Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 30

Άγγελος Χαριάτης: "Είμαι παιδί της πόλης"

5dabikihariatis.jpg
Συνέντευξη
στην Αλεξία Νταμπίκη
Συνομιλήσαμε με τον συγγραφέα Άγγελο Χαριάτη εξ αφορμής του νέου μυθιστορήματός του Το δάκτυλο (εκδόσεις Πηγή 2015).

 

Μπορείτε να μας πείτε ποια ήταν η έμπνευσή σας για Το δάκτυλο;
«Το δάκτυλο» ή για να είμαι περισσότερο ακριβής η απώλεια του δακτύλου είναι ένα πραγματικό γεγονός και συνέβη έτσι ακριβώς όπως περιγράφεται στις σελίδες του βιβλίου. Τρίχρονο αγόρι ξεφεύγει από την προσοχή των δικών του και προσπαθεί να ταΐσει ένα λύκο κλεισμένο στο κλουβί εξοχικής ταβέρνας, περνώντας τον για σκύλο. Αυτό το απίστευτο περιστατικό είχε δύο πρωταγωνιστές. Το λύκο και εμένα. Έχοντας λοιπόν ως βάση το συγκεκριμένο γεγονός, στόχος μου ήταν να επινοήσω την πραγματικότητα. Να μπλέξω την αλήθεια με το μύθο. Να δημιουργήσω την ιστορία. Θα έπρεπε λοιπόν ο ήρωας, νιώθοντας ότι αυτή του η ατυχία του στέρησε το δικαίωμα για μια φυσιολογική ζωή, να κάνει κάτι για αυτό. Να εκτονώσει την οργή του. Ένας από τους τρόπους που ξεπερνιέται η οργή είναι η κατανόηση. Ή η αποδοχή. Ή η εκδίκηση. Ο καλύτερος τρόπος για να «χτίσω» την ιστορία ήταν να επιλέξω την εκδίκηση. Μια εκδίκηση-πάθος. Μια εκδίκηση-εμμονή. Να βρει λοιπόν το λύκο. Και να τον σκοτώσει. Για να έλθει η εξιλέωση, για να έλθει η λύτρωση.  Ο ήρωας λοιπόν θα έπρεπε να δράσει βάσει οργανωμένου σχεδίου. Να μην γίνεται εύκολα αντιληπτός. Να καμουφλαριστεί. Τι πιο υποχθόνιο από το να είναι ένας δημοσιογράφος περιοδικού, κάτι αντίστοιχο του National Geographic, στην ελληνική του μορφή; Ταυτόχρονα όμως θα έπρεπε να φανεί η διαδρομή του. Να κατανοήσει ο αναγνώστης πως έφτασε σ’ αυτή την απόφαση. Για αυτό και θεώρησα απαραίτητο να υπάρχει ένα flashback, από τη στιγμή του περιστατικού μέχρι λίγο πριν αρχίσει να εργάζεται ως δημοσιογράφος. Με λίγα λόγια να υπάρχει ένα βιβλίο μέσα στο βιβλίο. Μια δημοσιογραφική αποστολή τον φέρνει αντιμέτωπο με τον έρωτα. Το απόλυτο δίλλημα. Εκδίκηση ή έρωτας. Τι θα πρέπει να αφήσει πίσω του ο ήρωας; Ποιο δρόμο θα ακολουθήσει; Τα διλλήματα είναι αυτά που κάνουν όμορφη τη ζωή μας, αν όχι όμορφη, τουλάχιστον περιπετειώδη. Ο ήρωας θα κληθεί λοιπόν να επιλέξει. Την επιλογή του δεν θα σας την αποκαλύψω. Θα ήταν σαν να έδινα έτοιμη τροφή στον αναγνώστη και αυτός δεν είναι ο σκοπός μου.

Ο αναγνώστης από ποια οπτική μπορεί να δει το βιβλίο σας; Πρόκειται για ένα σύγχρονο παραμύθι ή για ένα συμβολικό κείμενο πάνω στην ανθρώπινη φύση;
Ο αναγνώστης, ο κάθε αναγνώστης, έχει το μαγικό δικαίωμα να διαβάσει ένα λογοτεχνικό κείμενο κάτω από τη δική του οπτική γωνία, να κατανοήσει βάσει των δικών του εμπειριών, βάσει της δικής του φιλοσοφίας περί ζωής. Αυτή άλλωστε είναι και η μαγεία του βιβλίου γενικότερα. Θα μπορούσε λοιπόν να διαβαστεί και σαν σύγχρονο παραμύθι και σαν συμβολικό κείμενο και σαν αστυνομικό μυθιστόρημα, ίσως και ως ιστορία αγάπης. «Το δάκτυλο» είναι για μένα ένα καθαρά υπαρξιακό κείμενο. Αναφέρεται στις σχέσεις των ανθρώπων και ειδικότερα στις σχέσεις των ανθρώπων με το διαφορετικό. Ο ήρωας του μυθιστορήματος είναι, λόγω του ατυχήματος, διαφορετικός. Το ξέρει και το ξέρουν όλοι όσοι έχουν έρθει σε επαφή μαζί του. Προσπάθησα λοιπόν να εξερευνήσω τις πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης σε σχέση με τη διαφορετικότητα. Την όποια διαφορετικότητα. Άλλωστε ο λύκος και το ατύχημα ήταν η αφορμή. Η διαφορετικότητα υπάρχει σε πολλά επίπεδα. Θα ήθελα να προσθέσω ότι «Το δάκτυλο»είναι και σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης μια ματιά στη γενιά της μεταπολίτευσης.

