Top menu

Σοφία Νικολαΐδου: "Mε τις λέξεις καταλαβαίνω τι συμβαίνει μέσα μου"

nikolaidoupanwriou

Συνέντευξη στην Τίνα Πανώριου

Η Σοφία Νικολαΐδου είναι πεζογράφος. Διαγνώστηκε με καρκίνο του μαστού τον Σεπτέμβριο του 2014. Από τότε, άρχισε να γράφει το πιο καταδικό της βιβλίο Καλά και σήμερα (εκδόσεις Μεταίχμιο 2015), καθώς το έγραψε με το ίδιο της το σώμα. Σημειώστε ότι το βιβλίο θα παρουσιαστεί την Πέμπτη 26 Νοεμβρίου, στις 20.30 στο βιβλιοπωλείο Ιανός (Σταδίου 24 Αθήνα), από τις Αμάντα Μιχαλοπούλου και Μάγια Τσόκλη.

Αγοράστε το βιβλίο

Το ημερολόγιό σας αυτό –το τόσο συγκλονιστικό, τόσο σκληρό– που σε χτυπάει απευθείας στην καρδιά, το γράφατε μέρα με τη μέρα της άγριας αυτής περιπέτειας που περάσατε με αίσιο –ευτυχώς– τέλος. Ήταν πραγματικά  αυτά τα γραπτά ο τρόπος σας να τη σκαπουλάρετε, να τα βγάλετε πέρα καθαρή;
Είμαι συγγραφέας, οι λέξεις είναι ο τρόπος μου να καταλαβαίνω τι συμβαίνει γύρω μου και μέσα μου. Με τον καρκίνο έκανα αυτό που ξέρω να κάνω: τον έβαλα σε λέξεις, τον κάθισα απέναντι, για να μπορέσω να τον κοιτάξω – και μετά να πάω παραπέρα. Έγραφα κάθε μέρα: στην κλινική, με το τετράδιο στα γόνατα (δεν μπορούσα να κρατήσω υπολογιστή) κι ύστερα στη σπηλιά του κρεβατιού μετά τη χημειοθεραπεία. Ναι, οι λέξεις ήταν το φάρμακο και η θεραπεία μου. Ξέρετε, ο καθένας από μας (το κάθε σώμα, το κάθε μυαλό) έχει τον τρόπο του στα δύσκολα. Ε, εμένα ο τρόπος μου ήταν αυτός. Να μη φοβηθώ τις λέξεις, να ονομάσω τα πράγματα, να τα κοιτάξω κατάματα.

Είναι αυτό το πιο δικό σας, το πιο προσωπικό σας βιβλίο, όπως γράφετε στο οπισθόφυλλο του χρονικού σας. «Γιατί το έχετε γράψει με το σώμα σας». Πόση δύναμη ψυχής, πόσο σφίξιμο δοντιών απαιτείται όμως για να αποτυπώσετε στο χαρτί τη μοναχική αυτή ιστορία; Και μάλιστα μέσα σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου;
Για μένα η συγγραφή αυτού του βιβλίου (που κυριολεκτικά γράφτηκε με το σώμα μου) ήταν η πιο φυσική κίνηση. Το πρώτο που σκέφτηκα (από τη στιγμή κιόλας της διάγνωσης) ήταν αυτό: ότι θα γίνει βιβλίο. Θα σας φανεί χαζό, εμένα όμως με παρηγόρησε. Ήταν η πιο ανθρώπινη κίνηση, σε μια εποχή που έχανα ένα ένα με τη σειρά όλα αυτά που θεωρούμε αυτονόητα.

