Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 34

Άμε - Μαγδαληνή Θωμά

photo © Στράτος Προύσαλης

photo © Στράτος Προύσαλης

Μια μαρουδίτσα περπατάει στο λαιμό της έτοιμη να μπει μέσα στην μπλούζα της. Πού θέλει να πάει; Πιο μακριά από κει που πηγαίνανε αυτοί; Δεν θα μπορούσε να το ξέρει αυτό μια Γιαπωνέζα.
    «Με συγχωρείτε, έχετε μια μαρουδίτσα!»
    Γυρίζει, του γελάει. Δυο λακκάκια στην άκρη από τα χείλια της. Ο Χάρης νιώθει την καρδιά του να χτυπάει. Μόλις σταματάει, η μαρουδίτσα έχει πετάξει.
    «Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα;» τον ρωτάει με κάτι αγγλικά που ψαλιδίζουν τον αέρα σαν χελιδόνια. Της απαντάει, «είναι κάμποσο», καταλαβαίνει, δεν καταλαβαίνει αυτή, κουνάει το κεφάλι της με κατανόηση. Θα μπορούσε να είναι ένα σκέρτσο, όπως εκείνα που ετοιμάζουν οι γκέισες με το τσάι... Και μετά πάνε στους κοκκινομάλληδες δυτικούς και σκαρφαλώνουν πάνω τους διπλώνοντας τα πόδια. Τις σφίγγουν τότε εκείνοι στα μπράτσα τους -αυτές είναι εύθραυστες και χλωμές σαν φουρκέτες- και μπαίνουν μέσα τους λυγίζοντάς τους το κορμί...
    Η Γιαπωνέζα φταρνίστηκε νευρικά, λες και κατάλαβε τις σκέψεις του: ήταν ένα φτάρνισμα καλυμμένο  με τις παλάμες της σαν αμάρτημα. Ο Χάρης τής έγνεψε με κατανόηση. Ένας χορός από δέντρα, μάντρες και τενεκεδένιες επιγραφές ανακατεύονταν έξω απ' το παράθυρο. Σκέφτηκε το άδειο του γραφείο. Να φεύγεις από το σπίτι σου χωρίς λόγο είναι μια αόριστη ιδέα, όταν δεν σου μένει τίποτε άλλο, συγκεκριμένο. Διότι σ' αυτό πάνω κέρδιζε η ζωή του Χάρη ό,τι κέρδιζε: στο μη συγκεκριμένο. Κρίμα που οι άλλοι το έλεγαν αυτό «αδράνεια», «έλλειψη στόχου» και πάει λέγοντας. Ο Χάρης ήταν μάλλον ικανοποιημένος με την έλλειψη στόχων του: ένιωθε σαν τον Ρομπέν στο δάσος. Άμα είσαι μια ζωή άστοχος, τι να τους κάνεις τους στόχους; Δεν πάλευε με τα στοιχειώδη, κάτι του βρισκόταν για να ζήσει. Αλλά από αυτό, μέχρι να φτιάξει ο ίδιος τη ζωή του, ήταν ένα πέρασμα σε ποτάμι άγνωστο που δεν το ήξερε. Πιο καλά γνώριζε τα ποτάμια της Ιαπωνίας... κι ας μην είχε περάσει ποτέ του από κει, ούτε μια βόλτα!
    Η Γιαπωνέζα του έγνεψε κάτι. Αν τον ρωτούσε «με τι ασχολείσαι», θα μπορούσε να της απαντήσει «ψαρεύω!», ψέμματα δεν θα έλεγε. Είχε το αίσθημα του ταξιδεμένου που φλέγεται να μιλήσει για τα κατορθώματά του. Τι να σκεφτόταν εκείνη, πώς θα μπορούσε να τον βλέπει; Έψαξε τα μάτια της: κοίταζε τώρα μπροστά, αφοσιωμένη στην άγνωστη εικόνα ενός δρόμου που δεν κατείχε. Αδιάφορη; Μπορεί να έκανε την αδιάφορη. Αν μπορούσαμε να νιώσουμε τη σκέψη του άλλου, θα είχαμε κατακτήσει τη μισή ζωή. Η άλλη μισή στην Κίνα βρίσκεται, σκέφτηκε ο Χάρης, μπορεί και στην Ιαπωνία. Κι ένιωσε ξαφνικά τη διάθεση να της χαρίσει λίγη από κείνη τη μισή ζωή, τη ζωή του. Δεν ήξερε γιατί.
