Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 32

Το θρησκευτικό στοιχείο ως μέσο ποιητικής έκφρασης

photo © Αλέξιος Μάινας

photo © Αλέξιος Μάινας

Γράφει ο Δήμος Χλωπτσιούδης

Στην ποίηση εν αρχή ην το θείο• όλα τα πρωτοϊστορικά λογοτεχνικά μνημεία λόγου στηρίζονται στην παρουσία του θείου (ἆθλα θεῶν τέ καί ἀνθρώπων). Η επική εμφάνιση του ήρωα είναι άμεσα δεμένη με το θεό.

Τόσο η θρησκεία όσο και η τέχνη αποτελούν τρόπους συμβολικής ιδιοποίησης της πραγματικότητας από τον άνθρωπο, αναπαριστώντας τον κόσμο που περιβάλλει τον άνθρωπο, ερμηνεύοντας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι ανιμιστικές προσεγγίσεις ερμηνείας του κόσμου συμπίπτουν ιστορικά με τα πρώτα τεχνουργήματα και στην ουσία λειτουργούν ως μία διανοητική προβολή του ανθρώπου και της φύσης.

Η συνακολουθία αυτή συνδέει άμεσα τη θρησκεία και την τέχνη με την ανάπτυξη της διαισθητικής συνείδησης. Εξάλλου, «η αληθινή ποίηση έχει μέσα της όχι μόνο το προφητικό στοιχείο αλλά και το διαχρονικό και το διανθρώπινο. Και είναι επίκαιρη σε κάθε στιγμή του ανθρώπινου βίου, συμβολική των ερημωμένων καιρών που βιώνει ο άνθρωπος, αλλά και των σωτήριων επιταγών που εναγώνια εξαγγέλλει το πνεύμα»(1).

Παρά τις διακυμάνσεις στις χιλιετίες στην εξέλιξη της ποίησης και τις ατομικές διαφοροποιήσεις, το θρησκευτικό στοιχείο απαντάται σταθερά στον ποιητικό λόγο. Η εκκλησιαστική παράδοση -όπως και η ιστορική κι η μυθολογική- έδωσαν εφόδια στους ποιητές να εκφράσουν τις προσωπικές τους ανησυχίες (υπαρξιακές, πολιτικές, κοινωνικές ή ερωτικές) καθώς έφεραν έναν εγγενή συμβολισμό και ήταν άμεσης πρόσληψης από τον αναγνώστη. Ενισχύουν την έκφραση της απελπισίας, του πόνου, των παθών και της τιμωρίας.

Όλοι σχεδόν οι δημιουργοί εμπνέονται από την εκκλησιαστική παράδοση (βιβλικές ιστορίες και πρόσωπα, λατρευτικά δρώμενα, τοπωνύμια κλπ). Πρόκειται για έναν ιδιότυπο διάλογο. Η θρησκεία προσφέρει στην ποίηση μία ανεξάντλητη αποθήκη υλικού που μπορεί να λειτουργήσει συμβολικά διατηρώντας την ξεχωριστή ιδιότητα της άμεσης πρόσληψης από τον αναγνώστη, καθώς διαθέτει ένα μοναδικό περιεκτικό νοηματικό περιεχόμενο που συναισθηματικά λειτουργεί ως αντικειμενική αναφορά. Το θρησκευτικό στοιχείο ενταγμένο στην ποίηση χαρακτηρίζεται από την κοινή αίσθηση και την έτοιμη συναισθηματική ατμόσφαιρα, επιτρέποντας στο δημιουργό να κινείται ελεύθερα συγκινώντας τον αναγνώστη.

Έτσι η θρησκεία τροφοδοτεί το ποιητικό όραμα και ως εύπλαστο υλικό προσαρμόζεται στις εκφραστικές ανάγκες του δημιουργού, συνθέτοντας μία αδιάσπαστα ενότητα του θρησκευτικού με το ύφος/τεχνική και το συναίσθημα (εικόνα, αισθητική απεικόνιση, συγκινησιακό βάρος του σημαίνοντος). Άλλωστε, η «ποίηση ως τέχνη σημαίνει απείρως πολλαπλότερα από όσα η χρηστική γλώσσα και έχει πάντοτε τη δυνατότητα να μας καθαίρει και έτσι βρίσκουμε μέσα της, όπως σε καθρέφτη, το δικό μας εαυτό και τις πληγές ή τις χαρές του»(2).

