Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 34

"Το κορίτσι με το κόκκινο παλτό" της Κέιτ Χάμερ

χάμερ34

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος

Το κορίτσι με το κόκκινο παλτό, μυθιστόρημα, Κέι Χάμερ, μετάφραση: Βάσια Τζανακάρη, εκδόσεις Μεταίχμιο 2016

Σαν πολλά… κορίτσια δεν αρχίζουν να μαζεύονται τελευταία στη λογοτεχνία; Αν δεν είναι ένα εμπορικό ρεύμα που ωθεί τους συγγραφείς και τους εκδότες να ποντάρουν στις μικρές ηρωίδες, τότε είναι μια μανιέρα που οδηγεί λίγο ή πολύ σε ομοιοτυπίες.

Η Κέιτ Χάμερ γράφει για «Το Κορίτσι με το κόκκινο παλτό», ενώ έχει προϋπάρξει το βιβλίο του Στιγκ Λάρσον «Το κορίτσι με το τατουάζ» με τις απαραίτητες συνέχειές του, για να συμπληρωθεί ο κατάλογος με το «Κορίτσι από τη Δανία» του Ντέβιντ Έμπερσχοφ, το «The Girl With a Clock for a Heart» του Πίτερ Σουάνσον, το «Κορίτσι που εξαφανίστηκε» της Τζίλιαν Φλιν και τέλος δεν έχει η απαρίθμηση. Τα περισσότερα από αυτά τα βιβλία έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο, κάτι που αναμένεται να συμβεί και με το μυθιστόρημα της Χάμερ. Σαν να λέμε: η επιτυχία είναι κάτι παραπάνω από προδιαγεγραμμένη.

Στο «Κορίτσι με το κόκκινο παλτό» έχουμε μια άλλη εκδοχή του γνωστού παραμυθιού της Κοκκινοσκουφίτσας – από τις πάμπολλες που υπάρχουν στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο. Στο εν λόγω βιβλίο, η οκτάχρονη Κάρμελ, απάγεται από έναν σύγχρονο… κακό λύκο.

Ίσως, η ουσιαστική συνεισφορά της Χάμερ σε μια ιστορία χιλιοειπωμένη είναι ότι μεταθέτει το βάρος της διήγησης όχι σε ένα τρίτο, απόμακρο πρόσωπο, αλλά ούτε και μόνο στο πρώτο που θα ήταν ουσιαστικά η πλευρά του θύματος. Εμπλέκει και τη μητέρα του κοριτσιού, την Μπεθ με αποτέλεσμα το μυθιστόρημα να μετατρέπεται σε μιας ενδιαφέρουσα διφωνία όπου κάθε μια φωνή έχει τη δική της ευδιάκριτη αυτονομία.  

Η Κάρμελ είναι ένα έξυπνο, ονειροπόλο και κάποιες στιγμές δύστροπο κορίτσι που μεγαλώνει στο ασφυκτικό πλαίσιο μιας μικρής αγγλικής πόλης. Η μητέρα της τής προσφέρει την απαραίτητη προστασία γνωρίζοντας πως μεγαλώνει ένα ολότελα «ξεχωριστό» κορίτσι του οποίου τα ταλέντα μπορούν ανά πάσα στιγμή να μετατραπούν σε παιδικές εμμονές (βλ. η παθολογική της αγάπη για το κόκκινο χρώμα).

Η Μπεθ έχει πάντα το φόβο ότι θα χάσει την Κάρμελ.  Μετά την τραυματική εμπειρία του χωρισμού με τον άνδρα της, αισθάνεται ένα ακόμη πιο αιχμηρό προανάκρουσμα απώλειας. Η σκέψη αποκτάει το βάρος μια δικής της εμμονής. Και όντως, οι φόβοι της γίνονται αληθινοί. Την χάνει σε ένα τοπικό φεστιβάλ αφήγησης. Έτσι ξαφνικά, η Κάρμελ χάνεται από προσώπου γης. Ένας παράξενος ηλικιωμένος άνδρας κρατάει την μικρή λέγοντάς της πως η μητέρας της υπέστη ένα σοβαρό ατύχημα και ότι αυτός είναι ο χαμένος από καιρό παππούς της. Κάπως έτσι την πείθει να μείνει μαζί του.

Η απώλεια ενός παιδιού, όχι ο θάνατος ως τετελεσμένο γεγονός, αλλά η εξαφάνισή του, είναι μια εξαρχής δύσκολη συνθήκη για να τη διευθετήσει ένα βιβλίο. Πόσο μάλλον η πραγματικότητα. Από μόνη της είναι μια κατάσταση ισχυρού σοκ και απόλυτης θλίψης. Η Μπεθ στρέφει τα βέλη εναντίον της και προσπαθεί να κρατηθεί σε μια κατάσταση ενεργητικότητας για να μην καταρρεύσει. Η επανασύνδεση με τον άνδρα της θα είναι αναγκαστική και υποταγμένη σε μια κατάσταση απόγνωσης.

Η Κάρμελ, στο μεταξύ, αισθάνεται σαν ναυαγός στον παράξενο κόσμο του απαγωγέα της. Ο δήθεν παππούς της, ένας πλάνης ιεροκήρυκας, πιστεύει ότι η Κάρμελ έχει ένα σπάνιο ταλέντο να θεραπεύει ανθρώπους. Λέει ψέματα στο κορίτσι ότι η μητέρα της πέθανε, με αποτέλεσμα η Κάρμελ να πέφτει με τη σειρά της σε μια κατάσταση θρήνου για τους γονείς της που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την εγκατέλειψαν.

Από αυτό το σημείο και μετά, η Κάρμελ θα αναγκαστεί να κάνει ένα μακρύ ταξίδι έως τις ΗΠΑ όπου ο απαγωγέας της, με της συμβία του, Ντόροθι, και τα δύο κορίτσι της, θα μεταφέρονται από πολιτεία σε πολιτεία βγάζοντας τα προς τα ζην με κηρύγματα και θεραπευτικές συνεδρίες. Είναι η προσπάθεια που κάνει η Καρμέλ να κρατήσει μέσα της μια λεπτή ισορροπία θύμησης του παρελθόντος και να μην υποκύψει στα παρανοϊκά πιστεύω του ιεροκήρυκα που κάνει αυτό το σημείο της αφήγησης αρκετά έντονο. Αυτό που θέλει παντί τρόπω η Κάρμελ είναι να μην ξεχάσει τη μητέρα της.

Στην πραγματικότητα, η Χάμερ φτιάχνει ένα α-τυπικό θρίλερ, όπου το ενδιαφέρον δεν εστιάζεται στο «ποιος έκανε το έγκλημα», αλλά στις ψυχολογικές του επεκτάσεις. Δικαιώνει τόσο τον «λύκο» όσο και την «κοκκινοσκουφίτσα», αν δεχθούμε πώς το βασικό της εράνισμα είναι ο αρχετυπικός μύθος. Δεν καταφέρνει πάντα να εισχωρήσει στα βάθη, αλλά όταν το κάνει ο ηλεκτρισμός είναι έντονος. Επίσης, το τέλος του βιβλίου αφήνει μια μισή αίσθηση λύτρωσης, σαν κάτι να έχει μείνει μετέωρο και να μην έκλεισε τελείως ο κύκλος των παθών. Η πολύ καλή μετάφραση ανήκει στη Βάσια Τζανακάρη.