    Ούτε εκείνη ήξερε. Είχε αφήσει κάτι πίσω της για να έρθει στην Ελλάδα: ήταν μια παλιά ιστορία. Φυσικά δεν είχε ιδέα γι' αυτή ο ξένος στο διπλανό κάθισμα που την έτρωγε με τα μάτια τόση ώρα. Μήπως δεν το καταλάβαινε; Από την αρχή του ταξιδιού καρφωμένος, λες και δεν είχε ο δρόμος αξιοθέατα! Μα και να είχε, μπορούσε αυτός να τα δει; Δεν θα μπορούσε, ακόμα κι αν τον κάρφωνε με τη χιονισμένη μύτη του το όρος Φούτζι! Όχι το αληθινό, μα κείνο το ζωγραφιστό στις στάμπες του Χοκουσάι...
    Από μια τέτοια εικόνα είχε δραπετεύσει κι αυτή: το φεγγάρι σφύριζε πάνω από τις καλαμιές, η αύρα της ψυχής λιγόστευε. Ομίχλη, πούδρα από αστερόσκονη. Ένα σπίτι σφηνωμένο στην πλαγιά, ξύλινες βεράντες κι από κάτω να γυαλίζει το ποτάμι στο σκοτάδι. Ο τόπος που περνούσε τα καλοκαίρια της είχε το όνομα Γιαμασού της επαρχίας Σερόκο, μέρος απομονωμένο μέσα στα βουνά. Από την πίσω μεριά του σπιτιού, το μονοπάτι οδηγούσε στο δάσος με τις καλαμιές και τους κέδρους. Το ήξερε το μέρος αυτό, είχε εξερευνήσει κάθε γωνιά, όταν ήταν παιδί και μέχρι τώρα έδειχνε αναλλοίωτο, ένα κομμάτι παιδικής γης, μια πατρίδα που την μαθαίνουμε πρώτα με τα δάχτυλα.
    Μόνο που δεν ήταν όλα ζήτημα αφής. Στις ατελείωτες βόλτες με την αδερφή της, πάνω στο χτυποκάρδι της εφηβείας τα πρόσωπα πλήθαιναν, εκεί που η επιθυμία κυλούσε γοργά, ρυάκι ή φουσκωμένο ποτάμι -το ίδιο έκανε. «Τον ξέρεις εσύ αυτόν...» και «πες μου για τον άλλον, έχεις βγει μαζί του;» Δεν ήταν οι απαντήσεις που μετρούσαν φυσικά. Οι απαντήσεις ήταν λιγότερες από τα βήματα στο δάσος, στις περιπλανήσεις τους. Κοριτσίστικα λόγια και έργα άγραφα, όπως βάζουμε σε έναν χάρτη τους δρόμους και τα σημεία του ορίζοντα. Επειδή ξέρουμε πως ακόμα κι αν αλλάξουνε οι δρόμοι αυτοί, θα μείνει η πρώτη χάραξη στο μέρος που ξεκινήσαμε για πρώτη φορά και για πάντα.
    Μια τέτοια πρώτη χάραξη ήταν και η αγάπη της για την αδερφή της. Μπορεί να ήρθαν ύστερα άλλα δρομολόγια, σταθμοί και σταυροδρόμια, τι σημασία έχει: το αίσθημα εκείνο έμεινε το πρώτο πλάνο της ζωής της, ο πρώτος  χάρτης της ψυχής -άλλο αν ξέχασαν μετά τα καλοκαίρια και χώρισαν όπως τα πουλιά.
    Εκείνο το απόγευμα έφταιγε, τίποτε άλλο. Όλα τ' άλλα ήρθανε μετά. Και ήτανε τόσα πολλά, με πόσα δάχτυλα να τα μετρήσει; Πιο πολλά από κείνα που έδειχναν τη σιωπή τις ώρες που κάθονταν οι δυο τους με ένα βιβλίο στα χέρια και δεν μίλαγαν, διότι τι να έλεγαν. Το κακό είχε γίνει. Από κείνο το απόγευμα είχε ξεκινήσει. Της έλεγε για τον Γιόσι και η αδερφή της είχε κλείσει τα μάτια σαν να ονειρευότανε.
