Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 31

Τζιοβάνι Παπίνι: Ινιότο, ο άγνωστος & Ζωή, το είδωλο που αργοχάνεται

παπίνι

Μεταφράζει ο Αλέξανδρος Τσαντίλας

Ο Τζιοβάνι Παπίνι (Giovanni Papini, 1881 – 1956) υπήρξε συγγραφέας, κριτικός, αρθρογράφος, δοκιμιογράφος, ποιητής, δημοσιογράφος, εκδότης περιοδικού τύπου, και σε γενικές γραμμές, είχε πλούσια και πολυγραφότατη σταδιοδρομία ∙ χαρακτηρίστηκε ως “enfant terrible” των Ιταλικών γραμμάτων κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, και ήταν άνθρωπος σπάνιας παιδείας και οξυδέρκειας – ακόμη κι απ’ τα χρόνια της νιότης του –, επιδεικνύοντας, μεταξύ άλλων, πνεύμα πρωτοπορίας, αλλά κι έντονες τάσεις πρόκλησης και αμφισβήτησης. Πέρασε από διάφορα ρεύματα και τάσεις της τέχνης και του στοχασμού της εποχής του, καταλήγοντας εντέλει στον φασισμό: υποστήριξε θερμά τον Μουσολίνι και το καθεστώς του, στάση που την εξαργύρωσε με την απονομή θέσης διδασκαλίας στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνιας, μολονότι τα προσόντα του δεν αντιστοιχούσαν στις προδιαγραφές πανεπιστημιακής διδασκαλίας. Έπειτα από την πτώση του φασισμού στην Ιταλία, κλείστηκε σε μοναστήρι. Συνέχισε να γράφει, να δημοσιεύει δουλειές του και να συνεργάζεται με τον Τύπο, έχοντας ωστόσο απολέσει την πρότερη του αίγλη, και με το κύρος του αμαυρωμένο ανεπανόρθωτα. Πέθανε παράλυτος και τυφλός το 1956, σε ηλικία 75 ετών.

**

Ινιότο, ο άγνωστος

Η ελεεινή πρακτική, που έχει γίνει πλέον κοινός κανόνας, του να μιλάμε μόνο για ανθρώπους που γνωρίζουμε και που είμαστε απολύτως βέβαιοι ότι υπάρχουν, έχει ως αποτέλεσμα κανείς να μην ασχολείται να γράψει για τη ζωή του Ινιότο, του Αγνώστου ∙ κι έχετε υπόψη σας, στο σημείο αυτό, ότι δεν αναφέρομαι σ’ οποιονδήποτε άγνωστο, απ’ αυτούς που ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορούν να κατακτήσουν μια θέση στην γνώριμη κατηγορία των γνωστών κι αναγνωρισμένων, αλλά στον συγκεκριμένο, τον αυθεντικό Ινιότο, που δεν τον ξέρει κανένας.

Όλοι οι κοντυλοφόροι γράφουν μοναχά για τους διάσημους, τους επιφανείς, τους διακεκριμένους, ή, σε κάθε περίπτωση, για άτομα γνωστά στην αστυνομία και εγγεγραμμένα στα δημόσια μητρώα κατά τις προβλεπόμενες διατάξεις. Ποιος ν’ ασχοληθεί να ξοδέψει μελάνι για κάποιον που όχι μόνο είναι ανώνυμος, όχι μόνο υπολείπεται σε τόσο μεγάλο βαθμό αυτού που οι λόγιοι αποκαλούν φήμη ή διάκριση, αλλά που δεν κατέχει ούτε καν ένα κανονικό, συνηθισμένο όνομα, από εκείνα που οι τυπογράφοι στοιχειοθετούν μια κι όξω, στους καταλόγους των θανάτων.

Οι συγγραφείς θεωρούν ότι δικαιολογούνται πλήρως με το να πουν «μα πώς να γράψουμε για τη ζωή του Ινιότο, απ’ τη στιγμή που εξ ορισμού ούτε γνωρίζουμε, αλλά ούτε και μπορούμε να μάθουμε το παραμικρό για εκείνον;». Η δικαιολογία αυτή είναι γελοία ∙ οι καλύτερες βιογραφίες αφορούν ανθρώπους για τους οποίους δεν γνωρίζουμε τίποτα, κι οι άνθρωποι αυτοί είναι οι πλουσιότεροι, και ταυτόχρονα οι πιο διδακτικοί απ’ όλους. Μας διδάσκουν τι να περιμένουμε απ’ τους ανθρώπους, το ιδανικό του ανθρώπου, αυτό που ο άνθρωπος οφείλει να αποτελεί.