«Το θρησκευτικό στοιχείο μετασχηματίζεται σε άροτρο που πασχίζει να φέρει την ευφορία στα άγονα χωράφια της σύγχρονης -υπαρξιακής ή κοινωνικής- αναζήτησης. Η θρησκευτική παράδοση λειτουργεί ως συνδετικός δεσμός που ενώνει τη σύγχρονη ποίηση με τη λαϊκή κουλτούρα, ως ένα κοινό ήθος και βίωμα. Η λαϊκή κουλτούρα, εξάλλου, συνδέεται άρρηκτα με το θρησκευτικό στοιχείο. Έτσι, τούτο το τελευταίο προσφέρει πλούσια ποιητική τροφή... Δομείται ένα νέο εκφραστικό μέσο προκειμένου οι δημιουργοί να εκθέσουν τους δικούς τους -σύγχρονους μα συνάμα με την ενεργητικότητα της διαχρονικότητας- προβληματισμούς. Άλλωστε, το θρησκευτικό στοιχείο διατηρεί μέσα από την αιώνων επιβίωση το δικό του ιδιαίτερο συναισθηματικό βάρος και δημιουργεί τους δικούς του συνειρμούς στον αναγνώστη συντελώντας με δυναμισμό στην εικονοπλασία. Με τη συμβολική του δύναμη, σε μια μεταμοντέρνα εκφραστική, γίνεται ένας άξονας μεταφοράς μηνυμάτων και εικόνων»(3).

Τα βιβλικά σύμβολα σμιλεύτηκαν στην ασπίδα της ποίησης. Ο ποιητής δεν παύει να είναι φορέας των αξιών της κοινωνίας που τον έπλασε και δεν μπορούμε να προσπεράσουμε τον κοινωνικό του ρόλο. Και όπως η Τέχνη μεταχειρίζεται κάθε υλικό και θέμα προκειμένου να μεταφέρει ένα μήνυμα, έτσι και η ποίηση βρήκε έναν πλούτο υλικών στη θρησκευτική παράδοση του τόπου, είτε ως ορολογία είτε ως αναφορές.

Η αναζήτηση -από μεγάλο μέρος των κριτικών- θρησκευτικότητας στην ουσία αποδομεί την ποίηση και οδηγεί στην αποσπασματική εξέταση ενός μόνο πυλώνα της (ιδεολογία) με εμφανή την αδιαφορία των κριτικών και μελετητών για το αισθητικό μέρος της Τέχνης. Ας μην παραβλέπουμε πως στην Ποίηση, πέραν των ιδεών και των μηνυμάτων, σημασία -ισάξια- έχει η αισθητοποίηση και η έκφρασή τους. Από τη στιγμή που κάποιος ποιεί δημοσίως, οφείλουμε να αποστρέψουμε το βλέμμα μας από τις ατομικές του πεποιθήσεις και να τον δούμε μέσα από την κοινωνική του θέση ως ποιητή.

Οι θρησκευτικοί όροι, εξάλλου, διατηρούν το δικό τους ξεχωριστό βάρος, πέραν της ίδιας της "θεολογίας" του δημιουργού• εντάσσονται σε ένα λεκτικό-συναισθηματικό-αισθητικό σύνολο. Στην ποίηση το θρησκευτικό στοιχείο διατηρεί πάντα ένα αυτόνομο μετωνυμικό ρόλο, παρά τις όποιες απόψεις του δημιουργού• σε κάθε άλλη περίπτωση γίνεται κήρυγμα ή ομολογία πίστης.

Ακόμα και η ερμηνεία της μοντέρνας και μεταμοντέρνας ποίησης για την υπαρξιακή αναζήτηση υπό το πρίσμα ενός μεταφυσικού -εσχατολογικού συχνά- χαρακτήρα, κρίνεται έωλη και στοχευμένη, επειδή ακριβώς παραβλέπει τον καλλιτεχνικό παράγοντα και το ευρύτερο μήνυμα του δημιουργού.

Δεν είναι λίγες οι κριτικές που αναζήτησαν μία υπόγεια θρησκευτικότητα στην έκφραση απόγνωσης ή απογοήτευσης και της προσέδωσαν το χαρακτηρισμό του μεταφυσικού. Ωστόσο, τέτοιες προσεγγίσεις αποτελούν επιβολή της σκέψης του κριτικού στο ίδιο το έργο. Χαρακτηριστική η περίπτωση του Νίκου Εγγονόπουλου στον οποίο αναζητώνταν λανθάνοντα μεταφυσικά μηνύματα, παραβλέποντας ότι ο υπερρεαλιστής καλλιτέχνης πάντα λειτουργούσε ως η φωνή της κοινωνικής συνείδησης εκφράζοντας ευρύτερες λαϊκές αγωνίες. Άλλωστε, η υπαρξιακή αναζήτηση και το εσχατολογικό μήνυμα συνδέθηκαν άρρηκτα με τη λαϊκή παράδοση και θυμοσοφία, όπως αποκαλύπτουν τα βαθύτερα νοήματα ακόμα και σε γλωσσικό επίπεδο (αποκαλυπτικός, αγγελικός, μαρτυρικός κλπ).

