Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 21

Έλζε Λάσκερ – Σύλερ (Else Lasker – Schüler): Μια ποιήτρια του γερμανικού μοντερνισμού

Μεταφράζει ο Γιώργος Καρτάκης
«Σαθρός είναι ο βράχος, απ’ όπου ξεπηδώ/ και ύμνους στο Θεό μου τραγουδώ». Με αυτούς τους στίχους αρχίζει το πρώτο πιθανόν γερμανικό εξπρεσιονιστικό ποίημα, γραμμένο από την Έλζε Λάσκερ – Σύλερ. Τίτλος του: Ο λαός μου. Η Σύλερ ισχύει σαν η πρώτη ποιήτρια της γερμανικής μοντέρνας τέχνης. Με ιδιοφυή και ταυτόχρονα λιτό τρόπο συμπύκνωσε στους δυο αρχικούς στίχους του ποιήματος Το τέλος του κόσμου την αθλιότητα της εποχής μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου – μια αθλιότητα που δεν αφορά μόνο τα εγκλήματα του Ολοκαυτώματος, αλλά και όλες τις δικτατορίες: «Θρήνος απλώνεται πάνω στη γη/ λες κι είναι ο καλός Θεός μας πεθαμένος».   Συνθέτες σε πολλές χώρες εκτιμούν ιδιαίτερα την Σύλερ εξαιτίας τέτοιων στίχων, έτσι που η  εκτίμηση αυτή θα μπορούσε να συγκριθεί με τις αντίστοιχες προτιμήσεις συνθετών για τον Χάινριχ Χάινε: περισσότεροι από 280 συνθέτες -ανάμεσα τους και ο Peter Hindesmith- έχουν μελοποιήσει στίχους της. Ο συνθέτης Wolfgang Schmidtke, που όπως και η ίδια κατάγεται από το Βούπερταλ, μελοποίησε 14 ποιήματά της για την ορχήστρα του ραδιοτηλεοπτικού σταθμού WDR, «επειδή είναι απίστευτα πολύμορφα». Ο ίδιος εξηγεί στο Έλζε Λάσκερ – Σύλερ – Αλμανάκ Να πάω πια πού;: «Στα ποιήματα της υπάρχουν συναισθήματα που καθρεφτίζουν εσωτερικά βάθη και είναι ειδυλλιακά, που την επόμενη όμως κιόλας στιγμή διαρρηγνύονται από τον εξωτερικό κόσμο και μετατρέπονται σε οδύνη».

Σημαντικοί δημιουργοί, όπως ο συνθέτης jazz μουσικής Schmidtke, αλλά και ερασιτέχνες μεταξύ των θαυμαστών της, εκτιμούν την ποίηση της Έλζε Λάσκερ – Σύλερ, γιατί δεν είναι επιφανειακή. Ο αναγνώστης των ποιημάτων της δεν βρίσκεται ως δέκτης μέσα στο ζεστό φως του ήλιου. Τα ποιήματα της περιέχουν σκοτεινές στιγμές, πόνο και πένθος – συναισθήματα που ανήκουν σε κάθε ανθρώπινη σχέση και που χαρακτηρίζουν το ύφος της διήγησής της. Η Σύλερ φέρνει δυο κόσμους αντιμέτωπους: τον εξωτερικό με αυτόν της ψυχής.

«Λέω την αλήθεια, όταν γράφω ποιήματα, γι’ αυτό κι αφήστε τις αμφιβολίες κατά μέρος»: αυτά τα λόγια της Σύλερ είναι μεν τμήμα ενός πεζού κειμένου, όμως κάθε πρόταση πάλλεται. Αυτό το blues είναι ίσως εκείνο που συναρπάζει μεταφραστές από την Ισπανία και τη Ρωσία έως και την Κίνα, ώστε να μεταφράζουν ποιήματα της στη γλώσσα τους – όπως τώρα ο Έλληνας Γιώργος Καρτάκης.