Ωστόσο, αυτό δεν είναι το επιχείρημα μας. Δεν έχουμε ανάγκη τη φαντασία. Κι αν αληθεύει ότι οι άνθρωποι γίνονται γνωστοί από τα έργα τους, είναι τόσα πολλά αυτά που ξέρουμε για τον Ινιότο! Θα έλεγα, συν τοις άλλοις – προκειμένου να θεμελιώσω καλύτερα τον ισχυρισμό μου –, ότι ο Ινιότο υπήρξε ο σημαντικότερος χαρακτήρας της ιστορίας, ο υπέρτατος ήρωας της ανθρωπότητας. Μολονότι δεν μ’ απασχολεί το να γίνω πιστευτός, οι θιασώτες των υποσημειώσεων και των ερωτημάτων, καθώς κι οι φανατικοί των βιβλιογραφιών, ας κάνουν τον κόπο ν’ ακούσουν αυτά που έχω να πω.

Ο Ινιότο είναι πολύ μεγάλος σε ηλικία, καθότι μεταγενέστερος των πρώτων ανθρώπων. Τις μέρες εκείνες, οι ασχολίες του αφορούσαν κυρίως την χημεία και τη μηχανική. Ήταν ο εφευρέτης του τροχού, κι ανακάλυψε τη χρήση του σιδήρου. Αργότερα, ανέπτυξε τον ρουχισμό, σκάρωσε το χρήμα, και δημιούργησε την τέχνη της καλλιέργειας της γης. Πολύ σύντομα, ωστόσο, βαρέθηκε μ’ αυτές τις υλιστικές ασχολίες, κι έγινε ποιητής. Για πάμπολλους αιώνες περιπλανήθηκε σ’ ολόκληρο τον κόσμο, και φαντάστηκε τους μύθους των θρησκειών, συνέθεσε τις Βέδες και τους Ορφικούς Ύμνους, επινόησε τη μυθολογία του Βορρά, και βρήκε, αυτοσχεδιάζοντας, την αιώνια θεματολογία και τον νοσταλγικό καημό των λαϊκών τραγουδιών. Κράτησε τις ίδιες συνήθειες ακόμη και κατά τον Μεσαίωνα: σκάλισε τα αναρίθμητα αγάλματα στους Ρωμανικούς και Γοτθικούς καθεδρικούς, και κάλυψε με ανώνυμες τοιχογραφίες τους τοίχους σε παρεκκλήσια και αριστητήρια ∙ τότε ήταν που δημιούργησε, για μια ακόμη φορά, ιστορίες και θρύλους, ενώ τα θαυμάσια βιβλία που δεν αναγράφουν τ’ όνομα τους συγγραφέα τους είναι γραμμένα απ’ το δικό του χέρι. Καθώς πλησίαζε τη μοντέρνα εποχή, κατά την οποία αναπτύχθηκε η ανόητη μανία καταλογογράφησης και συγγραφής, τότε μόνο ήταν που ο Ινιότο αποσύρθηκε κι αναπαύτηκε. Ένα μέγα πλήθος από ματαιόδοξους και ξύπνιους ανθρώπους, που είτε είχαν ήδη όνομα, είτε ανυπομονούσαν ν’ αποκτήσουν, ξεκίνησε να ζωγραφίζει, να εφευρίσκει, να σκαλίζει και να γράφει ∙ όχι ότι ήταν ικανότεροι απ’ ότι ο Ινιότο, αλλά δεν είχαν την ταπεινοφροσύνη του, και χαίρονταν ν’ αναγγέλλουν σ’ όλους τους αέρηδες πως όλα αυτά τα δημιουργήματα ήταν απ’ το δικό τους χέρι, κι όχι από κανενός αλλουνού. Η εργασία τους δεν ήταν για τη δική τους χαρά κι απόλαυση, ούτε για να χαρίσουν απόλαυση σε άλλους, αλλά, πάνω απ’ όλα, για να δηλώσουν στον κόσμο ότι εργάστηκαν.