Ο άγγελος δεν παύει να είναι ένα εξαγνισμένο ον, ένας μεσολαβητής με την αγνότητα και το όνειρο (ερωτικό ή κοινωνικό όραμα). Τα βιβλικά πρόσωπα (Ιώβ, Χριστός, Μαρία/Παναγία), οι λατρευτικοί όροι (σταυρός, εκκλησία, θαύμα κλπ) ή τα τοπωνύμια (Γολγοθάς) αισθητικοποιούν αναλόγως τα πάθη του ανθρώπου και οι αποκαλυπτικές ποιητικές αναπαραστάσεις τις κοινωνικές ή υπαρξιακές αγωνίες (άλλωστε, ανάλογο συμβολικό και συναισθηματικό μήνυμα φέρουν οι λέξεις πρόσφυγας, αιχμάλωτος, άστεγος, Σίσυφος κλπ).

Ήδη οι ρομαντικοί ποιητές μεταχειρίζονταν βιβλικά στοιχεία ως σύμβολα στο αντιεκκλησιαστικό και φιλελεύθερο επαναστατικό πνεύμα της εποχής. Βέβαια ο Κονδύλης ισχυρίζεται ότι «η αισθητικοποίηση της χριστιανικής μεταφυσικής εκ μέρους των ρομαντικών αποτέλεσε μία παλινδρόμηση που ευνοήθηκε από τα γεγονότα» αν και βλέπει πως αυτή «η αισθητικοποίηση αποτέλεσε μία νόθευση ή και έμπρακτη εγκατάλειψη του παραδοσιακού της περιεχομένου»(4). Έτσι, στο Σολωμό η θρησκεία (προσωποποιημένη ή εννοιολογικά) αισθητοποιεί μία δομή λιτανείας, προσευχής ή τελικής κρίσης, στον Κάλβο λειτουργεί μεταφορικά ως εκδίκηση του δίκαιου σε βάρος του ισχυρού με ένα ριζοσπαστικό συναισθηματικό περιεχόμενο βίας. Αντίθετα, στον Καβάφη τα βιβλικά πρόσωπα συνδέονται με τα ατομικά ή προσωπικά πάθη και συναισθήματα.

Η μοντέρνα ποίηση αξιοποίησε το συναισθηματικό βάρος του θρησκευτικού στοιχείου ως λέξης (πρόσωπα, σύμβολα, γλώσσα) επιτελώντας ένα τριπλό ρόλο: σημαίνον-σημαινόμενο-συναίσθημα και ταυτόχρονα εντασσόμενο στο στιχουργικό ρυθμό και την εικαστική του ποιήματος. Ας μην λησμονούμε πως ο ποιητής πάντα είναι φορέας των ηθών της εποχής του. Ωστόσο, στόχος του δεν είναι να υμνήσει το θείο ή να προβεί σε μία ομολογία• στόχος δεν παύει να είναι η καλλιτεχνική σύνθεση ιδεών και συναισθημάτων με δομικό υλικό τις λέξεις. Και μόνο ως τέτοιο υλικό (λέξεις) οφείλουμε να εξετάσουμε κριτικά το λατρευτικό στοιχείο.

Αξίζει να υπογραμμίσουμε πως η αξιοποίηση του λατρευτικού στοιχείου στη νεωτερική και μεταμοντέρνα ποίηση συμβαδίζει με ένα γενικώς αντικληρικό κι αντιδογματικό ύφος και ίσως μία ιεροποίηση του κοσμικού στοιχείου. Συχνά διακρίνεται μία (μετα)ποιητική διαχείριση του μύθου και του θρησκευτικού συναισθήματος που αναδύει η μεταχείριση του εκκλησιαστικού στοιχείου. Το θρησκευτικό στοιχείο δεν περιορίζεται στη μοντέρνα και μετανεωτερική ποίηση, συγκριτικά με την ποιητική παραγωγή του ΙΘ΄ και αρχών του Κ΄ αιώνα. Ωστόσο, μετασχηματίζεται υπό το βάρος των νέων ιστορικών και κοινωνικών εξελίξεων και με τη νέα οπτική που δίνει ο κάθε ποιητής ως κοινωνικό ον.

Οι υπερρεαλιστές ενσωμάτωσαν ποιητικά τις βιβλικές καταγραφές για να τονίσουν το παράλογο, την άρνηση του αστικού (καθωσ)πρεπισμού. Στον Ελύτη πια η θρησκεία υποστηρίζει τη μουσικότητα του στίχου ως αντιστάθμισμα στη βία του πολέμου ή τη μυστηριακή εικονοπλασία και τις υπαρξιακές ή ερωτικές αναζητήσεις του δημιουργού. Σε άλλο ύφος ο Λειβαδίτης συνομιλεί με το Θεό που λειτουργεί σαν ένα άλλο ποιητικό υποκείμενο. Η γενιά του ’30 προχωρά ακόμη περισσότερο καθώς έγινε πια φανερή η αναπόσπαστη σχέση της θρησκείας με τον λαϊκό πολιτισμό• έτσι κοινωνικές εμπειρίες και ατομικά βιώματα συνδέονται ποιητικά με το λατρευτικό στοιχείο.