    «Μ' ακούς;»
    Την άκουγε, εννοείται για να την παρακούσει. Όλα στον Γιόσι ανεξερεύνητα και βαθιά, πιο βαθιά από τη λόχμη του δάσους. Εκεί είχαν βρεθεί τις προάλλες! Είχε ο Γιόσι κάτι χέρια ζεστά και ανήσυχα τόσο, όσο και το κορμί της. Και μετά τα μαλλιά του, η μυρωδιά από τα φιλιά που της έδινε... Ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει τι κρατούσε από το τέλος το φιλί τους, μια γεύση κοινή, λες και τρώγανε από το ίδιο πιάτο. Λες κι ανέβαιναν λαχανιάζοντας τον ίδιο γκρεμό. Το θυμάται και ζαλίζεται, διάολε, πώς γίνεται να είναι ο Γιόσι τόσο όμορφος;
    Η αδερφή της σηκώνει τον ώμο σαν να λέει, και πού θες να ξέρω εγώ; Αλλά την έβλεπε όλη αυτή την ώρα που την κοιτούσε λιγωμένα. Έφταιγε, σου λέω, το απόγευμα. Καθισμένες στην προβλήτα του ποταμού, καλοκαίρι. Τα πόδια τους μόλις αγγίζουν το νερό, κάνουν στην επιφάνεια του νερού κύκλους δίπλα στα ζουζούνια που βουίζουν ζαλισμένα. Ο αέρας πιο πηχτός από το μέλι.
    Εκεί ακριβώς συνέβηκε, σ' εκείνη τη στιγμή μέσα: Ό,τι είδε ύστερα δεν ήταν παρά η αντανάκλαση εκείνης της στιγμής, ο αντικατοπτρισμός εκείνης της ευτυχίας. Πόσο κράτησε ο τσακωμός τους με τον Γιόσι, μια μέρα, δυο, έναν μήνα; Στο μήνα επάνω, έπιασε την αδερφή της να τον αγκαλιάζει μέσα στην καλύβα του κυνηγού! Τόσο περιορισμένη έμοιαζε εκείνη η καλύβα, πού χώρεσαν; Ένα μέρος όπου παραφύλαγαν οι κυνηγοί να σκοτώσουν τα πουλιά, μια παγίδα... Ποτέ δεν περίμενε να παγιδεύσει τόσο τη ζωή της! Αλλά φαίνεται ότι οι μεγάλοι έρωτες θέλουν μικρή σκεπή να τους σκεπάζει και στρώμα θανατηφόρο! Όταν δεν φέρνει θάνατο, φέρνει την Ανάσταση και τούμπαλιν.
    Πού να ξέρει κι αυτή τι φέρνει ο έρωτας, το σίγουρο ήταν πως δε θα το μάθαινε στην Ελλάδα! Έριξε άλλη μια ματιά στο συνταξιδιώτη δίπλα της που τον έκανε να τιναχτεί από το κάθισμά του. Χαριτωμένα  τ' αντανακλαστικά που δείχνουν αγάπη κι όταν δείχνουν μίσος είναι ένα άλλο μερτικό, στην αγάπη πάλι. Να ρωτούσε τ' όνομά του; Καλύτερα να μη το μάθαινε ποτέ. Είχε ακούσει πως οι ανώνυμες συναντήσεις είναι και οι πιο δικές μας τελικά: τίποτα δεν παρεμβαίνει να τις χαλάσει, η πραγματικότητα δεν μπορεί να δείξει τα δόντια της εκεί. Μόνο η σκέψη τις ροκανίζει, ένα άλλο τρωκτικό... Όμως αυτό θα είναι ένα άλλο άλυτο ζήτημα.
    Πού ήτανε; Α, στο μέρος όπου συνέλαβε την αδερφή της με τον δικό της. Έκλεισε την πόρτα ζαλισμένη, παραπάτησε μερικά βήματα... Χωρίς το στοιχειώδες ένστικτο αυτοσυντήρησης, θα έπεφτε στο νερό δίπλα να πνιγεί! Ευτυχώς που τα χόρτα που πατούσε βούλιαζαν μαζί της... Τίποτα δεν γινόταν να σταθεί όρθιο ούτε για λίγο.