Παρ’ όλα αυτά, ο Ινιότο δεν έκατσε πολύ καιρό άπραγος. Με την εμφάνιση της δημοκρατίας, χώθηκε στην πολιτική. Οι μεγάλες σύγχρονες επαναστάσεις ήταν δικά του έργα: οι Άγγλοι Πουριτανοί, οι Αμερικανοί επαναστάτες, οι Γάλλοι αβράκωτοι, οι Ιταλοί εθελοντές, μέσω αυτών φανέρωσε ο Ινιότο τον εαυτό του. Παίρνοντας την ονομασία άλλοτε του Όχλου, κι άλλοτε του Λαού, τρομοκράτησε βασιλείς, έριξε δημαγωγούς, και συνωμότησε για να φέρει στον κόσμο τα πάνω κάτω. Παρ’ όλα αυτά, οι μεγαλεπήβολες αυτές φιλοδοξίες δεν τον απέτρεψαν απ’ το να ξαναπιαστεί με τις συνήθειες της μακάριων αλλοτινών καιρών ∙ και πολλές φορές περιδιαβαίνει, χαμένος στις σκέψεις του, τις αιώνιες οδούς που ο ίδιος χάραξε, και χαίρεται όταν βλέπει τις απλές μορφές των βάζων που πρώτος εκείνος έπλασε, ενώ του αρέσει να βρίσκει καταφύγιο στα σπίτια που επινόησε όταν ήταν ακόμα παιδί, αντλώντας την έμπνευση του από τα δάση και τις σπηλιές.

Ζει ακόμα, κι ο θάνατος δεν τον αγγίζει. Η δραστηριότητα του, έπειτα από την αποτροπιαστική πρόοδο της αλαζονείας και της διαφήμισης, πάντοτε θα ελαττώνεται ∙ μολαταύτα, θα εξακολουθεί να είναι αυτό που ο Κάρλαϊλ θεωρούσε ότι είναι οι σιωπηλοί άνθρωποι: το άλας της γης. Για να πούμε την αλήθεια, έχω κατά καιρούς την υποψία ότι λόγω της αναγκαστικής απραξίας και βαριεστιμάρας των καιρών μας, έχει στραφεί στις διαδρομές του εγκλήματος. Όποτε βλέπω τις εφημερίδες να αποδίδουν διαρρήξεις ή πράξεις βίας σε «αγνώστους δράστες», με πιάνει φόβος μην και τις έχει κάνει εκείνος. Το μόνο που καθησυχάζει είναι ότι οι αναφορές για τους δράστες πάντα είναι στον πληθυντικό.

Αν κρίνω από τα πορτρέτα, ωστόσο, δεν θα τον θεωρούσα ποτέ ικανό για τέτοιες πράξεις. Σας έχει τύχει να παρατηρήσετε σε όλες τις πινακοθήκες του κόσμου, αυτό στους καταλόγους και στις κορνίζες αναφέρεται ως «Προσωπογραφία του Ινιότο, του Αγνώστου»; Οι προσωπογραφίες όλες τους διαφέρουν η μία απ’ την άλλη, κι οι σχολαστικοί κριτικοί επιμένουν ότι αναπαριστούν διάφορους ανθρώπους, που ακόμη δεν έχουν αναγνωριστεί ∙ εγώ, όμως, επιμένω να μην ακούω τους κριτικούς, κι έχω πλήρη πίστη στην πολλαπλότητα των εκφράσεων του ήρωα μου. Δείτε πόσο ευκίνητο και όμορφο είναι το πρόσωπο του Ινιότο! Συχνά, αναπαριστάται με τη μορφή ενός συλλογισμένου ευγενή, ενώ άλλες φορές απεικονίζεται ως χλωμός νέος, που το περίγραμμα του στέκεται με φόντο ένα παράθυρο ∙ άλλες φορές, πάλι, τον βλέπουμε σαν σοφό κι έμπειρο άνδρα να παίζει μ’ ένα γάντι ή ένα γεράκι. Μολαταύτα, πάντα διακρίνουμε στο πρόσωπο του βαθύνοια και κυριαρχία του νου, και την φυσική αυτή επιφύλαξη που τον έχει αποτρέψει απ’ το να γνωστοποιήσει τον τίτλο του διαμέσου του απαίσιου στόματος της Φήμης.