Με μεγάλη ευκολία κάποιοι την κατατάσσουν στον απολιτικό και εγωκεντρικό φανταστικό κόσμο ιδιόρρυθμων και ρομαντικών ποιητών, που αποφεύγοντας τη ζωή διαφεύγουν ανεπιστρεπτί μέσα στην ποίηση. Το αντιπολεμικό της μυθιστόρημα Μάλικ (1919) κατεξοχήν και το μετέπειτα δράμα Εγώ κι Εγώ (1941), μια αντιφασιστική ιλαροτραγωδία, αποτελούν όμως μια γροθιά στο μεγάλο και καθοριστικό ερώτημα του γερμανικού πολιτισμού ενόψει της Φρίκης. Το «Εγώ κι Εγώ» είναι τολμηρό και αντάξιο της αντιφασιστικής σάτιρας των Τσάπλιν και Λούμπιτς, συνοδοιπόρος και πρόδρομος της θεατρικής αισθητικής των Μπρεχτ και Μπέκετ.

Το 1932 της απονεμήθηκε η μεγαλύτερη γερμανική λογοτεχνική διάκριση, το Βραβείο Κλάιστ. Λίγα χρόνια πριν είχε κάνει έκκληση μια εφημερίδα στο έθνος, «να μην αφεθεί να βουλιάξει στην ένδεια η πιο φτωχή και συνάμα πιο πλούσια ποιήτρια της γερμανικής γλώσσας». Αν η έκκληση αυτή είχε γίνει το 1961 , χρονιά συμπλήρωσης 150 ετών από το θάνατο του Κλάιστ, η «πιο πλούσια ποιήτρια» θα ήταν 92 χρονών. Αυτό που είχε την έννοια επαίνου, θα το είχε μάλλον εκλάβει η ίδια ως χλευασμό. Όμως ακόμη κι έτσι, η διάκριση αυτή ήρθε κάπως αργά: όντας 63 χρονών τότε, παραμένει η πιο ηλικιωμένη βραβευθείσα στην ιστορία του βραβείου Κλάιστ. Ωστόσο κατάφερε να επικρατήσει μεταξύ δύσκολων υποψηφίων, όπως ο Χανς Φαλλάντα, ο Ρούντολφ Λέονχαρτ και ο Έρνστ Βίχερτ. Ο Γκότφριντ Μπεν, ίσως ο πιο αγαπημένος από τους εραστές της, της στέλνει το εξής τηλεγράφημα στις 11 Νοεμβρίου 1932: «Συγχαρητήρια στην γερμανική ποίηση».

Για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τον θάνατό της εξυμνείται από τον Μπεν ως η μεγαλύτερη ποιήτρια που είχε ποτέ η Γερμανία. Η συγχαρητήρια πρότασή του στο τηλεγράφημα εκείνης της εποχής την ακολούθησε πια οριστικά, ενώ παράλληλα την εξύψωσε στην σφαίρα των ποιητών, διαχωρίζοντας την ταυτόχρονα από τους υπόλοιπους. Ο Μπεν γνώριζε καλά, τι είχε ζήτηση στην εποχή του ψυχρού πολέμου. Από την Εβραία, που δεν ταίριαζε στον γερμανικό πολιτισμό, δημιούργησε τη μεγαλύτερη Γερμανίδα ποιήτρια, που ακολούθως δεν ταίριαζε ούτε και με τους Εβραίους, οι οποίοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν τους επιδεικτικούς τρόπους της. Το γεγονός ότι τάχθηκε υπέρ της συμφιλίωσης των Αράβων με τους Εβραίους σε μια εποχή που οι δεύτεροι ως μετανάστες πίστευαν ότι θα έμπαιναν σε μια χώρα, η οποία δεν κατοικείτο από άλλο λαό, την καθιστά ύποπτη στα μάτια των Ισραηλιτών.

Η ίδια λέει για τον εαυτό της: «Είμαι γοητευμένη από την πολύχρωμη μου προσωπικότητα, από την αφοβία μου, από την επικινδυνότητά μου, από το χρυσό μου μέτωπο και τα χρυσά τα βλέφαρά μου, που φρουρούν τη γαλάζια μου ποίηση. Τα χείλη μου είναι κόκκινα, όπως τα μούρα της ζούγκλας, στα μάγουλά μου στολίζεται ο ουρανός και γίνεται γαλάζιος χορός, η μύτη μου όμως, πνέει προς την ανατολή σαν ένα πολεμικό λάβαρο και το πιγούνι μου είναι ένα δόρυ, ένα δηλητηριασμένο ακόντιο. Έτσι τραγουδώ το Άσμα Ασμάτων μου… ορκίζομαι στον προφήτη Δαρβίνο, πως είμαι η μοναδική μου αθάνατη αγάπη».