    Ούτε για πολύ. Διότι τόσο κράτησε η σχέση του Γιόσι και της Μάρικο, για πάντα! Κι ήταν, να πεις παράξενο, ποτέ δε θυμότανε την αδερφή της ν' αντέχει στο περπάτημα. Μόνο τον Γιόσι τον έφτασε στο γάμο και τον παντρεύτηκε. Δεν τον άφησε ποτέ μόνο μετά.
    (Κι αν έτσι όπως την κοιτούσε τώρα αυτός δίπλα, άπλωνε το χέρι της και του έπιανε το δικό του; Θα  έφτιαχνε μια διαφορετική διαδρομή μέσα στη διαδρομή τους, μια άλλη πορεία;)
    Ποτέ δεν γύρισε ο Γιόσι το βλέμμα του πάνω της ξανά. Ήταν σαν να πήρε ο ουρανός ένα μόνο χρώμα. Ούτε σύννεφα, ούτε βροχή, ούτε κρύο, ούτε ζέστη. Ήρθε κι έστρωσε η ζωή μια κουβέρτα και τους σκέπασε ολόκληρους σ' ένα ύπνο προφυλαγμένο από όνειρα. Μικρό κομμάτι κρατούσε η ζωή προς το τέλος κι αυτό αδάγκωτο, σκεφτόταν για καιρό μετά, δαγκώνοντας τα χείλια της.
    Ήταν πολύς ο καιρός πράγματι, αλλά όχι περισσότερος από κείνο το βράδυ, καλά το είχε καταλάβει αυτή. Το αισθάνθηκε, όταν μαζεύτηκαν τα σύννεφα της βροχής. Κι έτσι όπως χτυπούσε η καταιγίδα τα στόρια, ξεχώρισε απ' έξω το πρόσωπό του κομμένο στις πρόσκαιρες λάμψεις ενός κεραυνού. Ώσπου να το καταλάβει, ο Γιόσι πέρασε μέσα σχεδόν απ' τ' ανοιχτά της χέρια! Ούτε τα παπούτσια του δεν τολμούσε να βγάλει, μόνο τα κράταγε βρεμένα πάνω στην ψάθα. Ψιθύρισε κάτι, «η βάρκα», «το ρεύμα του ποταμού...», αλλά η φωνή του ακούστηκε πιο αναιμική κι από τον άνεμο.
    Τον πήρε μέσα και του έδωσε πετσέτα να σκουπιστεί. Σιγά σιγά, βρέθηκε μέσα στα φιλιά του... Αγκαλιάστηκαν πάνω στο τατάμι. Είχε το αίσθημα ότι δεν μπορούσε να ξεφύγει πουθενά, από αυτόν κυρίως. Και πού να πάει... Βρισκόταν στο σταυροδρόμι της ευτυχίας και της απελπισίας, εκεί που σμίγουν κι εκεί που ξεχωρίζουνε, στην αρχή δηλαδή του κόσμου! Κι όπως χάιδευε ξανά τα κλειστά του βλέφαρα πάνω από κείνο τον κόσμο, τι αξίζει, σκεφτότανε, να πάρεις τον κόσμο από την αρχή... Για να τον φτάσεις μέχρι το τέλος, μέχρι την αγκαλιά του Γιόσι... Ένα απόλυτο βίωμα έχει κι αυτό τον κόπο του: δεν σου φέρνει πάντα τον κεραυνό η καταιγίδα!
    Μην τα πολυλογούσε, έγινε αυτό που έγινε και την επομένη μάζεψε τα μπογαλάκια της και πάει. Όπου φύγει φύγει. Η Ελλάδα της φαινόταν μια χαρά. Την σπούδαζε στο πανεπιστήμιο στην ιστορία της τέχνης, είχε αυτή τη δικαιολογία κι έπειτα τελείωνε το καλοκαίρι κι ο Γιόσι θα επέστρεφε εκεί απ' όπου είχε ξεφύγει, στην αγκαλιά της αδερφής της, δηλαδή. Ο κόσμος θα προχώραγε κι άλλες πορείες θα χαράζονταν στο χάρτη, ούτε γινόταν να μείνει για πάντα στο ταξίδι αυτό.