……………………………………………………………………………………………………………………………………

Τα όσα προαναφέρθηκαν θα μπορούσαν ενδεχομένως να ιδωθούν σαν κάποιο αστείο, σε απομίμηση του Σουίφτ ή του Κάρλαϊλ ∙ παρ’ όλα αυτά, η σύνταξη τους έγινε με σοβαρό σκοπό, προκειμένου να αναδείξει έναν σοβαρό συλλογισμό. Οι άνθρωποι, σε γενικές γραμμές, τείνουν να προσδίδουν υπερβολική σημασία σε οτιδήποτε κουβαλάει κάποιο όνομα, και που επισημοποιείται από μια υπογραφή σ’ ένα επίσημο δελτίο. Δεν θυμούνται, τουλάχιστον όχι τόσο συχνά όσο θα έπρεπε, ότι ο κορμός αυτού που αποκαλούμε «πολιτισμό» ήταν έργο ανθρώπων που για εμάς είναι απρόσωποι, και για τους οποίους δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτα. Οι άγνωστοι, οι Ανώνυμοι, κάνανε για εμάς πολύ περισσότερα απ’ όσα κάνανε συνολικά οι διάσημοι που συνωστίζονται στις σελίδες των βιογραφικών λεξικών. Οι καλύτεροι πίνακες, οι απλοϊκές μελωδίες, τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του στυλ, οι θεμελιώδεις εφευρέσεις, όλα είναι έργα αυτού του Ινιότο, που τον αγνοούν οι εγκωμιαστές κι οι ιστορικοί.

Πρόκειται για μια περίπτωση (γιατί να μην το παραδεχτούμε;) αχαριστίας που διογκώνεται ακόμη περισσότερο από την άγνοια. Θυμόμαστε ευκολότερα τα πράγματα όταν έχουν όνομα, κι είμαστε πιο πρόθυμοι να δείξουμε την ευγνωμοσύνη όταν ενώπιον μας βρίσκεται ένα προσδιορισμένο άτομο, στο οποίο να εστιάζονται οι έπαινοι που απευθύνουμε, και που να αποτελεί μια πηγή της περηφάνιας μας. Ο κακομοίρης ο Ινιότο, που σκεφτόταν και μοχθούσε χωρίς να έχει έγνοια μη και δεν υπογράψει τη δουλειά του, και χωρίς να στέλνει ειδοποιήσεις στον Τύπο, είναι πολύ εφήμερη φιγούρα, που εύκολα ξεχνιέται. Όλοι, ακόμα κι οι Εβραίοι και οι Προτεστάντες, χρειάζονται εικόνες για να λατρέψουν κάποιον. Όταν δεν γνωρίζουν ποιος και τί ήταν ο άνθρωπος που έκανε κάτι, ακόμη κι αν αυτό που έκανε ήταν κάτι μεγάλο, ποτέ δεν καταφέρνουν να εστιάσουν σ’ εκείνον τη σκέψη τους, ή να στρέψουν σ’ εκείνον το ρεύμα της συμπάθειας ή του ενθουσιασμού που νιώθουν. Λόγω της μη εξαλείψιμης αυτής τεμπελιάς, ο Ινιότο, ο μέγας και λαϊκός ευεργέτης του ανθρώπινου γένους, είναι λησμονημένος απ’ όλους.

Πόσο στεναχωριέμαι κάθε φορά που βλέπω στις πλατείες μας τα πάμπολλα αγάλματα, έφιππα και πεζά, τόσων πολλών ανθρώπων που, στην καλύτερη των περιπτώσεων, δεν έγραψαν παρά μόνο κάτι ανιαρές τραγωδίες, ή απλά τους έτυχε να κάνουν μια καλή σπαθιά! Οι Έλληνες, σε κάθε περίπτωση, είχαν την βαθυστόχαστη ή σώφρονα ιδέα να ανεγείρουν βωμό στον Άγνωστο Θεό. Γιατί να μην στήσουν οι σύγχρονοι, μέσα στην αδιαφορία τους, ένα μνημείο στην Άγνωστη Μεγαλοφυΐα;     

**

Ζωή, το είδωλο που αργοχάνεται

Έτυχε να συναντήσω, μια χειμωνιάτικη νύχτα, έναν Ξένο που προσπαθούσε να με πείσει ότι η ζωή είναι ωραία, κι ότι ο κόσμος είναι στ’ αλήθεια ένα απολαυστικό μέρος να ζει κανείς. Στεκόμασταν σε μια πλατφόρμα του σιδηροδρομικού σταθμού, κι έκανε πολύ, πολύ και βαρύ κρύο. Ο Ξένος φορούσε ένα ζεστό παλτό, αν και πρόσεξα ότι στο πέτο του ήταν καρφιτσωμένες δύο φρέσκες βιολέτες.