Σαν δραματουργός εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τον Φρήντριχ Ντύρεννματτ, επειδή διαφύλαξε την ομορφιά της γερμανικής γλώσσας κατά τη διάρκεια της βάρβαρης εποχής του Εθνικοσοσιαλισμού. Παρ’ όλα αυτά, στην πατρίδα της την Γερμανία, είναι γνωστή μόνο σε ένα μικρό κύκλο ειδημόνων, κυρίως γιατί είναι η ποιήτρια που με συνέπεια αρνήθηκε τον διαχωρισμό της ποίησης από τη ζωή.

«Η αιώνια ζωή ανήκει σε όποιον ξέρει να πει πολλά για την αγάπη,/ μόνο ο άνθρωπος της αγάπης μπορεί ν’ αναστηθεί,/ το μίσος φωλιάζει/ όσο ψηλά κι αν καίει η δάδα»: Αυτό το ποίημα με τον τίτλο Φθινόπωρο δεν είναι μόνο ιδιαίτερα επίκαιρο μετά την εγκληματική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου στη Νέα Υόρκη ή εξαιτίας του όλο και περισσότερο εντεινόμενου μίσους ενάντια σε ξένους πολιτισμούς και ανθρώπους – αυτό το απόσπασμα δείχνει και την συνολική θεώρηση της ποιήτριας για τη ζωή. Συγγραφείς όπως αυτή, ήταν συχνά οι μόνοι που γνώριζαν την αλήθεια, που την επένδυαν με λόγια και της έδιναν φωνή. Η αλήθεια και η ελευθερία είναι τις περισσότερες φορές συνώνυμα – κυρίως στον Εξπρεσιονισμό. Η Έλζε Λάσκερ – Σύλερ ήταν η ποιήτρια του Εξπρεσιονισμού, αλλά ταυτόχρονα ήταν και πολλά περισσότερα ακόμη.

Όπως και ο Εξπρεσιονισμός στις πλαστικές τέχνες, καταπιάστηκε ο Εξπρεσιονισμός στη λογοτεχνία με τα θέματα πόλεμος, μεγαλούπολη, κατάρρευση , φόβος , απώλεια του Εγώ , αλλά επίσης και με την παραφροσύνη, την αγάπη, τη μέθη, τη φύση και την συντέλεια του κόσμου. Αν όμως κάποιος θελήσει να εστιάσει το έργο της Σύλερ μόνο στον Εξπρεσιονισμό, θα έμοιαζε σαν να την περιορίζει. Στον Εξπρεσιονισμό αποκρούεται η μικροαστική αισθητική μέσα από μια «αισθητική του άσχημου» - όπως σε κανένα άλλο ως τότε λογοτεχνικό κίνημα, οι εξπρεσιονιστές μετατρέπουν το άσχημο, το άρρωστο, το τρελό σε αντικείμενο των παραστάσεών τους. Αυτό ανταποκρίνεται μόνο μέχρι ένα  βαθμό στην περίπτωση της Σύλερ. Από την άλλη όμως, η ίδια επέδρασε εντονότερα στον Εξπρεσιονισμό, από ό,τι είναι γενικά γνωστό. Η νέα γενιά των συγγραφέων εκφράστηκε στην αρχή του 20ου αιώνα κυρίως μέσω της ποίησης και μέσα σ’ αυτήν (Σύλερ, φον Χόντις, Μπεν). Η αποστροφή σε επίσημες νόρμες είναι εμφανής. Η ιδέα του Κονστρουκτιβισμού προεξοφλεί την άρνηση προκαθορισμένων δομών.

