Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 24

Αλέξανδρος Μπάρας ή ένα χαμηλόφωνο ουρλιαχτό

Γράφει η Αγγελική Δημουλή
dimoulibaras.jpg
Όσοι ασχολούνται με την ποίηση του Μεσοπολέμου, θα έχουν ίσως ακουστά τον ποιητή Μενέλαο Αναγνωστόπουλο. Αν αυτό το όνομα δεν μας θυμίζει τίποτα ίσως τότε το ψευδώνυμο Αλέξανδρος Μπάρας μας φέρνει στο νου το  πιο γνωστό του ποίημα, «η “Κλεοπάτρα”, η “Σεμίραμις” κι η “Θεοδώρα”», δημοσιευμένο στην Αλεξανδρινή Τέχνη της Αιγύπτου εν έτει 1929 (1).  Στο βιβλίο-αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Μπάρα, ο Γιώργος Βέης τον θεωρεί αφενός σαφέστατο πρόδρομο του Σεφέρη καθώς και του νεοελληνικού μοντερνισμού και αφετέρου άξιο κληρονόμο του Καβάφη και του Παπατσώνη. Όπως και να χει πάντως ο Αλέξανδρος Μπάρας είναι μια πολύ ιδιαίτερη ποιητική φυσιογνωμία που δεν έχει μελετηθεί επαρκώς και η παρούσα απόπειρα χρήζει συνέχειας.
Ο Αλ. Μπάρας γεννήθηκε το 1906 στην Κων/πολη και μετά τη Μικρασιατική καταστροφή έζησε στο Κάιρο και έπειτα στην Αθήνα όπου και πέθανε το 1990. Η ποίησή του συνδιάζει τη λεπτότατη ειρωνεία με τη μουσικότητα και οι υπαρξιακές διαστάσεις της είναι επίκαιρες και εύστοχες. Χωρίς να μπορεί να θεωρηθεί μη αναστρέψιμα απαισιόδοξος, ο Μπάρας, εκφράζεται στα ποιήματά του με μια αφηγηματική τραγικότητα που άπτεται της παρακμής:
Αλεξιπτωτιστής

Πολύ νέος, μορφωμένος, ριψοκίνδυνος,
σαγηνεύτηκε πολύ
απ’ την έγκαιρη μεγάλη περιπέτεια
του Πολέμου.
(Πού θα πας, πού θα πας, καλέ μου;)
Δεν την άκουσε:
Κατατάχτηκε στη Μέση Ανατολή.

Αυτό το Μέση δεν το χώνεψε καθόλου.
Τα τέρματα ζητούσε.
Για να φύγει τα μέσα και τα μέτρια
κουφάθηκε στο «πού θα πας, καλέ μου».

Μα δεν είχε να διαλέξει και πολύ:
Κατατάχθηκε στη Μέση Ανατολή.
Ριψοκίνδυνος και νέος καθώς ήτανε
προτιμήθηκε, γυμνάστηκεν ευθύς
-ειδικότης: Αλεξιπτωτιστής.

(πού θα πας, πού θα πας καλέ μου;)
σαν έπεφτε, δεν ήξερε πού πήγαινε.
Μεμιάς και σταματούσεν η καρδιά του
κι ένιωθεν ως τον πάτο πως ρουφούσε
το μεγάλο ποτήρι του κενού.
-Είμαι στην άκρη, συλλογίζονταν.

Μα πάντα και τον έφερνε στη μέση
τ’ αλεξίπτωτο που εγκαίρως ξεδιπλώνονταν
να τον κάνει μια βεντούζα
που νωθρά κολυμπούσε και κατέβαινε
το γαλάζιο τ’ ουρανού...

Είδε πολλούς συντρόφους του
να λέιπουν απ’ τη σύνταξη
(Πού θα πας, πού θα πας καλέ μου;)
-Κάποιοι μας θα λείψουνε,
πάντα συλλογίζονταν,
ως να ‘ρθει το τέλος τούτου του πολέμου...

Πέφτει, ξαναπέφτει...Κομπολόγι...
«Χαρακτήρος πολύ τολμηρού
και πολύ ψυχραίμου»
γράφει ο λοχαγός του.

Ώσπου μια μέρα απότομα
σωπαίνουνε τα πάντα:
Ο Πόλεμος τελείωσε.
Λείψαν όσοι έπρεπε κι έφτασε το τέλος.

Τραγουδούνε και φεύγουν τα παιδιά
που’ χουν ζήσει και πίσω θα γυρίσουν.
Μικραίνουν, ατροφούνε τα φτερά
στο νου τους, στους ώμους, στην καρδιά...

-Τον απέλυσαν «αλεξιπτωτιστή»
-ποια πρακτικήν εφαρμογή να φανταστεί;

Πολύ νέος, μορφωμένος, ριψοκίνδυνος,
κατατάχτηκε στη Μέση Ανατολή,
τίμησε όσο πάει τη στολή,
μα πάντα αυτό το Μέση
δεν το χώνεψε καθόλου.
Αν ήταν βολετό πάλι να πέσει,
πάλι στην άκρη να βρεθεί!

Να πέσει ζητά, το πέσιμο του λείπει:
Το’ κανε μια μέρα:
πρωί,
απ’ το παράθυρο ενός έκτου πατώματος.

Η αντιποιητική έκβαση του τελευταίου στίχου εντείνει την ποιητικότητα του υπόλοιπου ποιήματος του  στο οποίο εκφράζεται η βαθύτατα ακρωτηριασμένη ψυχολογία των ανθρώπων της εποχής του όπου ο πόλεμος τους σημάδεψε βαθύτατα αποστερώντας τους οριστικά τη δυνατότητα ομαλής επανένταξης στην κοινωνική ζωή. Το ποιητικό υποκείμενο αναζητά διακαώς τα τέρματα καθίσταται αυτοκτονικό προκειμένου όχι μόνο να ξαναβιώσει το μεθυστικό συναίσθημα του ιλίγγου αλλά και γιατί η κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του τού πρόσφερε μονάχα το μέτριο, το μέσο ωθώντας το στην ακραία πράξη του αιώνιου δέους του κενού.Σημείωση: (1) Γιώργος Βέης, Αλέξανδρος Μπάρας: μια παρουσίαση, έκδόσεις Γαβριηλίδης, 2004.