Άκουσα με προσοχή, από ευγένεια, τα λόγια του ∙ κι ο Ξένος, μπαίνοντας σιγά-σιγά στο βασικό θέμα της κουβέντας, πέρασε από μια συγκρατημένη καλή διάθεση σε κάτι που φαινόταν σαν ολοκληρωτικός ενθουσιασμός.

«Σκεφτείτε, αγαπητέ μου κύριε», είπε, «την εκπληκτική πρόοδο του πολιτισμού! Η ανθρωπότητα εφορμά απ’ το σήμερα στο αύριο – από εκείνο που δεν υπάρχει πια σ’ εκείνο που δεν υπάρχει ακόμα! Όλη μας η ζωή είναι προσανατολισμένη στο μέλλον. Αδιαφορούμε για όσα συμβαίνουν τώρα, ενώ αυτό που πρόκειται να συμβεί αποτελεί ζήτημα ζωτικής σημασίας. Αφιερώνουμε κάθε μέρα που περνάει σ’ ένα αύριο, που κι αυτό πρέπει με τη σειρά του να γίνει παρελθόν. Εκπληκτικό, δεν είναι; Το προφητικό πνεύμα βρίσκεται σε αέναη πρόοδο! Πορευόμαστε εις αναζήτηση των δυνατοτήτων, κι έτσι γινόμαστε κύριοι της γης, της θάλασσας, του ουρανού – ακόμη και κύριοι του ίδιου μας του εαυτού».

Τα λόγια του διακόπηκαν από την άφιξη μιας ταχείας αμαξοστοιχίας που μπήκε με μεγάλο θόρυβο στο σταθμό, ξεφυσώντας μεγάλα σύννεφα καπνού σαν θυμωμένος δράκος. Στο σταμάτημα του, οι κουρασμένοι επιβάτες, παραπατώντας κάτω από το βάρος των αποσκευών και των κουτιών που κουβαλούσαν, κατέβηκαν με γοργό βήμα στην πλατφόρμα κι εξαφανίστηκαν. Ο Ξένος πήγε να ξαναπάρει το λόγο, αλλά σήκωσα ξαφνικά το χέρι μου, ενιστάμενος σ’ όσα είχε πει.

«Φτάνει! Η πίστη σας στον πολιτισμό είναι αξιοθαύμαστη, καλέ μου κύριε, αλλά θα σας δείξω και την άλλη πλευρά του νομίσματος», του επισήμανα. «Η ταχεία αυτή – δεν σας δείχνει κάτι; Δεν αποτελεί σύμβολο; Μια προειδοποίηση; Πριν λίγο διέσχιζε τρέχοντας το σκοτάδι με ταχύτητα εξήντα μιλιών την ώρα – ένας μικρόκοσμος από μόνη της, και μέσα της στριμώχνονται ανθρώπινα όντα που μιλούσαν, γελούσαν, ονειρεύονταν, κι έτρωγαν σάντουιτς τυλιγμένα σε χαρτί. Και τώρα; Οι επιβάτες σκόρπισαν στις τέσσερις γωνιές της πόλης. Ο μηχανοδηγός πήγε σπίτι για το δείπνο. Κι ο γυαλιστερός χαλύβδινος κομήτης μετατράπηκε, απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, σ’ ένα πράγμα αδρανές, σιωπηλό, ακίνητο, χωρίς σκοπό, που για όλους ήδη αποτελεί ανάμνηση».

