Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 27

Τριστάν Κορμπιέρ: Κίτρινες Αγάπες

Μεταφράζει η Άντυ Δημητριάδου
dimcorbiere27.jpg
Ο Τριστάν Κορμπιέρ (το πραγματικό του όνομα είναι: Εντουάρ Ζοασίμ Κορμπιέρ), γεννήθηκε στις 18 Ιουλίου του 1845. Στα δεκατέσσερά του χρόνια, μπήκε με επίδομα στο Αυτοκρατορικό Λύκειο του Σεν Μπριέ. Από την ηλικία αυτή, όμως και μετά, άρχισε να υποφέρει από ρευματική αρθρίτιδα, γεγονός που στιγμάτισε τον ψυχισμό του για όλη την υπόλοιπη σύντομη ζωή του.
Η κατάσταση της υγείας του που επιδεινώθηκε ραγδαία, τον υποχρέωσε να διακόψει τις σπουδές του και να επιλέξει την περιθωριακή ζωή. Ταξίδεψε στη Νότια Γαλλία και αφοσιώθηκε στη μελέτη των έργων του Βίκτωρ Ουγκώ, του Μπωντλαίρ και του ντε Μυσέ.
Άλλαξε το κανονικό του όνομα, Εντουάρ Ζοασίμ, με εκείνο του Τριστάνου, παίζοντας με την προφορά και τις έννοιες των λέξεων (Tristan Corbière: triste en corps bière: θλίψη πτώματος σε φέρετρο). Το 1873 δημοσίευσε τη μία και μοναδική του ποιητική συλλογή «Οι κίτρινες αγάπες», η οποία, όμως, παρέμεινε για καιρό στο περιθώριο. Το έργο του Κορμπιέρ δεν αναγνωρίστηκε καθόλου όσο ζούσε, αλλά έγινε γνωστός μετά το θάνατό του εξαιτίας του Βερλαίν, ο οποίος του αφιέρωσε ένα κεφάλαιο από το δοκίμιό του «Οι καταραμένοι ποιητές» (Les Poètes maudits, 1883).
Ο Κορμπιέρ πέθανε στο Μορλαί την 1 Μαρτίου του 1875. Δεν κατάφερε να κλείσει τα 30 του χρόνια κι είχε ήδη ζήσει μια ζωή γεμάτη απομόνωση και ταλαιπωρία, καθώς ήταν συνεχώς καθηλωμένος από την αρρώστια του.  Άτυχος στον έρωτα και προσκολλημένος σε ένα πάθος μοναδικό και αποκρουστικό, λάτρευε τη θάλασσα που μεταφορικά έγινε η πραγματική του σύζυγος. Το ταλέντο του άργησε να αναγνωριστεί κι έτσι να αποκατασταθεί το όνομά του. Η παλιά δημόσια βιβλιοθήκη στο Μορλαί πήρε το όνομά της από τη μοναδική του ποιητική συλλογή Κίτρινες αγάπες.
Λουλούδι τέχνης

Ναι  - Τι τέχνη ζηλιάρα στη λεπτή Σου ιστορία!
Τι στολίδια ακριβά! - Ένα κομμάτι σονέτο,
Μια καρδιά χαραγμένη στο μαύρο σου φέρσιμο,
Με χτυπήματα στιλέτου χαρακιές σουγιά. –

Περήφανη η καρδιά μου φορά στο πέτο
Που του έραψες, ένα μικρό μπουκέτο
Κόκκινου αθάνατου – Πάλι το φέρσιμό σου —
Το αίμα σε άνθος. Ενθύμιο γοητείας.

Λοιπόν, όχι δάκρυα στη μνήμη μας!
— Είναι το αρσενικό-θάνατος της αγάπης εδώ —
ξεφτίδι του μη με λησμόνει, παλιό σακουλάκι μπουφέ!

Γυναίκα διφορούμενη, φύγε! ... Γάιδαρος να σου γκαρίζει!
Αν δεν ήσουν ψεύτικη, άραγε θα΄σουν αληθινή;...
Μονομαχία είναι η αγάπη: - Πολύ συγκινημένος! Σας ευχαριστώ.

Ώρες

Έλεος για τον κυνηγημένο κακοποιό
Κακό μάτι στο μάτι του δολοφόνου!
Σίδερο στο σίδερο του εκτελεστή!
- Η ψυχή μου δεν δίνει χάρη! –

Είμαι τρελός για την Παμπλόνα,
Φοβάμαι το γέλιο του φεγγαριού,
Σπιούνος, με το μαύρο του  κρέπι...
Φρίκη! τα πάντα είναι σβησμένα λοιπόν.

Ακούω κάτι σαν κουδουνίστρα...
Είναι η ώρα η κακιά που με καλεί.
Στην άβυσσο των σκοταδιών πέφτει: μια πένθιμη καμπάνα... δυο

Μέτρησα πάνω από δεκατέσσερις ώρες...
Ώρα και δάκρυ – Κλαις,
Καρδιά μου!... Τραγούδα ξανά, εμπρός - Μην το μετράς.