Με το crash test του καρκίνου οι άνθρωποι χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: Αυτοί που έχουν την ικανότητα να συμπάσχουν [...] αυτού που μπορούν να αρθρώσουν μια ανθρώπινη κουβέντα, αυτοί που αμηχανούν, οι πανουκλιασμένοι άνθρωποι, τα κορίτσια που νόσησαν. Σκέφτομαι όμως κυνικά: Αν αντέχει, αν θέλει μια κοπέλα, μια γυναίκα που έχει αποθεραπευτεί, να συνδράμει μια ασθενή ή η βοήθεια αυτή τη σπρώχνει πίσω στις δύσκολες ώρες που πασχίζει να ξεχάσει.
Και οι δύο αντιδράσεις είναι πιθανές – και κατανοητές. Ο καθένας από μας είναι η ατομική του περίπτωση και αντιδρά στην ασθένεια και στον πόνο με τον δικό του τρόπο. Ναι, μια γυναίκα που το πέρασε μπορεί να θέλει να συνδράμει μια νέα ασθενή, γι’ αυτό και η ηχηρή συμμαχία των κοριτσιών που νόσησαν. Είναι αδελφές στον πόνο και τον φόβο. Και βέβαια, από την άλλη μεριά, θα μπορούσε να μη θέλει να μιλήσει, να μη θέλει να θυμηθεί (γιατί ξεχνιούνται όλα, ξέρετε, όσο απίστευτο κι αν φαίνεται στην αρχή). Για μένα και οι δύο αντιδράσεις είναι πλήρως κατανοητές και απολύτως ανθρώπινες.

Εσείς είχατε τη μεγάλη τύχη να έχετε στο πλάι σας έναν διακριτικό θαυμάσιο σύντροφο, μια φαμίλια με νοιάξιμο για σας. Άλλοι όμως άνθρωποι λιγότερο τυχεροί [οι περισσότεροι εξ ημών άλλωστε], πού μπορούν να βρουν απάγκιο για την ψυχή, όταν νοσήσουν; Υπάρχει πρόνοια στη μίζερη πατρίδα μας;
Το θέμα της ασφάλισης είναι πληγή: το θίγω στο βιβλίο. Ο ασθενής δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο την ασθένεια έχει να αντιμετωπίσει μια σαρκοβόρα γραφειοκρατία. Αν έχει χρήματα, αγοράζει αξιοπρέπεια. Αυτό είναι τόσο κυνικό όσο το ακούτε – κι άλλο τόσο αληθινό, δυστυχώς. Όταν το ζόρι εφορμά, οι άνθρωποί μας είναι η περιουσία μας: αυτούς έχουμε και πάνω τους στηριζόμαστε. Ευτυχώς υπάρχουν και οι (εθελοντικές) ομάδες υποστήριξης. Πολλές και διαφορετικές, μπορεί κανείς να βρει αυτήν που θα του δώσει δύναμη και καθοδήγηση. Όμως η αρρώστια εξακολουθεί να αποτελεί ταξική υπόθεση. Παντού – και στην Ελλάδα. Όπου φτωχός κι η μοίρα του. Αυτή είναι μια αλήθεια που τη γνωρίζουμε όλοι θεωρητικά, αλλά τη ζει κανείς με άγριο τρόπο, όταν νοσήσει.

Πριν την περιπέτεια αυτή είχατε τον χρόνο να τρώγεστε με βλακείες, θεωρώντας ότι θα πεθάνετε σε βαθιά γεράματα, γράφετε στον πρόλογό σας. Τώρα που παρήλθε χρόνος από την αποθεραπεία σας, έχετε δια παντός αποβάλει από τη ζωή σας τις καθημερινές μικρότητες; Βλέπετε τη ζωή στην παλέτα ροζ που της αξίζει;
Τη βλέπω πολύχρωμη. Το πρώτο πράγμα που αλλάζει όταν νοσήσει κανείς είναι οι προτεραιότητες. Μέσα σε δευτερόλεπτα, γίνεται προφανές τι αξίζει στη ζωή και τι όχι. Όλα τα άλλα γλιστρούν από πάνω μας και φεύγουν, γινόμαστε κατά κάποιον τρόπο αδιάβροχοι. Ακόμη και σήμερα, όταν ακούω μεγάλα παράπονα για μικρά πράγματα ή όταν πέφτω πάνω σε καθημερινές μικρότητες, παθαίνω ένα είδος επιλεκτικής κώφωσης. Σχεδόν δεν ακούω τι μου λένε. Θέλω χαρά. Και τη χαρά αυτή τη φτιάχνω με τα χέρια μου, μέρα μέρα. Με τον καρκίνο συνειδητοποίησα αυτό που ξεχνάμε οι περισσότεροι: ότι ζούμε υπό προθεσμία. Κανείς δεν μας υποσχέθηκε χρόνια ζωής. Πρέπει λοιπόν να πάρουμε τις αποφάσεις μας. Μέρα που περνάει δεν ξαναπερνάει, που έλεγαν και οι παλιοί.