Μολονότι τα διαχωριστικά σημεία αυτής της εποχής – όπως εξάλλου και κάθε άλλης – είναι ρευστά και η οροσήμανσή της εξαρτάται έντονα, όπως είναι φυσικό, από μια περιγραφή, έχει επικρατήσει στην λογοτεχνία ο όρος της «εξπρεσιονιστικής δεκαετίας» για την περίοδο ακμής τού Εξπρεσιονισμού μεταξύ 1910 και 1920, διαμορφωμένης από την εμπειρία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ενώ όμως, αρχικά, πολλοί συγγραφείς είχαν  εγκωμιάσει τον πόλεμο σαν μια ανανεωτική δύναμη, η οποία σαν δυνατός άνεμος θα συνέπαιρνε, καθαρίζοντας, τη μικροαστική κοινωνία, άλλαξε γρήγορα αυτή η αντίληψη μέσα από τις εικόνες τρόμου για το μέγεθος του αφανισμού και της αθλιότητας που επέφερε  - εικόνες που πολλοί ποιητές είχαν οι ίδιοι βιώσει στο μέτωπο. Καθοριστικής σημασίας υπήρξε για την Σύλερ – που ποτέ δεν εξύμνησε τον πόλεμο -  ο θάνατος του φίλου της Φραντς Μαρκ. Ο Μαρκ ήταν αυτός που την είχε παρασύρει στην ζωγραφική αναγνωρίζοντας το ταλέντο της. Τα σκίτσα της ωστόσο, δεν είναι ιδιαίτερα εξπρεσιονιστικά.

Με παρόμοια λόγια μπορεί κανείς να εκφραστεί και για τους αρχιτέκτονες ή τους άλλους καλλιτέχνες του Μπάουχαους: ήταν αβανγκαρντίστες, όπως και η Σύλερ – ιδιότητα που στην Βαϊμάρη έτυχε αναγνώρισης. Η πρώτη ποιητική παρουσίαση που έλαβε εκεί χώρα, ήταν αυτή της Σύλερ. Ποιήματα. Εβραϊκές Μπαλάντες, έτσι αναγράφεται στο δισέλιδο πρόγραμμα που είχε σχεδιαστεί από την Φρίντελ Ντίκερ – Μπράνταϊς. Η ίδια είχε επίσης οργανώσει την παρουσίαση και είχε τραγουδήσει τις πρώτες μελοποιημένες συνθέσεις του Βίκτωρ Ούλμαν βασισμένες σε ποιήματα της Σύλερ. Οι παρτιτούρες καταστράφηκαν πιθανόν από τους Ναζί. Ο Ούλμαν και η Μπράνταϊς δολοφονήθηκαν: ανατέλλοντα αστέρια στον καλλιτεχνικό ουρανό, ένα ουρανό που απλώνονταν πέρα από τα όρια μιας και μόνο καλλιτεχνικής κατεύθυνσης.

«Ε, εσύ! Ας φιληθούμε βαθιά/ μια λαχτάρα πάλλει στον κόσμο/ απ’ την οποία θα πεθάνουμε»: στίχοι του ποιήματος Το τέλος του κόσμου, που – όπως και πολλά άλλα της συζύγου του – μελοποίησε ο Χέρβαρθ Βάλντεν και δημοσίευσε αργότερα στο περιοδικό Sturm κατά τα πρώτα χρόνια της κυκλοφορίας του. Ανάμεσα τους και το ποίημα Ένα παλιό θιβετιανό χαλί - ποίημα που ο Καρλ Κράους χαρακτήριζε σαν ένα  εννιάστιχο αριστούργημα. Ο αυστριακός συγγραφέας θα χάριζε, όπως έλεγε, όλο τον Χάινε γι’ αυτό το ποίημα. Τι φιλοφρόνηση για την ποιήτρια!

Χάγιο Γιάν (Hajo Jahn)
Πρόεδρος του Ιδρύματος Έλζε Λάσκερ - Σύλερ

 

Στους φίλους μου

Όχι τη νεκρική σιγή -
Ξεκούραστη είμαι πια ύστερα από μια νύχτα γαλήνια.
Ω, εκπνέω τη νάρκη του ύπνου,
Ακόμη το φεγγάρι νανουρίζοντας
Στα χείλη μου ανάμεσα.

Όχι τον ύπνο του θανάτου -
Μα τη συνομιλία μαζί σας
Ουράνια συναυλία…
Ζωή πάλι χορδίζοντας
Μες στην καρδιά μου.

Όχι των επιζώντων το μαύρο βήμα!
Βύθισμα ποδοπατημένο σε ύπνο, που κομματιάζει το πρωί
Αστέρια καλυμμένα πίσω από σύννεφων πέπλα
Κρυμμένα το γιόμα -
Έτσι συνέχεια ν' ανταμώνουμε πάλι.