Νεκρή φύση

Κούκους η πένθιμη Καμπάνα
Έκανε να αναπηδήσουν, στο σκοτάδι,
Ο κούκος , του γέρου εκκρεμές,

Και η κουκουβάγια, φρουρός,
Στην κορνίζα της στο φως των κεριών
Που φλογίζει μέσα από τα μάτια της.

- Άκου την κουκουβάγια να σωπαίνει...
- Κραυγή του δάσους: Αυτό είναι το καρότσι
Του θανάτου, κατά μήκος του δρόμου...

Και, με ένα χαρούμενο πέταγμα, το κοράκι
Κάνει τον κύκλο της στέγης όπου ξενυχτούν
Τον θανόντα που αύριο φεύγει.

Το Παρίσι την ημέρα    

Δες στους ουρανούς τον μεγάλο λαμπερό κόκκινο δίσκο από χαλκό,
Τηγάνι τεράστιο όπου ο Καλός Θεός μαγειρεύει
Το μάννα, τον διαβολάκο (1), το αιώνιο πιάτο ημέρας.
Τον βουτάει στον ιδρώτα και με αγάπη καρυκεύει.

Οι Λαριντόν (2) σε κύκλο πλάι στο φούρνο περιμένουν,
Ταγγιάς σάρκας ο ψίθυρος ακούγεται αμυδρά,
Κι οι μεθυσμένοι είναι εκεί, κρατώντας το φλασκί τους`
Ριγεί ο φτωχός  ενώ τη σειρά του καρτερά.

Νομίζεις λοιπόν πως ο ήλιος για όλο τον κόσμο τηγανίζει
Σαν χείμαρρο χρυσού το άφθονο λαρδί που ξεχειλίζει;
Όχι, ο ζωμός του σκύλου πάνω μας πέφτει από ψηλά.

Αυτοί είναι κάτω από την ακτίνα κι εμείς από το λούκι
Για μας η μαύρη φτώχεια που κρυώνει δίχως φως...
Η  πικρή θλίψη είναι η δική μας η ουσία.

Μα την πίστη μου από το να είμαι στο μέλι προτιμώ.

Το Παρίσι τη νύχτα

Είναι η θάλασσα : - ήρεμη επιφάνεια - και η μεγάλη παλίρροια
Αποσύρθηκε με ένα μακρινό βουητό.
Το κύμα θα επιστρέψει, κυλώντας στον ήχο του.
Ακούς τη νύχτα το γρατσούνισμα των καβουριών;

Είναι η Στύγα (3) η στραγγισμένη: ο ρακοσυλλέκτης Διογένης,
Με το φανάρι στο χέρι, τριγυρίζει δίχως ντροπή.
Κατά μήκος του μαύρου ρυακιού, οι διεστραμμένοι ποιητές
Ψαρεύουν: το κοίλο κρανίο τους για κουτί σκουληκιών χρησιμεύει.

Είναι ο κάμπος: τα βρώμικα στουπιά για να μαζέψει
Ορμά βιαστικά ο στρόβιλος των ειδεχθών Αρπυιών.
Της υδρορροής το κουνέλι, για τρωκτικά παραμονεύει
Κι από των νυχτερινών τρυγητών του Μποντί (4) τα σύρματα ξεφεύγει.

Είναι ο θάνατος: κείτεται νεκρή η αστυνομία. - Ψηλά, η αγάπη
Υπνάκο παίρνει πιπιλίζοντας το κρέας ενός βραχίονα βαρύ
Όπου το σβησμένο φιλί το κόκκινο κέλυφός του αφήνει.
Μόνη είναι η ώρα. – Ακούστε: ...ούτε ένα όνειρο δεν κινείται.

Έτσι είναι η ζωή: ακούστε: η αφρισμένη πηγή τραγουδά
Το αιώνιο τραγούδι της παχύρρευστης γης
Από θεό θαλασσινό που τα γυμνά και πράσινα μέλη του ξεριζώνει
Στου νεκροτομείου το κρεβάτι... με τα μάτια διάπλατα ανοιχτά!

Σημειώσεις
(1) Arlequin: Ο Αρλεκίνος είναι ένας από τους βασικούς χαρακτήρες της ιταλικής Κομέντια ντελ άρτε. Το όνομα του χαρακτήρα σημαίνει "μικρός διάβολος" και δημιουργήθηκε τον 16ο αιώνα στη Γαλλία.
(2) Laridon:  Όνομα που έδωσε ο Λα Φονταίν σε ένα σκυλί που δεν έφευγε ποτέ από την κουζίνα.
(3) Η Στύγα (Στυξ) στην ελληνική μυθολογία ήταν κόρη του Ωκεανού και της Θέτιδας. Ήταν Ωκεανίδα που είχε το παλάτι της στα Τάρταρα και τη φυλούσαν μέρα νύχτα δράκοι ακοίμητοι. Από το παλάτι της προέρχονταν τα νερά της πηγής Ύδατα Στυγός.
(4) Μποντί: πρωτεύουσα του καντονίου (περιοχή Bobigny) Seine-Saint-Denis, στα βόρειο-ανατολικά του Παρισιού (46.950 κάτοικοι).