Αν και η θρησκευτική παράδοση απαντάται σε όλους σχεδόν τους ποιητές, και μία αναλυτική παρουσίαση θα απαιτούσε έναν ανυπέρβλητο όγκο, θα τολμήσουμε να παρουσιάσουμε μία άλλη κριτική οπτική για επιλεγμένους δημιουργούς(5).

Ο Σολωμός αποτελεί τη σοβαρότερη εισχώρηση του θρησκευτικού στο ποιητικό ως ποιοτικό στοιχείο συνδεδεμένο με το λυρισμό. Αν και η κριτική(6) εξέταζε το βάθος της θρησκευτικής πίστης του Σολωμού, παρέβλεπε την αξιοποίηση του θρησκευτικού στοιχείου στην ποίησή του ως ένα άλλο λαϊκό στοιχείο (όπως τη χρήση της δημοτικής). Γιατί πρώτα απ’ όλα η σολωμική ποίηση ήταν λαϊκή(7). Η σολωμική θρησκευτικότητα είναι τέτοια επειδή υποστηρίζει το ρομαντικό μήνυμα του ποιητή ενταγμένη στο δικό του ιδεολογικό και εικονοπλαστικό πλαίσιο. Άλλωστε στον ελληνικό ρομαντισμό το επαναστατικό μήνυμα στηρίζονταν στη θρησκευτική αντίθεση ως χαρακτηριστικό εθνοτικής διαφοροποίησης, συνδέοντας ταυτόχρονα το παρελθόν με το παρόν.

Ο ποιητικός κόσμος του Σολωμού κινείται μεταξύ του υπαρκτού και του μυστικού. Το άρρητο και το αποκαλυπτικό εμφανίζονται συνεχώς στην ποίησή του. Ωστόσο, πάντα διατηρούν την ικανότητα της άμεσης πρόσληψης από το κοινό, επειδή ακριβώς είναι κτήμα της λαϊκής συνείδησης (παραμυθική παράδοση, θρησκευτικό υπόβαθρο, αποκαλυπτικές εικόνες). Και αυτή τη λαϊκή κουλτούρα ο Επτανήσιος την ενσωματώνει τόσο δυναμικά στην ποιητική του (μέτρο, εικόνα, μήνυμα) ώστε να καινοτομεί, απέχοντας από τη θρησκευτική ποίηση.

Ο σολωμικός κόσμος είναι μυστικιστικός και αποκαλυπτικός• τα θρησκευτικά στοιχεία είναι τα θεμέλια της στιχουργικής του έκφρασης. Κριτικά είμαστε υποχρεωμένοι να διαχωρίσουμε(8) την ατομική πίστη από την τέχνη, όσες φορές κι αν αυτά διασταυρώνονται, καθώς σε κάθε άλλη περίπτωση κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε στο χαρακτηρισμό της ποίησής του ως θρησκευτικής και άρα κατά Eliot «ελάσσονος ποίησης»(9). Αντίθετα, η θρησκεία δίνει στο Σολωμό νέα μέσα από τα οποία επωφελείται η ποιητική δημιουργία, όπλα κι εφόδια που ως τότε εγκαταλείπονταν στον περιορισμένο εκκλησιαστικό χώρο.

Αξίζει -για την ίδια περίοδο- να υπογραμμίσουμε τον τιμωρητικό χαρακτήρα του θείου στον επίσης Επτανήσιο Κάλβο. Στην ποιητική του ριζοσπάστη φιλελεύθερου δημιουργού η εκκλησιαστική παράδοση εντάσσεται ως αναπόσπαστο ποιητικό θεμέλιο του καρμπονάρικου μηνύματός του, καθώς το θείο συμβολίζει το δίκαιο, την ελευθερία και την τιμωρία των μοναρχών/τυράννων με ιδιότητες περισσότερο παλαιοδιαθηκολογικές.

Το θρησκευτικό στοιχείο στον Παλαμά, μισό και πλέον αιώνα αργότερα, συνδέεται με το παπαρηγοπούλειο σχήμα του αδιαίρετου τρισχιλιετούς έθνους. Για πρώτη φορά στην ποίηση το θρησκευτικό στοιχείο συνδέεται με το αρχαιοελληνικό πνεύμα και το Βυζάντιο. Είναι βέβαια η εποχή της Μεγάλης Ιδέας με τις όποιες διακυμάνσεις της(10).

