Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 32

Ένα σπίτι για τον Αντρέα Καρκαβίτσα και τον Γεώργιο Δροσίνη [Μέρος Β']

kolazdimouli321

Γράφει η Αγγελική Δημουλή

Διαβάστε το α' μέρος

Στο δεύτερο κείμενο σχετικά με την ηθογραφία του Δροσίνη και του Καρκαβίτσα θα προσεγγίσουμε την έννοια και τη χρησιμότητα του εξωτερικού περιβάλλοντος στην αφήγησή τους. Μιλώντας για φυσικό περιβάλλον αναφερόμαστε στη φύση, στους ήχους και στο φως• και οι τρεις αυτοί παράγοντες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο για τη δράση και την εξελιξή της αφού ένα μέρος της ηθογραφικής λογοτεχνικής παραγωγής αφορά στην περιγραφή του φυσικού τοπίου.

Σύμφωνα με τον Αβραάμ Μόλς(1), το περιβάλλον δηλώνει ουσιαστικά τι υπάρχει γύρω από ένα άτομο στο χώρο και στον χρόνο. Στα κείμενα αυτής της εποχής το περιβάλλον είναι ένα είδος «επιστροφής στον εαυτό» των ηρώων που συχνά λαμβάνει μητρικούς τόνους: «Τον χειμώνα και το καλοκαίρι, το φθινόπωρον και την άνοιξην, έβλεπεν όλας της φύσεως τας μεταβολάς και τας εδέχετο μετά χαράς, όπως δέχεται τας θωπείας της μητρός του»(2).

Άλλοτε πάλι, η φύση δεν αποτελεί για τον ήρωα ένα καθησυχαστικό τοπίο που εξασφαλίζει την εσωτερική γαλήνη και την ευτυχία. «Η φύση είναι εδώ αλλά μην περιμένεις να σε αγαπάει κιόλας», γράφει η Άν Κοκκελίνν(3) και όντως ακόμα και στον πιο ειδυλλιακό Δροσίνη βλέπουμε ενίοτε τη φύση να επιτείνει τη δυστυχία της ηρωίδας: «Έρριψε το βλέμμα πέραν προς το πέλαγος• αλλ’ ως απάντησις ήλθεν εκείθεν ψυχρά πνοή. Και το σκότος και η πένθιμος σιωπή και των γρύλων το τερέτισμα και της γλαυκός οι γόοι εκορύφωσαν την απόγνωσίν της.(4)»

kolazdimouli32
Η φύση, σε αντίθεση με τους ανθρώπους, δεν κρίνει το ποιόν των ηρώων. Μιλάμε πάντα για το συγγραφικό σύμπαν του Δροσίνη και του Καρκαβίτσα γιατί αν αναφερόμασταν σε άλλους εκπροσώπους της ηθογραφίας, πχ. σε Παπαδιαμαντικά κείμενα τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά (η Φραγκογιαννού βρίσκει τον θάνατο στη θάλασσα και μοιάζει σαν η ίδια η φύση να την τιμωρεί  για τα εγκλήματά της). Η φύση λοιπόν, δέχεται στους κόλπους της όλα τα ανθρώπινα όντα τείνοντας σε μια διαλεκτική της ελευθερίας στο περιβάλλον του χωριού.

Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, η φύση δε βιώνεται μόνο. Ακούγεται κιόλας. Η περιγραφή μιας φύσης που εκπέμπει τους ήχους και τους θορύβους της  μπορεί να εξηγήσει με ορισμένες οπτικές την ένταση που κυριαρχεί γύρω από ορισμένες προσωπικότητες της αφήγησης. Η φύση έχει τη δική της φωνή κι αυτή η φωνή στρέφει τους ήρωες προς τη χαρά, τη γαλήνη ή την απελπισία, όπως μαρτυρεί ο Καρκαβίτσας στο διήγημά του Πόθος και πόνος(5): «Μπάμ!...αντιλάλησε σύγκαιρα η λαγκαδιά. Γύρισε ψηλά• το αντρόγυνο έπαιρνε τον ανήφορο πηδητά-κυνηγητά, σαν ζευγάρι αγριόγιδα στην ώρα της λαύρας τους. Τραγουδούσε ο γαμπρός κι ήταν το τραγούδι του χαρά και υπόσχεση».

Ο άνθρωπος, λοιπόν, βρίσκεται ανάμεσα σε δύο κόσμους• εκείνον των ανθρώπων κι εκείνον της φύσης. Ο ήρωας στα προς μελέτη έργα είναι άοπλος έναντι στην οικουμενικότητα της φύσης αλλά και απέναντι στο δόλο των ανθρώπων. Στα διηγήματα ουσιαστικό ρόλο παίζει και το φως που άπτεται και των δύο κόσμων. Απ’ την απόλυτη σκοτεινιά ως το άφθονο φως, αναρωτιόμαστε αν η χρήση του φωτός απ’ τους συγγραφείς γίνεται συνειδητά.

Σαφώς, υπάρχει η αρχετυπική αντίθεση μέρας-νύχτας στην οποία η μέρα συμβολίζει το καθάριο, το αγνό, τη λύση ενώ η νύχτα το ύποπτο και το ένοχο. Στον Ζητιάνο(6) του Καρκαβίτσα η μέρα και η νύχτα αντιπροσωπεύουν το καλό και το κακό: «Τέλος έφθασεν η αυγή της Πέφτης. Όλη τη νύχτα, ενώ οι χωριάτες εκυριεύονταν από τον φόβο του βρυκόλακα κι επεριτριγύριζαν άγρυπνοι και απειλητικοί το σπίτι του Βαλαχά, η Κρουστάλλω ολομόναχη στο φτωχικό της ήταν παραδομένη στο χρυσό της όνειρο. Ο τρόμος του βρυκόλακα και των συντοπιτών της οι φωνές, τα μάγια του Τζιριτόκωστα και οι εξορκισμοί του Παπαρρίζου καμμία δεν έκαναν εντύπωση στην ψυχή της. Εμπαινόβγαινε συχνά στο σπίτι της, όχι όμως για να μάθη τι κατώρθωναν οι χωριάτες, αλλά για να ιδή αν έσκασε της αυγής τ’ αστέρι. Με της αυγής τ’ αστέρι θ’ άρχιζεν η μέρα. Με της αυγής τ’ αστέρι θ’ άρχιζε και η ευτυχία της!».

Οι συγγραφείς επιλέγουν να καταδείξουν τη ρήξη μεταξύ του ατόμου και της φύσης σε σκιερά τοπία. Κάπου ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι δηλαδή. Το διήγημα καθίσταται έτσι ένα είδος θεατρικής σύμβασης μεταξύ συγγραφέα – αναγνώστη και επιβεβαιώνει την ανάγκη των συγγραφέων κάθε εποχής (ήδη από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη) να βρουν τα μέσα ώστε να αναπαραστήσουν την πραγματικότητα (μίμησις). Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι τα τοπία κρύβουν μια κοινωνική πραγματικότητα που διυλίζεται από συμβολικά φίλτρα.

Παραπομπές
1. Moles, Abraham, Théorie des objets, Paris, Ed. Universitaires, 1972, σελ. 9
2. Καρκαβίτσας, Αντρέας, Άπαντα, σελ. 112
3. Cauquelin, Anne, L'invention du paysage. Paris, PUF, 2000, σελ. 84
4. Δροσίνης, Γεώργιος, Διηγήματα των αγρών και της πόλης, σελ. 62
5. Καρκαβίτσας, Αντρέας, Άπαντα, σελ. 377
6. Καρκαβίτσας, Αντρέας, Ο Ζητιάνος, σελ. 195