Άναψα ένα τσιγάρο και στη λάμψη της φλόγας του σπίρτου, στύλωσα τη ματιά μου στο πρόσωπο του Ξένου. «Φανταστείτε, αν μπορείτε, ότι η δραστηριότητα σ’ όλο τον κόσμο ξαφνικά σταματάει. Φανταστείτε ότι όλα ακινητοποιούνται. Φανταστείτε την ανθρωπότητα ανίσχυρη να κάνει την παραμικρή κίνηση, να μένει παγωμένη, πετρωμένη, και παρ’ όλα αυτά καταραμένη να διατηρεί την ικανότητα της να σκέφτεται, να θυμάται, και να κρίνει τον εαυτό της. Φανταστείτε την απελπισία που θα επικρατούσε κάτω απ’ τη βαριά σιωπή που θα σκέπαζε αυτόν τον απότομα καθηλωμένο κόσμο! Πιέστε τον εαυτό σας, μια στιγμή μονάχα, να δει την τραγωδία… Άνθρωποι αιχμαλωτισμένοι και καθηλωμένοι – σε κάποιες περιπτώσεις, κατά την τέλεση κάποια ευυπόληπτης πράξης – χωρίς καμία προειδοποίηση. Μια χειρονομία που καθίσταται αιώνια. Καμία διαφυγή. Κανένας συμβιβασμός. Κοιτάξτε! Να, ένας τύπος που πιάνεται στον ύπνο. Να ένας κλέφτης με σκληρό βλέμμα, γονατισμένος μπροστά από ένα ανοιγμένο χρηματοκιβώτιο, κρατώντας στο χέρι του έναν φακό που θα φωτίζει για πάντα την σκηνή του εγκλήματος. Να ένας άνδρας και μια γυναίκα, αιώνια καταδικασμένοι να στοχάζονται τον παράνομο έρωτα τους. Να, ένας δικαστής ντυμένος με τη μαύρη του τήβεννο. Να, ένας ζητιάνος, που πιάνει ένα ξεροκόμματο από τους βρώμικους υπονόμους μιας μεγάλης πόλης. Δείτε μια πουδραρισμένη γυναίκα, που χαμογελάει σε κάποιον νεαρό. Να, ένας φιλάργυρος έμπορος που χειρονομεί, σφίγγοντας ένα δολάριο στη βρώμικη του χούφτα. Να, ένας χασάπης στη μάντρα του σφαγείου, με το μαχαίρι του υψωμένο πάνω από ένα αβοήθητο ζώο. Να, ένας μελιστάλακτος ρήτορας που βουβάθηκε πάνω στο αποκορύφωμα της ομιλίας του. Κοιτάξτε ξανά! Ιδού, ένας στρατιώτης, με την ξιφολόγχη του καρφωμένη στο στήθος του εχθρού. Ιδού, ένας άνθρωπος που ανακατεύει δηλητήριο σ’ ένα πιατάκι, προετοιμάζοντας την αυτοκτονία του. Ορίστε, ένας μηχανουργός, αποκαμωμένος, κάτωχρος, σκυμμένος πάνω απ’ το ακίνητο τέρας που υπηρέτησε τόσο πολύ καιρό. Σκεφτείτε το. Δείτε μια πόρνη που χορεύει σ’ ένα καμπαρέ, ένα παιδί που μαλώνει μ’ ένα άλλο στην άμμο μιας παιδικής χαράς, έναν επιστήμονα που δεν μπορεί πια να αποστρέψει την κουρασμένη ματιά του απ’ την προσεκτική μελέτη μυριάδων αόρατων μικροβίων…».

Ο Ξένος αναρίγησε.

«Πιστεύετε», συνέχισα, «ότι θα υπήρχε έστω κι ένα ανθρώπινο ον στον πλανήτη που θα ήθελε να ζει, για όλη την αιωνιότητα, τη στιγμή εκείνη στην οποία επέλεξε να τον ακινητοποιήσει το πεπρωμένο; Όχι! Χίλιες φορές όχι!

»Επιμένετε, αγαπητέ μου κύριε, ότι οι άνθρωποι ζούνε μόνο για το αύριο. Αυτό είναι αλήθεια. Η ζωή αποτελείται από όνειρα και προσδοκίες. Κάθε τι που υπάρχει μας φαίνεται θολό και δυσάρεστο ∙ η μόνη μας παρηγοριά είναι η γνώση ότι το παρόν δεν είναι παρά προοίμιο στο απολαυστικό και ειδυλλιακό αύριο. Μια καθολική θανατική καταδίκη θα στερούσε την ανθρωπότητα από την πίστη σε κάθε τι που θα κινούσε να κάνει. Η πραγματικότητα είναι άχαρη κι ασήμαντη. Εάν δεν υπήρχε το Αύριο, με την παντοτινή του υπόσχεση για θρίαμβο, ευτυχία και υγεία, η ανθρωπότητα θα αρνιόταν να ζήσει. Αν κάποιος είχε την ευκαιρία να ξαναζήσει απ’ την αρχή τη ζωή του, όπως ακριβώς ήταν πριν – ούτε καλύτερη, ούτε χειρότερη – τότε δεν θα επέλεγε να επιστρέψει, ούτε για ένα λεπτό, στις μέρες της νιότης του. Κάθε άνθρωπος επιθυμεί μια νέα ζωή, μια ζωή άγνωστη κι αχαρτογράφητη. Γιατί μόνο στο άγνωστο, στο αμυδρό κι αόρατο μέλλον, υπάρχει ειδύλλιο, ευκαιρία, αυταπάτη.