Στο γονικό μου σπίτι πια
Μένει ο Γαβριήλ, ο αρχάγγελος…
Εκεί ολόψυχα ποθώ μαζί σας
Καλότυχη ηρεμία να γλεντήσω -
Η αγάπη περιπλέκεται στα λόγια μας.

Από το δαιδαλώδη αποχωρισμό
Υψώνονται πλάι - πλάι κουρνιασμένοι χρυσοί στήμονες,
Κι ούτε μια μέρα αγλύκαντη δε μένει
Ανάμεσα στο μελαγχολικό φιλί
Και το αντάμωμα!

Όχι τη νεκρική σιγή -
Έτσι μ' αρέσει να υπάρχω, στην πνοή..!
Στη γη μαζί σας: κιόλας στον ουρανό.
Μ' όλα τα χρώματα στο μπλε βυθό ζωγραφίζοντας
Τη ζωή την αιώνια.

Έρχεται βράδυ

Βυθίζομαι στ' αστέρια καθώς έρχεται η βραδιά:
Να μην ξεμάθει το στρατί για την πατρίδα η ψυχή μου
Σκεπάζεται με πέπλα από παλιά κι η χώρα η φτωχή μου.

Όπως δυο σπόροι μύγδαλα λευκά
Είναι οι καρδιές μας κι αναπαύονται ερωτευμένες:
Μέσα στο ίδιο κέλυφος κλειστές, ζευγαρωμένες

…Το ξέρω, θα κρατάς το χέρι μου όπως παλιά
Στου χρόνου την αιωνιότητα θα είμαστε μαγεμένοι…
Όταν το ‘πε το στόμα σου -αχ, ένοιωσε η ψυχή μου μεθυσμένη.

Ιερουσαλήμ

Όπως ανάμεσα σε μαυσωλεία περιφέρομαι -
Απολιθωμένη είναι η Ιερή μας Πόλη.
Στων νεκρών των λιμνών της τις κοίτες αναπαύονται πέτρες
Αντί το αλλοτινό παιχνίδισμα νερογραμμών:
Έρχονται όλα και περνούν.

Κατάματα κοιτούν το διαβάτη τα βάθη -σκληρά΄
Στις ακίνητες νύχτες τους βουλιάζει εκείνος.
Νιώθω ένα φόβο που να καταβάλλω δε μπορώ.

Αν ερχόσουνα όμως…
Στ' ολόφωτο αλπικό παλτό τυλιγμένος
Κι έπαιρνες της ημέρας μου του δειλινού την ώρα -
Το χέρι μου ένα γύρο σου: βοήθεια κι άγια εικόνα.

Σαν και παλιά που στο σκοτάδι της καρδιάς μου δυστυχούσα,
Τότε, τα μάτια σου σύννεφα δυο γαλάζια
Με πήρανε μακριά  από τη θλίψη  πέρα.

Αν ερχόσουνα όμως
Στη γη των προγόνων,
Θα με συμβούλευες, λες κι είμαι ένα μικρό παιδάκι:
Ιερουσαλήμ, την Ανάσταση ζήσε!

Οι ζωντανές σημαίες του "Μοναδικού Θεού"
Μας χαιρετάνε:
Χέρια που πρασινίζουνε και σπέρνουν
Ζωοδόχο ανάσα.

η χορεύτρια Βάλλυ

Σε πράσινους βίους αγίων στους διαδρόμους του κήπου της
Τα απογεύματα, πέρα δώθε διαβαίνει
Κι απ’ το ευλαβές το δειλινό σε βασιλεία ουράνια είναι ανυψωμένη.

Τις βιβλικές γυναίκες, τις νεράιδες της,
Των προφητών τα πάθη ακούει πως θρηνούν
Του κόσμου που έβλεπαν τη συντριβή απ’ τη δική του ήδη απαρχή.

Μα στ’ ακροδάχτυλα της έμαθε αυτή να στέκει
Από τα κυπαρίσσια, του κόσμου τη συντέλεια που ξεπερνούν.
Το βήμα της υψώνεται ελαφρό σε σιγανό χορό.

Έπονται δυο λυκόσκυλα λευκά της άμαξας της,
Πράξεις ανώτερες μας ιστορούν
Των άκρων τα φερσίματα της.

Κείτομαι  κάπου στου δρόμου την άκρη

Στου δρόμου κείτομαι κάπου την άκρη εξαντλημένη
Πάνω από μένα η ερεβώδης κρύα νύχτα
Κι ανήκω κιόλας των νεκρών – μ’ αυτούς είμαι θαμμένη.