Αν και ο ίδιος στην ποίησή του στάθηκε κριτικά και κατακεραύνωνε την αρχαιολαγνεία, την καπηλεία του παρελθόντος (πατρίδες) και τη θρησκοληψία προαγάγοντας το ρόλο της επιστήμης, στο σύνολο του έργου του εντοπίζονται έργα -διαφορετικού ύφους και περιεχομένου- με κέντρο αναφοράς την αρχαία και τη σύγχρονή του λατρευτική παράδοση. Συνθέσεις με προσανατολισμό παιδαγωγικό κι υμνολογικό(11) και έργα που θυμίζουν παιάνες, λατρευτικούς αρχαιοελληνικούς ύμνους(12). Άλλοτε τα θρησκευτικά/μυθολογικά στοιχεία χρησιμοποιούνται αλληγορικά (ο Σάτυρος), ενώ χαρακτηριστική είναι η επιρροή της εσχατολογικής παράδοσης στον «Δωδεκάλογο του Γύφτου» (προφητικός) όπου το Βυζάντιο συνδέεται με το παρόν με έναν προφητικό λόγο που θυμίζει την διαθηκολογική αποκαλυπτική παράδοση.

Με εντελώς διαφορετικό τρόπο ενσωματώνει το θρησκευτικό στοιχείο ο Καβάφης(13)• αν και σε μία επιφανειακή προσέγγιση μοιάζει το ποιητικοθρησκευτικό του σχήμα να εκκινείται από μία μεγαλοϊδεατική διάσταση, εντούτοις γρήγορα γίνεται φανερή η αισθητική -κι ενίοτε αισθησιακή- αξιοποίηση της θρησκείας στην ποιητική του. Όπως δεν είναι "ιστορικός" έτσι δεν είναι και "θρησκευτικός" ποιητής. Η ιστορία και η θρησκεία έδωσαν εφόδια στην ποιητική του ώστε να ενισχύσει την ηθικοπλαστική πτυχή του μηνύματός του.

Όπως ο Σολωμός έτσι κι ο Καβάφης καινοτομεί , καθώς το θρησκευτικό στοιχείο αποτελεί όχι μέρος του ιδεολογικού πρίσματος (Κάλβος, Παλαμάς), αλλά μία ποιητική τεχνική με το δικό της εικαστικό και συναισθηματικό βάρος. Όπως σημειώνει ο Ντελόπουλος «τρία πρόσωπα, ασχέτως κατηγορίας (ιστορικά, μυθολογικά, φανταστικά, φιλολογικά), εμφανίζονται συχνότερα στα ποιήματα του Καβάφη, κατά σειρά συχνότητας ο Ιησούς Χριστός, ο Απόλλων, και ο Ιουλιανός»(14) (χωρίς να ξεχνάμε ότι ο Ιουλιανός ως πρόσωπο είναι η πολιτική φωνή του Καβάφη καθώς «η ποίησή του με πληθώρα τρόπων αναδεικνύει τη θέση ότι η κατανόηση του παρελθόντος πραγματοποιείται υποχρεωτικά μέσα από το ιστορικό πλαίσιο του παρόντος, ανάλογα με την οπτική γωνία που παρατηρεί»(15)).

Έχει όμως ιδιαίτερη σημασία να υπογραμμιστεί ότι το θρησκευτικό στοιχείο του Καβάφη δεν περιορίζεται στο Χριστιανισμό, αλλά συμπεριλαμβάνει στοιχεία μυθολογικά και λατρευτικά από τις παγανιστικές λατρείες. Όπως σημειώνει και ο Δάλλας «βασικό γνώρισμα του καβαφικού ελληνισμού είναι ο πολιτισμικός συγκρητισμός»(16). Με αξιοζήλευτη ελευθερία και ανεξαρτησία αξιοποιούσε στοιχεία από διάφορες θρησκείες (Χριστιανό, Ισλάμ, Ινδουισμό) άμεσα ή έμμεσα (όπως τον όρο Χριστιανός ως διαφοροποίηση από τους εθνικούς(17) ή τους Μουσουλμάνους(18)).

Η καβαφική "θρησκευτικότητα" δεν έχει κάποια συμβολική (Κάλβος) ή μυστική (Σικελιανός) πλευρά, αλλά είναι η ποιητική έκφραση «ολάκερου του δράματος του Καβάφη ως δράμα πρακτικής εφαρμογής, που ξεκινάει από τη συνείδηση μιας ηθικής τάξεως και που δεν ανακυκλώνεται σε κοσμοθεωρία με μεταφυσικά αιτήματα, μα σε ηθικόν "τρόπον" και σ’ αισθητική αγωγή»(19). Ο Καβάφης στην πραγματικότητα αντιλήφθηκε το συναισθηματικό περιεχόμενο των θρησκευτικών στοιχείων και τα ενσωμάτωσε, ενισχύοντας τη διαχρονικότητα του ποιητικού του βάθους και του ηθικοπλαστικού περιεχομένου του.