    Γύρισε προς τον συνταξιδιώτη της, «δεν γίνεται να μείνουμε για πάντα στο ταξίδι», ήθελε να του πει. Μα εκείνος κρατούσε τα μάτια κλειστά. Το λεωφορείο κουνούσε νανουριστικά, δεν είχαν περιθώρια. Το μόνο που την ανησυχούσε ήταν πως το ένιωθε όλο και περισσότερο να πλησιάζει: στο βάθος του δρόμου από μακριά ξεχώριζε ένα άλλο σταυροδρόμι. Το λεωφορείο άρχισε να χαμηλώνει ταχύτητα, μέχρι που σταμάτησε ακριβώς πάνω στη διασταύρωση. Ένιωσε το σώμα της να βαραίνει από τις σκέψεις του κι έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. Τα μάγουλά της ήταν μουσκεμένα... Μπαίνοντας στα μισόνερα του ύπνου, αισθάνθηκε την αγκαλιά του δίπλα ν' ανοίγει μαλακά. Αγκάλιασε τον ξένο σαν να τον γνώριζε από πάντα.

    Ο Χάρης πετάχτηκε πάνω όρθιος, μουδιασμένος από τον ύπνο: το λεωφορείο ήταν σταματημένο και άδειο! Κι όσο μπορούσε να ξεχωρίσει από την πυκνή βλάστηση γύρω, βρίσκονταν μέσα σ' ένα δάσος. Θυμήθηκε πως λίγο προτού τον πάρει ο ύπνος, είχαν ακολουθήσει μια παράκαμψη... Ήταν τότε που η Γιαπωνέζα δίπλα είχε γυρίσει το κεφάλι σαν να ήθελε κάτι να τον ρωτήσει. Αυτός υπνωτισμένος άφησε τα μάτια του να κλείσουν, γεγονός που δεν τον εμπόδισε βέβαια να δει τα δάκρυά της. Αισθάνθηκε τότε την ανάγκη να την προστατέψει από κάποιον κίνδυνο και άνοιξε την αγκαλιά του. Είχε τη βεβαιότητα ότι θα την υπεράσπιζε μπροστά στο απρόβλεπτο, διώχνοντας όλα τα δεινά μακριά.
    Αλλά τώρα ήταν μόνος, εκείνη είχε γλιστρήσει από τα χέρια του, οι υπόλοιποι συνταξιδιώτες από το όχημα και μονάχα αυτός κοιμόταν ακόμα τον ύπνο τον ατάραχο! Κατέβηκε γρήγορα από την ανοιχτή πόρτα. Ο ήλιος διαθλούσε ένα δροσερό πράσινο ανάμεσα από τα φύλλα, ένας φλοίσβος ακουγόταν μακριά όπως να κύλαγε ποτάμι. Ζουζούνια ζουζούνιζαν, άγρια λουλούδια αναποδογύριζαν μέσα στα χόρτα... Φύσαγε αέρας με προμήνυμα βροχής.
    Κατηφόρισε προς τα κει που άκουγε νερό. Η βλάστηση πύκνωνε ολοένα. Δίπλα στο θάμνο σπαρτάριζε ένα κόκκινο. Κάποιο κοριτσίστικο ζακετάκι ήταν μπλεγμένο στ' αγκάθια, παρακάτω ένα παπούτσι. Μέχρι και μια σαγιονάρα είχε αναποδογυρίσει στα χαμόκλαδα.
    Η κοιλάδα βάθαινε, σκοτείνιαζε. Ο Χάρης στάθηκε με το στόμα ανοιχτό. Από πού είχε ξεφυτρώσει πάλι ετούτος ο αγριόχοιρος; Είχε σηκώσει τις τρίχες της πλάτης του μπροστά σε ένα φοβισμένο κορίτσι βουτηγμένο στο ποτάμι ίσαμε τη μέση! Ήταν η Γιαπωνέζα του λεωφορείου. Είχε βρεγμένα τα μαλλιά και ανάμεσα στα μάτια της κατέβαινε μια τούφα. Kοίταζε τον αγριόχοιρο και την κοίταζε κι εκείνος. Tέτοια μαγνητισμένη επικοινωνία ούτε ο Χάρης δεν μπορούσε να τη χαλάσει!
