιώτικο και νέο με υποτιμά:
την καρδιά μου για ένα καλπασμό,
για να βλέπω αυτή τη γη από τη σέλα σου
και να ξέρω να το διηγηθώ.

(Από το βιβλίο ΜΠΕΡΔΕΜΕΝΑ ΧΑΔΙΑ)

HIC SUNT DRACONES

Ήρθες να με ψάξεις
όταν ήδη κάποιοι άνδρες σε άλλους με θυμίζουν,
οι ματιές σου σε άλλες, οι λέξεις σου
σε άλλες που εδώ και καιρό μου είπαν.

Και όταν πια έψαξα πίσω από τα τραγούδια,
απ’ τα ονόματα που χάιδεψε η γλώσσα μου,
από τα σώματα που κάηκαν μπροστά μου.
Τόσες φωτιές
ήτανε φώτα φευγαλέα μόλις που προαισθάνονταν
από μακριά το θεό ή το διάβολο
ή όποιον είναι
που κυβερνά εκείνο το υψίπεδο απ’ το οποίο μου χαμογελάς.

Οφείλω να σου πω όταν με ρωτάς
τι σκέφτομαι ή τι με ανησυχεί
πως το να ζεις είναι επίσης να αρνείσαι να το κάνεις.

Πώς θα σου διηγηθώ τα πράγματα που μου συμβαίνουν,
το αίμα μου που βράζει ενώ φυλάω
τις μορφές και τη φωνή. Κι επίσης φυλάω
μερικές ουλές και τρελές άτακτες φυγές
γαλάζιων βισόνων ενάντια στην καρδιά μου,
οι γαλάζιοι βίσονες που χτυπούν
και τρέχουν προς εμένα ή από μένα ή ίσως
καλπάζουνε πάνω σε μένα. Κάποιες φορές κοιμούνται
υπάκουοι μέσα στις φλέβες μου˙ έχω επομένως
το αίμα που έχει χαϊδευτεί από έναν εύθραυστο στρατό
από παιδιά πλοηγούς.

Αλλά πώς να σου πω πως με πονούν
και μου αρέσουν, το να τους νιώθω σημαίνει πως νιώθω
κι έτσι είναι η παράξενη ζωή μου. Άμα ξυπνήσει
τη νύχτα το κοπάδι, εγώ θα ήθελα
να είμαι εκείνοι, να μην είμαι εγώ˙ να τρέχω με εκείνους
-κτηνώδεις και υπέροχοι-, είναι εκείνοι
τα τραγούδια μου του έρωτα.

Ήρθες να με ψάξεις όταν ξέρω
πως είμαι χαμένη. Πήγαινε
πίσω από το θλιμμένο της πραγματικότητας κομμάτι σου, κατάκτησε
τις ίδιες τις δικές σου απογοητεύσεις με το αίμα σου.

(Από το βιβλίο Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΠΛΕΥΡΑΣ)

Η Όλγα Μπερνάντ [Olga Bernad ] (Σαραγόσα, 1969), είναι πτυχιούχος Ισπανικής Φιλολογίας  του Πανεπιστημίου της Σαραγόσα, με ειδίκευση στη λογοτεχνία. Έχει εκδώσει 3 ποιητικές συλλογές, ένα μυθιστόρημα και μία νουβέλα. Έχει συμμετάσχει σε διάφορες ποιητικές ανθολογίες και βιβλία λογοτεχνικού περιεχομένου και έχει βραβευτεί. Διηγήματα και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Η ίδια συνεργάζεται ως κριτικός με λογοτεχνικά περιοδικά και είναι επίσης σύμβουλος των εκδόσεων “Isla de Siltolá”.