«Όταν βρίσκεσαι στην κλινική ή στο κρεβάτι, η ζωή εκεί έξω συνεχίζεται. χωρίς εσένα. Αν έχεις χιούμορ, το λες πρόγευση θανάτου. Το παρακολουθείς σαν ταινία. Τι κάνουν αυτοί εκεί έξω; Τι κάνεις εσύ;» Αλήθεια πόσο μεγαλοψυχία μπορεί να έχει κανείς για να μην ζηλεύει τους «έξω»;
Δεν το βλέπω ως μεγαλοψυχία αλλά ως δόση ρεαλισμού και πραγματικότητας. Γι’ αυτό και δεν αναρωτήθηκα ποτέ «γιατί σε μένα;». Ήταν μια ερώτηση που δεν μπορεί να απαντηθεί και που σε ξεστρατίζει από το ουσιαστικό που είναι η θεραπεία. Το βασικό ερώτημα λοιπόν είναι να βρεθούν οι καλοί γιατροί και να γίνουν τα πράγματα σωστά. Ήταν φορές που ένιωθα γαλήνη, όταν έβλεπα ότι οι δικοί μου άνθρωποι ήταν καλά. Ότι μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα και χωρίς εμένα – αν αυτό χρειαζόταν. Νομίζω πως η συγκεκριμένη διαδικασία είναι ένα μεγάλο μάθημα: σε κάνει πιο άνθρωπο. Δεν είναι λίγο αυτό.

...Πόσο το καταλαβαίνω αυτό το συναίσθημα, καθόλου περίεργο δεν μου κάνει: «ο μεγαλύτερος πόνος για μια γυναίκα στην περιπέτεια του καρκίνου είναι η απώλεια των μαλλιών».
Αν το άκουγα απέξω, θα το έβρισκα υπερβολή. Δεν είναι. Όσα κορίτσια ξέρω, βουρλίστηκαν με το θέμα των μαλλιών. Δεν είναι μόνο ότι χτυπάει τη γυναικεία υπόσταση: χωρίς μαλλιά, φρύδια, ματόκλαδα δεν είσαι ο εαυτός σου στον καθρέφτη. Είναι και κάτι άλλο: αυτή είναι η εικόνα της αρρώστιας που φέρεις ως στάμπα στο πρόσωπο. Μπορεί να καμουφλάρεσαι, όταν βγαίνεις έξω, αλλά ο καθρέφτης του μπάνιου ξέρει. Το ίδιο κι εσύ.

Μιλώντας στο κοινό σας για το «Καλά και σήμερα», τι εισπράττετε από το βλέμμα τους; Μια δόση «ικανοποίησης» γιατί αλλού χτυπούν οι καμπάνες, μια καλοσύνη, μια δόση συμπόνιας;
Την κατανόηση ότι μιλάμε για την ανθρώπινη κατάσταση. Αυτό το βιβλίο δεν αφορά μόνο όσους έζησαν τον καρκίνο στο σώμα τους ή αυτούς που στάθηκαν δίπλα σε άνθρωπο που νοσεί. Μας αφορά όλους. Κάποια στιγμή, δεν μπορεί, κάτι στραβώνει, χάνουμε τη γη κάτω απ’ τα πόδια μας. Και τότε πρέπει να τα ξαναπάρουμε όλα από την αρχή. Δεν νομίζω ότι υπάρχει έστω κι ένας άνθρωπος που δεν πέρασε στη ζωή του κάποιο μεγάλο ζόρι. Τότε μαθαίνουμε από τι υλικό είμαστε φτιαγμένοι – κι από τι υλικό είναι φτιαγμένοι οι άλλοι γύρω μας. Πέφτουμε για λίγο. Και μετά συνεχίζουμε να προχωράμε. Βγαίνουμε ξανά στο φως.

Κλείνοντας: Οι φίλοι τελικά είναι πολύτιμοι συνοδοιπόροι στη ζωή, έτσι δεν είναι;
Οι φίλοι είναι φωλιά. Είναι φάρμακο. Αν δεν τους είχαμε, η ζωή θα ήταν πολύ πιο δύσκολη και σίγουρα πολύ πιο βαρετή. Τι θέλει ο άνθρωπος; Μια κουβέντα στα δύσκολα. Ένα χέρι να πιαστεί. Αυτό είναι οι φίλοι.