    Για μια στιγμή τα πράγματα παρέμειναν ως είχαν. Αλλά όταν το ζώο κινήθηκε απειλητικά προς τη μεριά της, ο Χάρης αποφάσισε να δράσει. Άρπαξε ένα παλούκι από κάτω και τον σημάδεψε. Ο κάπρος γύρισε, τον είδε. Είχε το πιο ανέκφραστο βλέμμα του κόσμου. Το ίδιο παρέμεινε και μετά: ανέκφραστο ίσαμε το τέλος. Διότι το ξύλο που εκτοξεύτηκε, τον προσπέρασε και αντί γι' αυτόν, πέτυχε κατάστηθα την κοπέλα πίσω!
    Πάντα ήταν άστοχος ο δυστυχής Χάρης, μα τόσο δεν περίμενε να του το δείξει η ζωή! Μπορεί η έλλειψη των στόχων του να βρήκε τη σωστή στιγμή της, μπορεί η στιγμή αυτή να ήταν και η πιο άτυχη, ένα ήταν το ζήτημα: ποτέ η ζωή του δεν έγινε πιο συγκεκριμένη από τώρα! Το πιο άστοχο βίωμα ήταν τελικά και το πιο συγκεκριμένο.
    Δε θέλω άλλο συγκεκριμένο, σκέφτηκε ο Χάρης που προσπαθούσε ματαίως να κουνήσει την εικόνα από το πραγματικό στο συμβολικό. Αδύνατον. Η Γιαπωνέζα του είχε χτυπηθεί σφόδρα στην καρδιά, τελεία και παύλα. Το είχε κάνει ο ίδιος, αυτοπροσώπως, όχι με κάποιο κομψό βέλος, μα μ' ένα παλούκι που προοριζόταν για αγριογούρουνο! Το αγριογούρουνο αναστέναξε και χάθηκε στο δάσος. Ο Χάρης πλησίασε την κοπέλα.
    Τον κοίταξε με τα πιο λυπημένα μάτια του κόσμου έτσι όπως άγγιξε με το χέρι του τα μαλλιά της. Κι όπως έσβηνε ο ήλιος από πίσω, ένα χάλκινο χρώμα άναβε στο σώμα της. Έμοιαζε με κάποιο άγαλμα στο όριο της ζωής και της αθανασίας.
    «Δεν πρόλαβες ούτε τ' όνομά σου να μου πεις...», μουρμούρισε ο Χάρης, άκαιρος μέχρι το τέλος.
    Την τράβηξε μαλακά από το νερό που έβαψε πίσω της μια γραμμή αίμα και την έβγαλε έξω στην όχθη. Το άσπρο πουκάμισο είχε ένα θολό κόκκινο λεκέ μπροστά στο στήθος. Το ξεκούμπωσε, τα στήθη της πρόβαλαν κάτασπρα κι ανάμεσά τους ξεχώριζε το σημάδι σαν μια μικρή τρύπα, ξεπλυμένη. Ήταν τόσο μικρή, πώς μπόρεσε να χωρέσει ένα τόσο μεγάλο θάνατο! Κι όπως βασίλευαν τα μάτια της, κάτι τον τράνταξε δυνατά, ένα κούνημα μηχανικό λες κι έπαιρνε πάλι μπροστά το λεωφορείο. Η Γιαπωνέζα τρίφτηκε στην αγκαλιά του και άνοιξε πάλι τα μάτια! Του χαμογέλασε με τα λακκάκια των χειλιών της. Σαν από θαύμα το όχημα βγήκε από το λάκκο του, ενώ ο Χάρης μπήκε στο κάθισμά του. Όλα  επανήλθαν ως είχαν και μονάχα το μπράτσο του μετεωρίστηκε μουδιασμένο από τ' αγκάλιασμα.