Άλλωστε, η ποίηση του Καβάφη δεν επικεντρώνεται στο ατομικό• επιχειρεί να αποτυπώσει διαπιστώσεις για τη ζωή που εκφράζουν μια καθολική αλήθεια. Η ατομική ελευθερία, ο θάνατος, η αξιοπρέπεια, η ήττα, το ηθικό χρέος, οι προσωπικές επιδιώξεις και η ανάγκη για ανανέωση, διατρέχουν και συνέχουν τις πράξεις των περισσότερων ανθρώπων. Επιθυμία του ποιητή ήταν να καταγράψει τη δική του θέση για όλες αυτές τις βασικές θεματικές, με τρόπο όμως καθαρά ποιητικό, ώστε το έργο του να μην καταλήξει να μοιάζει με εγχειρίδιο πρακτικής φιλοσοφίας, και παράλληλα με τρόπο που να αποκαλύπτει την καθολικότητα της αλήθειας που διατυπώνεται, χωρίς να τίθενται περιορισμοί στην οπτική γωνία θέασης του ποιητή. Η επίτευξη του στόχου αυτού πραγματοποιήθηκε από τον ποιητή με τη συχνή χρήση συμβόλων στην ποίησή του.

Παρά τα θρησκευτικά στοιχεία που εντοπίζονται στην ποίηση, η γενιά του ’30 ήταν εκείνη που είδε τη θρησκεία ως αναπόσπαστο τμήμα της λαϊκής κουλτούρας ξεπερνώντας την ηθολογική διάσταση του Αλεξανδρινού. Η θρησκεία προσεγγίστηκε στην εθνική οπτική που χαρακτηρίζει την ποίηση της γενιάς. Μετά τον πόλεμο οι κοινωνικές εμπειρίες και τα ατομικά βιώματα των δημιουργών (Παγκόσμιος Πόλεμος και Κατοχή, Αντίσταση και Εμφύλιος, αριστερή ήττα και εξορίες) τροφοδοτούν την ποίηση με νέους τρόπους έκφρασης.

Την καβαφική ηθοπλαστική αξιοποίηση των βιβλικών προσώπων ο Ρίτσος τη μετασχηματίζει σε συναισθηματική. Τα πάθη του Χριστού συνειρμικά (ως σκέψη και συναίσθημα) συνδέονται με τα πάθη του ίδιου και της αριστεράς, των εργαζομένων και της κοινωνίας• η ζωή του Ρίτσου είναι μαρτυρική και αρχέτυπο του μαρτυρίου είναι ο Χριστός, με τον οποίο βλέπουμε αρκετές ταυτίσεις(20), ενώ δε λείπουν οι επικλήσεις(21). Η Παναγία συνδέεται με τη μάνα και τη μητέρα φύση ως αρχέτυπη θεότητα της γονιμοποίησης και της κοσμογονίας(22).

Έτσι τα θρησκευτικά σύμβολα αποκτούν μία μετωνυμική διάσταση συνδεόμενα με το πολιτικό και κοινωνικό παρόν του ποιητή, όπως ο ίδιος το βιώνει. Άλλωστε, με ανάλογο τρόπο μεταχειρίζεται και την αρχαιοελληνική μυθολογία.

Χαρακτηριστική είναι η ελύτικη καινοτομία εισαγωγής της εκκλησιαστικής γλώσσας στη μοντέρνα ποίηση. Ξεπερνώντας τα αγιογραφικά πρόσωπα (Καβάφης), τους θεολογικής φύσης συμβολισμούς (Κάλβος, Σολωμός) ή τη σχηματική ιδεολογική τους βάση (Παλαμάς) ενισχύει τα θεμέλια της ποίησης, τις λέξεις, με την αξιοποίηση της λατρευτικής ορολογίας. Άλλωστε, η ευαγγελική γλώσσα ήταν τόσο οικεία στο κοινό.

«Για τον Ελύτη η γλώσσα των Γραφών και της υμνογραφίας, αναπόσπαστο τμήμα της ελληνικής πολιτισμικής παράδοσης, διαθέτει καθ’ αυτή ποιητική αξία και ως τέτοια τροφοδοτεί την έκφραση και τη μορφολογική δομή πολλών ποιημάτων του. Ο Ελύτης συνομιλεί με τις χριστιανικές ιδέες και τα κείμενα της θεολογικής και υμνολογικής παράδοσης, αλλά η δημιουργική τους πρόσληψη και μετάπλαση γίνεται με τρόπο που ευνοεί το αισθητικό κι όχι το δογματικό στοιχείο. Τα χριστιανικά σύμβολα και θέματα στον Ελύτη αισθητοποιούνται και λειτουργούν ως πρόσχημα για την ανάδυση του ποιητικού βιώματος»(23). Ενδιαφέρεται περισσότερο για την αισθητική και αισθησιακή πλευρά.