Να πάω  πια πού; - από τη φρίκη σκιασμένη –
Που σιωπηλά και με τραγούδια εσάς αναπολούσα
-εγώ: του φεγγαριού-
Και χίλια πλάτη έφτιαχνα γαλάζιου ουρανού.

Η σεπτή αγάπη που έχετε εσείς ποδοπατήσει
Είναι απείκασμα Θεού..!
Που άκριτα και στα τυφλά έχετε αφανίσει.

Γι’ αυτό και ζούσαμε εσύ κι εγώ σε ένα πηγάδι -
Και όμως: στον παράδεισο - πιωμένοι
χωρίς λουλούδια, απογυμνωμένοι.

Η εκδιωγμένη

Ολόκληρη είναι η μέρα στην ομίχλη τυλιγμένη
Κι οι κόσμοι όλοι συνευρίσκονται χωρίς ψυχή –
Όπως σ’ ένα σκαρίφημα, μόλις σκιαγραφημένοι.

Καμιά καρδιά δεν ήταν στη δική μου ευγενική – πάει πια καιρός…
Πάγωσε ο κόσμος και ξεθώριασε ο άνθρωπος.
Έλα μαζί μου να προσευχηθείς, γιατί εμένα ανακουφίζει ο Θεός

Που έχει πάει η πνοή που απ' τη ζωή μου έχει βγει;
Ονειρεύομαι σε ωχρή εποχή –  όμως σ’ αγάπησα πολύ…
Και περιφέρομαι μαζί, ανέστια, με τα θηρία εδώ και κει.

Να πάω πού, όταν βρυχάται παγερά η θύελλα απ’ το Βορρά;
- Τ’  ανήμερα αγρίμια που τολμούν απ’ τα χλωρά έξω να βγουν -
Στην πόρτα σου εγώ μπροστά, ένα ματσάκι είμαι από Ψυλλόχορτα.

Σύντομα θα είναι οι ουρανοί με δάκρυα ξεπλυμένοι
Κι εσύ κι εγώ κι οι ποιητές
Στις κούπες των, τη δίψα μας θα έχουμε σβησμένη.

Ξέρω

Όλα τα δέντρα αφού φεγγοβολούν
Μετά του Ιούλη το φιλί που λαχταρούν –
Το ξέρω, πως σε λίγο πρέπει να πεθάνω.

Το όνειρο μου γίνεται θαμπό,
Δεν δημιούργησα ποτέ ένα τέλος πιο μουντό
Μες στα ποιήματα μου.

Μου κόβεις ένα λουλούδι για χαιρετισμό
Που τ’ αγαπούσα κιόλας από το βλαστό
Όμως το ξέρω, πως σε λίγο πρέπει να πεθάνω.

Η πνοή μου αιωρείται πάνω από το ρεύμα του Θεού –
Κι εγώ το πόδι μου αθόρυβα ακουμπώ
Επάνω στης αιώνιας κατοικίας την ατραπό.

Νοσταλγία

Δεν ξέρω τη γλώσσα
Της ψυχρής τούτης χώρας
Μήτε το βήμα της μπορώ να βαδίσω.

Κι ούτε τα σύννεφα,
Μπροστά μου που περνούν,
Ξέρω τι να σημαίνουν.

Η νύχτα είναι μια θετή βασίλισσα.

Όλο στο νου μου έρχονται των Φαραώ τα δάση
Και ασπάζομαι τις εικόνες των άστρων μου.

Ήδη φέγγουν τα χείλη μου
Και λένε μελλούμενα,

Και είμαι ένα βιβλίο με εικόνες παιδικό,
Πάνω στα γόνατα σου.

Όμως η όψη σου υφαίνει
Ένα πέπλο από κλάμα.

Από τα λαμπερά πουλιά μου
Έχουνε τα κοράλλια βίαια αφαιρεθεί,

Στους φράχτες των κήπων
Πετρώνουν οι εύθραυστες φωλιές τους.

Ποιος να μυρώσει τα νεκρά παλάτια μου,
Τα στολισμένα με τα στέμματα των πατέρων μου -
Οι δεήσεις τους βούλιαξαν στο ιερό ποτάμι.