    «Φτάσαμε;», τον ρώτησε με αναγεννημένη φωνή. Κοίταξε αυτός έξω το σταυροδρόμι που πλησίαζε ανάμεσα στους βρόμικους τοίχους και στις μάντρες και ένα αίσθημα παράξενο τον κατέλαβε, ακόμα πιο παράξενο από το όνειρο που τον είχε βυθίσει προηγουμένως. Αισθάνθηκε ξαφνικά πως σ' όλη του τη ζωή δεν περίμενε τίποτε άλλο από εκείνη τη στιγμή, εκείνο εκεί το σταυροδρόμι: ήταν το μέρος που την ξανάβρισκε. Σε λίγο θα έφταναν στο σταθμό και θα την έχανε για πάντα -θα την έχανε ζωντανή βέβαια, καλύτερο. Πώς να της το έλεγε; Εκείνο που δεν γινόταν να της πει ποτέ, ήταν εκείνο που θα τη σκότωνε. Μακριά του θα έμενε ζωντανή -το προτιμούσε. Πόσο ικανό είναι ένα χέρι που οπλίζει την καταστροφή και τον αφανισμό του άλλου; Όλη η ζωή έφτανε να το καταλάβει ο Χάρης, πως δεν είχε άλλα χέρια από αυτά.
    Αν όμως δεν προσπερνούσαν ποτέ εκείνο το τελευταίο σταυροδρόμι, όλα τα πράγματα θα σταματούσαν εκεί, στην πρώτη τους στιγμή, την πρώτη τους ασάλευτη διάρκεια! Δεν θα την έχανε ποτέ, μα ούτε και θα τη γνώριζε και κυρίως δεν θα ρωτούσε ποτέ να μάθει τ' όνομά της...
    Να η σκέψη που τον φαγούριζε για ώρα μετά. Το λεωφορείο προχώρησε, μπήκε στο σταθμό των λεωφορείων. Ναυαγισμένα υπόστεγα, κόσμος με βαλίτσες. Ούτε που τα πρόσεχε όλα αυτά ο Χάρης. Όπως πάταγε το σκαλί να κατέβει, η Γιαπωνέζα μπροστά, γυρίζει τον κοιτάζει. Σα να θέλει να του πει πολλά, μα δεν μπορεί ούτε κι εκείνη. Από το στόμα της βγαίνει μονάχα μία φράση:
    «Να σας τραβήξω μια φωτογραφία;»
    Αμήχανος ο Χάρης κουνάει το κεφάλι του με χαρά. Στήνεται μπροστά της, τον σκοπεύει αυτή τώρα με το μάτι της κάμερας. Κι όπως ανακατεύονται τα μαλλιά του στον αέρα που σηκώνεται, η Γιαπωνέζα γελάει και πατάει το κουμπί. Θα μπορούσε να της ζητήσει να του στείλει τη φωτογραφία, να μάθει διεύθυνση, πόλη, κάτι τέλος πάντων απ' αυτή την άγνωστη κοπέλα. Ή ακόμα, στην καλύτερη περίπτωση που δε θα τολμούσε να φανταστεί ούτε στα όνειρά του, να της ζητήσει να μιλήσουνε και να γνωριστούνε. Να πάνε και για κανένα καφέ, γιατί όχι;
    Όμως αντί για όλα αυτά, την κοιτάζει άπρακτος. Διστάζει... μόλις που ανοίγει το στόμα του:
    «Πώς σε λένε;», ψελλίζει.
    «Γιάσου», απαντάει αυτή.
    «Γεια σου;»
    Κουνάει το κεφάλι της γελαστά δυο τρεις φορές, όπως κάνουν οι Γιαπωνέζοι.
    «Γιάσου», προφέρει πάλι τ' όνομά της πιο καθαρά.
    Απογοητευμένος ο Χάρης παίρνει βαθύ αναστεναγμό. Κι έτσι όπως της δίνει το χέρι να τη χαιρετήσει -ένα χέρι ζεστό κουρνιάζει μαλακά μέσα στο δικό του- τι όμορφα θα ήταν, σκέφτεται, να δάγκωνε κι αυτός λιγάκι από το φρούτο της ζωής, όχι πολύ, όχι να το καταβροχθίσει ολόκληρο με όλα τα ζουμιά του -τι αηδία!- μα όσο να πάρει  ένα άρωμα, να βρέξει λίγο τα χείλια του. Όπως έβρεχαν τώρα τα χέρια τους οι πρώτες σταγόνες της βροχής.