Ποια είναι η σχέση σας με την άγρια φύση και ιδιαίτερα με τους λύκους;
Είμαι παιδί της πόλης. Η σχέση μου με την άγρια φύση περιορίζεται στα ντοκιμαντέρ του Cousteau και του National Geographic. Έχω επισκεφτεί δύο-τρεις φορές το Αττικό Πάρκο. Μέχρι εκεί. Σχετικά με τους λύκους; Μια φορά νομίζω ότι ήταν αρκετή. Τα όσα περιγράφονται στο βιβλίο για τους λύκους είναι έπειτα από σχετική έρευνα που πραγματοποίησα.

Ο ήρωας σας είναι αυτό που ονομάζουμε «κακό» παιδί. Βλέπετε με συμπάθεια τους ανθρώπους του περιθωρίου. Μιλήστε μας για αυτή τη σχέση.
Γενικότερα, ναι. Έχω μεγαλώσει στον Πειραιά. Σε μια γειτονιά που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μεσοαστική. Τουλάχιστον από τη μεταπολίτευση και έπειτα. Με φανερά τα σημάδια της εργατικής τάξης. Δεν ξέρω αν με βρήκαν ή αν τους βρήκα, η αλήθεια είναι πως πάντα με έλκυαν οι άνθρωποι του περιθωρίου. Οι περιθωριακοί κατά τη γνώμη μου χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Σε αυτούς που επέλεξαν την περιθωριοποίηση και σ’ αυτούς που τους επιβλήθηκε. Πίστευα και πιστεύω ότι κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός. Κάθε άνθρωπος έχει να σου δώσει κάτι. Από το ελάχιστο μέχρι το μέγιστο. Και εσύ να δώσεις με τη σειρά σου. Περιθωριακός μπορεί να είναι κάποιος που δεν ενδιαφέρεται για τις κοινωνικές συμβάσεις. Ένα πολύ έξυπνος άνθρωπος μπορεί να έχει θέσει εαυτόν στο περιθώριο.  Ένας υπέρβαρος ή ένας μοναχικός ή ένας ομοφυλόφιλος (ιδιαίτερα τα περασμένα χρόνια που τα πράγματα ήταν ιδιαίτερα σκληρά ως προς την αποδοχή της διαφορετικότητάς τους) μπορεί να τεθούν στο περιθώριο. Η ουσία είναι, μιλώντας καθαρά εγωιστικά και ωφελιμιστικά, ότι κέρδισα πολύ περισσότερα πράγματα από τους περιθωριακούς, από τον μπεκρή της γειτονιάς, πάρα από το κύριο με τη δεμένη γραβάτα στο λαιμό και το μυαλό.

Ετοιμάζετε κάτι αυτό τον καιρό;
Γενικότερα προσπαθώ να γράφω κάθε ημέρα από 500 έως 1000 λέξεις. Χρόνια τώρα. Μπορεί να είναι σκέψεις που πρέπει να καταγραφούν, χαρακτήρες που θα πρωταγωνιστήσουν σε κάποια επόμενη ιστορία, μια ιστορία που απλώς πέρασε σαν αστραπή και αν δεν γραφεί τουλάχιστον ως διήγημα θα με βασανίζει για μέρες. Πάνω λοιπόν σ’ αυτή τη βάση, βρίσκομαι στη φάση «καλλωπισμού» ή διορθώσεων αν θέλετε ενός πολιτικού μυθιστορήματος.
Ποια είναι η γνώμη σας για τη μυθιστοριογραφία όπως  εξελίσσεται σήμερα;
Για ένα είμαι βέβαιος. Ότι οι Έλληνες γράφουν. Ίσως να είναι στο DNA της φυλής. Υπάρχουν πολλοί εξαιρετικοί και δημιουργικοί συγγραφείς στη χώρα μας. Αν η γλώσσα μας ήταν παγκόσμια και κατ’ επέκταση και το αναγνωστικό κοινό, θεωρώ ότι θα υπήρχε τεράστια επιτυχία και αναγνώριση. Οι Έλληνες συγγραφείς φαίνεται να κινούνται στο πνεύμα των καιρών. Μυθιστορήματα όπως το «Μοιρολα3» του Βαγγέλη Ραπτόπουλου ή το «Ουρανός κάτω» του Διονύση Μαρίνου εκφράζουν τη γενικότερη μπερδεμένη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η κοινωνία μας. Άλλοι θεωρούν ότι ο συγγραφέας πρέπει να γράφει για το τώρα, για αυτά τα οποία συμβαίνουν, να δώσει μέσα από το γραπτό του το στίγμα των καιρών. Άλλοι θεωρούν ότι η λογοτεχνία θα πρέπει να είναι κατά ένα τρόπο ανεξάρτητη των όσων συμβαίνουν. Αφού μπορεί με ευκολία να κινηθεί στο παρελθόν, στο παρόν ή και στο μέλλον. Περιγράφοντας σχεδόν τα πάντα ή όσα αξίζουν να γραφούν. Νομίζω ότι προτιμώ και τα δύο. Αυτό που με ενδιαφέρει, κυρίως ως αναγνώστης, είναι να μπορώ να διαβάσω ένα καλό κείμενο. Να με ξεκουράσει ή να με προβληματίσει. Να με κάνει να νιώσω.