Μεγάλο μέρος της κριτικής -μέσα στο ιδεολογικό πρίσμα της κάθε εποχής- αναζητούσε μία θρησκευτικότητα στην ποίηση και ερευνούσε το «βαθμό πίστης» και -μεταπολεμικά- της «θρησκευτικής αγωνίας». Αδυνατούσε να προσεγγίσει το θρησκευτικό στοιχείο από μία αμιγώς καλλιτεχνική οπτική επιμένοντας στο ιδεολογικό. Έτσι και στη μεταπολεμική ποίηση (γενιά του ’30 και εξής) αναζητούσε στο θρησκευτικό στοιχείο αγωνίες επιβίωσης, εσχατολογικές εκφράσεις της -αριστερής- ήττας κλπ, σχεδόν πάντα υπό μία "θεολογική" οπτική.

Χαρακτηριστική είναι η κριτική απέναντι στη μεταφυσική στροφή του Λειβαδίτη. Η υπαρξιακή διάσταση της λειβαδίτικης ποίησης σε συνδυασμό με τη λυρικότητα και τη λαϊκή μεταφυσική κουλτούρα τον έκαναν εύκολα κατανοητό από τους Νεοέλληνες. «Ξεφεύγοντας από το σοσιαλιστικό ρεαλισμό συνεχίζει το δρόμο της υπεράσπισης των ιδανικών του μέσα από μία ονειρική διάσταση. Ξεπερνά τις ακατανόητες υπαρξιακές αναζητήσεις του σουρεαλισμού, υπερβαίνει την κλασσική αγωνία της ύπαρξης και κινείται σε κάποιο ποιητικό όριο μεταξύ πραγματικότητας, ονείρου, μεταφυσικής και υπαρξισμού. Η εσωτερική αγωνία συνδέεται με την καυστικότητα και την ειρωνεία, με το φανταστικό, το εξωανθρώπινο και το θείο»(24).

Η μεταφυσική και η θρησκεία, βασικό συστατικού του λαϊκού πολιτισμού, γίνεται η πρώτη ύλη του. Για πρώτη φορά η θρησκευτική λαϊκή αντίληψη διαχέεται σε τόση έκταση σε ένα ποιητικό έργο. Η μεταφυσική δένεται με τον υπαρξισμό δίνοντας μία λυρική πνοή στις σαρτρικές αντιλήψεις. Γιατί η μεταφυσική ποίηση του Λειβαδίτη απέχει από το θρησκευτικό ιδεαλισμό. Γίνεται η αφορμή, το ποιητικό μέσο, να εκφράσει τις υπαρξιακές του αγωνίες (υλιστικές κατά βάση).

«Άλλωστε, η παρουσία του Θεού, τόσο συχνή στο έργο του, δεν είναι παρά μία ποιητική οντότητα, ένα εργαλείο στα χέρια του Λειβαδίτη. Δεν είναι ο Θεός της Βίβλου, αλλά ένας ποιητικός υποκριτής με τον οποίο ο δημιουργός συνδιαλέγεται, είναι ένας θεός λυρικός, ανθρωποκεντρικός κι ανθρωπόμορφος. Συνομιλητής του σε πολλά έργα γίνεται ένα λαϊκό μέσο έκθεσης δικών του απόψεων και ιδεών για την ποίηση, τη γυναίκα, τη μοναξιά, το ανεξήγητο, το χαμένο, την απουσία, τη θλίψη, την αναζήτηση των νεκρών, το χαμένο χρόνο, την αδικία, τη φτώχεια, την αγάπη και τον έρωτα, το ρομαντικό τοπίο. Η σχέση του με το Θεό είναι μία μυστικιστική ποιητική σχέση»(25).

Η ποίηση έχει τη δική της θεολογία• είναι μία ιδιόρρυθμη θρησκεία με τους δικούς της μύστες. Διατηρεί έναν "μαγικό" χαρακτήρα που φέρνει την κάθαρση και καθοδηγεί ηθικολογικά τον "πιστό" της. Αν και η θρησκεία κατέχει ένα περιοριστικό ηθικολογικό και ελπιδοφόρο-ερμηνευτικό χαρακτήρα, η ποίηση είναι μία πράξη ευλάβειας στον Άνθρωπο, αναστοχαστική απέναντι σε μία σισυφική κοινωνία αμφιβάλλοντας για όσα βιώνουν τα μέλη της.