    Κι εκεί που έκανε πάλι η Γιαπωνέζα να φύγει...
    «Στάσου!», της φωνάζει. Εκείνη γυρίζει πίσω, στέκεται. Στα μάτια της αναβοσβήνει κάτι σαν επιθυμία.
    «Ήθελα να σε ρωτήσω...»
    Η βροχή αρχίζει να πέφτει πιο δυνατά. Η Γιαπωνέζα ανυπομονεί, περιμένει με τη βαλίτσα στο χέρι.
    «Τίποτα»,  συμπληρώνει ο Χάρης θλιμμένα. Κι επειδή δεν ξέρει τι άλλο να προσθέσει:
    «Πώς τη λένε τη βροχή στα γιαπωνέζικα;» τη ρωτάει αμήχανα.
    «Άμε», του απαντάει και του φαίνεται κάπως σα να εννοεί «αμήν!»
    Και τι να την κάνει τέτοια οριστική λέξη ο Χάρης; Να την κρατούσε στο μυαλό του φυλαχτό, αφού δεν μπορούσε να κρατήσει εκείνη... Τέτοιες λέξεις-φυλαχτά γίνονται βάλσαμο ψυχής και μας προστατεύουν από τους άλλους -καμιά φορά και από μας τους ίδιους.
    Η Γιάσου φεύγει μέσα στη βροχή και η βαλίτσα τής κόβει τα χέρια. Κι όπως σηκώνει τα μάτια της στον ουρανό (η βροχή τη ραβδίζει τιμωρητικά) κάνει μια ευχή σαν χαϊκού και την κλείνει στο μυαλό της. Να τον ξαναδεί, σκέφτεται, έστω και σε μια φωτογραφία! Και χαίρεται σα να είναι η φωτογραφία το τελευταίο μέρος του κόσμου που θα μπορούσε ο Χάρης να κρυφτεί.
    «Δε θα τον χάσω ποτέ», μονολογεί κι αμέσως νιώθει την ειρωνεία της φράσης. Από τότε που ξύπνησε στην αγκαλιά του στο λεωφορείο, ο πονοκέφαλος τής έφυγε σαν να στρώθηκε ο δρόμος ρόδα. Κρίμα μόνο που δεν μπόρεσε τόσο νερό να τα ποτίσει! Και θυμήθηκε τον αγαπημένο της Γιόσι σε μια άλλη βροχή, μακρινή και ξένη, τόσο ξένη που ούτε η ίδια τη γνώριζε πια. Πώς να λένε τη βροχή στα ελληνικά, αναρωτήθηκε, μα ήταν αργά να το ρωτήσει. Ένα πράγμα ήταν σίγουρο: η απώλεια του Έλληνα συνταξιδιώτη της, τόσο φρέσκια, έδειχνε κιόλας παλιό, τον πόνο της για τον Γιόσι! Παλιό και περασμένο. Γι' αυτό το λόγο και μόνο, δεν θα πήγαινε χαμένο το ταξίδι στην Ελλάδα.
    Όταν είχε επιστρέψει πια στο φοιτητικό της διαμέρισμα και έβαλε να δει τις φωτογραφίες στην οθόνη, πρόσεξε κάτι που δεν είχε πέσει ως τότε στην αντίληψή της σαν η φωτογραφία του Χάρη να είχε αλλάξει στο μέσο χρονικό διάστημα. Διότι, αντί για τις αποβάθρες του σταθμού πίσω του, η εικόνα πρόβαλε τώρα ένα φόντο εντελώς διαφορετικό από κείνο που θυμότανε: ψηλά δέντρα κύκλωναν στον ουρανό, ενώ από κάτω άφριζε τα νερά του ένα ποτάμι!

**

Η Μαγδαληνή Θωμά ζει στον Βόλο. Έχει εκδώσει το μυθιστόρημα Ο πόνος είναι μοναχικό ζώο (εκδόσεις Γαβριηλίδης) και τη νουβέλα Θα ερχόσουν μαζί μου στη Νορβηγία; (εκδόσεις Vakxikon.gr 2015).