»Φέρτε πάλι στο νου σας, κύριε μου, ανθρώπους φυλακισμένους σ’ ένα ακατάλυτο σήμερα, αδρανοποιημένους σε ντροπιαστικές πράξεις – ένα πλήθος κολασμένων, σαν να τους έχει αποτυπώσει στον καμβά το χέρι ενός Μιχαήλ Αγγέλου, καταδικασμένους σε εγκλεισμό στην ίδια τους την θλιμμένη σάρκα! Τί εξευτελισμός! Δεν θ’ αναλογιζόντουσαν τις πρότερες ζωές τους με οργή και ταπείνωση, ενώ την ίδια στιγμή έχουν επίγνωση ότι θυσίασαν το παρόν τους σ’ ένα μέλλον που με τη σειρά του έγινε παρόν, κι ούτω καθεξής έως το πικρό τέλος, ακόμη κι έως τη στιγμή του θανάτου τους;»

Έπιασα τον Ξένο απ’ το μπράτσο. «Δεν βλέπετε;» φώναξα. «Η ζωή αναλώνεται μ’ εμάς να προετοιμαζόμαστε, μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, λεπτό με λεπτό, για κάποιο πράγμα που ποτέ δεν φτάνει! Ναι, η τραγωδία της ζωής έγκειται στο γεγονός ότι δεν είναι παρά ένα είδωλο… ένα είδωλο που αργοχάνεται… μια αντανάκλαση… που πάντα σβήνει. Τρέλα! Απελπισία!»

Μια άλλη ταχεία μπήκε με πάταγο στον σταθμό, και γι’ άλλη μια φορά οι επιβάτες κατέβηκαν γοργά στην πλατφόρμα, πάλι ο μηχανοδηγός βγήκε απ’ την καμπίνα, χασμουρήθηκε και σκούπισε το πρόσωπο του με το μανίκι του. Ο Ξένος με κοίταξε κάπως λυπημένος, και χαμογέλασε.

«Παρ’ όλα αυτά», δήλωσε, «υπάρχουν κάποια πράγματα που λατρεύω. Για παράδειγμα, την ομίχλη που κάθεται στο πρόσωπο του κόσμου, κρύβοντας τον άνθρωπο απ’ τους συνανθρώπους του. Και τα τρένα που κάνουν στάση, έπειτα από γρήγορα ταξίδια…»

Πήρε μια απ’ τις φρεσκοκομμένες βιολέτες απ’ το παλτό του και την έβαλε στο χέρι μου ∙ και ξαφνικά, σ’ εκείνο το θλιβερό και πικρόχολο μέρος, αναδύθηκε μια ευωδιά Άνοιξης, διαπεραστική, μεθυστική, και γεμάτη με μια μυστηριώδη υπόσχεση – μια υπόσχεση του ασαφούς και μακρινού Μέλλοντος.

Όταν σήκωσα πάλι τη ματιά μου, είδα ότι ο Ξένος είχε εξαφανιστεί.

**

Σημειώσεις

1. Ινιότο, ο άγνωστος: Ignoto, δημοσιεύθηκε στο 24 Cervelli, 1927, έκδοση απ' όπου έγινε η μετάφραση: The New Age, τ. 26, Δεκέμβριος 1919.
2. Ζωή, το είδωλο που αργοχάνεται: Lo Specchio que Fugge, δημοσιεύθηκε στο Il Tragico Quotidiano, 1906, έκδοση απ' όπου έγινε η μετάφραση: Vanity Fair, τ. 13, Φεβρουάριος 1920.