Παραπομπές
1. Μαρία Λαμπαδαρίδου–Πόθου, η ποίηση του Πολ Κλοντέλ, Καθημερινή (06/08/2002)
2. Δημήτρης Κοσμόπουλος, Η αρνητική θεολογία στην ποίηση του Βαγενά, Η πτήση του ιπτάμενου: μια εισαγωγή στην ποίηση του Νάσου Βαγενά, Ίνδικτος, Αθήνα, 2007.
3. Δήμος Χλωπτσιούδης, Η πολύχρωμη αισιοδοξία της Σκουρολιάκου (κριτική στην ποιητική συλλογή της Μαρίας Σκουρολιάκου «ακάθιστος λόγος»), τοβιβλίο.net (13/03/2015).
4. Παναγιώτης Κονδύλης, η κριτική της μεταφυσικής στη νεώτερη σκέψη, Από τον όψιμο Μεσαίωνα ως το τέλος του Διαφωτισμού, Γνώση, Αθήνα 1983, σελ. 19-24.
5. Επιλέχθηκαν εκπρόσωποι ή κεντρικές μορφές των σχολών και γενεών που έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στο θρησκευτικό στοιχείο. Αυτό δε σημαίνει ότι εκείνη την εποχή δεν υιοθετούνταν από άλλους αυτή η ποιητική οδός στην έκφραση, όπως φανερώνει και η αναφορά σε δύο ποιητές μιας γενιάς/σχολής.
6. βλ. Ι.Μ Παναγιωτόπουλος, Λίνος Πολίτης κ.ά.
7. Γλώσσα, ύφος, μήνυμα, ενσωμάτωση κοινωνικών βιωμάτων και ηθών είναι όλα λαϊκά στην ποιητική του Σολωμού, από τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν έως τον Πόρφυρα και τη Γυναίκα της Ζάκυνθος και τους Ελεύθερους Πολιορκημένους με τον Κρητικό.
8. Σε αντίθεση με το Λίνο Πολίτη (βλ. Λ. Πολίτης, «Η Θρησκευτικότητα του Σολωμού», Νέα Εστία, τ. 32., αρ. 373, Χριστούγεννα 1942), σσ. 50-55).
9. T.S. Eliot, θρησκεία και λογοτεχνία, Άμλετ, Θρησκεία και λογοτεχνία, μτφρ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Έρασμος, Αθήνα 1987.
10. Την εποχή του Κωστή Παλαμά σημάδεψαν η πτώχευση του 1893 επί Τρικούπη, η ήττα του 1897, οι νίκες του 1912-13 και η νίκη του 1918-Συνθήκη των Βερσαλλιών και των Σεβρών και τελικά η προσφυγιά του 1922.
11. βλ. Χριστούγεννα, η Κασσιανή, Μεσσίας, η νύκτα των Χριστουγέννων, το τραγούδι του Σταυρού κ.ά.
12. βλ. Ορφικός Ύμνος, ο Δελφικός Ύμνος, ο Ομηρικός Ύμνος, Ύμνος εις την Αθήνα, της Αθηνάς ανάγλυφο κ.ά.
13. βλ. τα ποιήματα Δέησις, Συμεών, Εν τω Mηνί Aθύρ, Ιερεύς του Σεραπίου, Σαλώμη, Στην Εκκλησία.
14. Κυριάκος Ντελόπουλος, Καβάφη Ιστορικά και Άλλα Πρόσωπα, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα 1980 (3).
15. Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Προσλαμβάνοντας τον πολιτικό Καβάφη.
16. Γιάννης Δάλλας, Ο Ελληνισμός και η Θεολογία στον Καβάφη, Στιγμή, 1986.
17. βλ. Μύρης• Αλεξάνδρεια του 340 μ.X
18. βλ. 27 Iουνίου 1906, 2 μ.μ
19. Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Η νεοελληνική λογοτεχνία και το θρησκευτικό συναίσθημα, Τα πρόσωπα και τα κείμενα, Α΄, Οι εκδόσεις των Φίλων, Β΄, Αθήνα, 1979.
20. βλ. ποιήματα στο τρακτέρ ή το τραγούδι της Αδελφής μου και αποχαιρετισμός.
21. βλ. τα ποιήματα στο Χριστό, μόνωση, ταπείνωση, Επιτάφιος.
22. βλ. Κυρά των Αμπελιών, όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού.
23. Δημήτρης Ελευθεράκης, το θρησκευτικό στοιχείο στη μοντέρνα ελληνική ποίηση, Διδ. Διατριβή, ΑΠΘ, 2007.
24. Δήμος Χλωπτσιούδης, Τάσος Λειβαδίτης, ο υπαρξιακός λυρισμός της αριστεράς, Δια-κριτικές ματιές στη λογοτεχνία, εκδ. τοβιβλίο, 2015.
25. Δήμος Χλωπτσιούδης, ό.π.