Top menu

Ρούλα Καρακατσάνη: "Ό,τι είμαι το χρωστάω στο θέατρο"

karakatsani

Συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Η Ρούλα Καρακατσάνη γεννήθηκε στην Πάτρα. Μεγάλωσε με τις δυσκολίες της εποχής. Εμφύλιος, μετανάστευση, φτώχεια. Το 1969 παντρεύτηκε τον Θύμιο Καρακατσάνη. Το πρώτο βιβλίο της με τίτλο «Φεγγαριαστήκανε στα Ταμπάχανα» κυκλοφόρησε το 1993 απ' τις εκδόσεις Λιβάνη. Το δεύτερο κυκλοφόρησε το 1996, με τίτλο «Έξω απ' τη 'Σόνια' στις επτά» (αφήγημα), το τρίτο το 1999, με τίτλο «Η Εύελπις του αιώνα» (διηγήματα). Aκολούθησε το μυθιστόρημα «Εδώ αρχίζει τ' όνειρο». Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο «Μάθημα σιωπής», από τις εκδόσεις Καλέντης.

Ποια ήταν η αφορμή για να γραφτεί το βιβλίο σας;
Πριν αρχίσω θέλω να σας πω ότι χαίρομαι που θα μιλήσουμε για τον Θύμιο. Το γράψιμο είναι μια διαφυγή απ’ την πραγματικότητα, όπως φαντάζομαι είναι και σ’ όλες τις μορφές τέχνης. Γίνεται σε μια στιγμή φόρτισης από ανάγκη. Αφήνεις την φαντασία να αποδράσεις για λίγο απ’ τη φυλακισμένη αβεβαιότητα. Αυτή τη φορά αφορμή για να γραφτεί αυτό το βιβλίο ήταν η απώλεια του Θύμιου. Έξι μήνες είχαν περάσει απ’ την στιγμή που είχε φύγει απ’ τη ζωή μας και τότε θυμήθηκα τα λόγια του. Όταν είχα γράψει το πρώτο μου βιβλίο «Φεγγαριαστήκανε στα Ταμπάχανα» μου είπε: «Εσύ, Ρουλίτσα, έγραψες ένα βιβλίο και θα μείνει, η δική μας τέχνη πεθαίνει κάθε βράδυ με το κλείσιμο της αυλαίας». Ως φαίνεται, είχε έρθει η στιγμή να βγει αυτό το βιβλίο. Μάζεψα όλο το χαρτομάνι των δέκα χρονών και άρχισα να το συναρμολογώ.

Ο τίτλος «Μάθημα σιωπής» είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;
Θέλω να ξέρετε ότι ο τίτλος δεν είναι δικός μου. Όταν αποφάσισε ο Θύμιος να μπει στην προετοιμασία την αποχώρισης, πιστεύω είχε καταλάβει τη σοβαρότητα της κατάστασής του, τον ρώτησα μια μέρα: «Γιατί δεν μου μιλάς, Θύμιο μου;» απάντησε «Κάνω Μάθημα σιωπής» και δεν ξαναμίλησε. Θέλω να σας πω ότι πάντα ήθελε να με βοηθάει να βρίσκουμε τον τίτλο των βιβλίων μου. Αυτή τη φορά, τον έβαλε φεύγοντας. Αυτός ο τόσο εκρηκτικός χαρακτήρας, έμεινε στο βιβλίο μ’ αυτόν τον αντιφατικό τίτλο.

Είναι το βιβλίο σας μια βαθιά κατάθεση ψυχής;
Πιστεύω ότι γράφω όταν έχω κάτι να πω. Δεν είναι εύκολο να βγάζεις την ψυχή σου σε ένα άψυχο λευκό χαρτί που το κοιτάς ώρες, πριν πιάσεις το μολύβι. Η αλήθεια και μόνο αυτή, είναι κατάθεση ψυχής. Μου ήταν δύσκολο να γράψω τη ζωή μου με τον Θύμιο Καρακατσάνη, τελικά τα κατάφερα. Αν ακουμπήσει τους αναγνώστες, σημαίνει ότι έκανα καλά και το έγραψα, αν όχι, θα παραμείνει προσωπική μου υπόθεση. Από τη στιγμή που αποφασίζεις να εκτεθείς, το γραπτό παύει να είναι δικό σου, ανήκει στο κοινό. Αυτό κρίνει το βάθος, αν η δική μου αλήθεια γίνει και δική τους, τότε έχω πέτυχει την αποδοχή.

Πώς είναι η συνύπαρξη τόσων χρόνων με έναν διακεκριμένο ηθοποιό;
Όπως ένας δύσκολος χειμώνας, που έχει αμέτρητες λιακάδες.

Ποιος ηθοποιός ενέπνευσε τον Θύμιο Καρακατσάνη;
Δεν νομίζω να ήθελε να είναι κάποιος άλλος. Όπως λέει ο λαός ήταν γεννημένος για να γίνει αυτό που έγινε. Προικισμένος με το θείο δώρο, το ταλέντο του. Βέβαια, μου κάνετε μια ερώτηση που μόνο ο ίδιος θα μπορούσε να σας την απαντήσει, εγώ υποθετικά σας απαντώ. Το ότι θαύμαζε τον Κάρολο Κουν, ήταν αναπόφευκτο. Τέτοιες μορφές δεν βγαίνουν εύκολα. Ρούφηξε όλη τη γνώση του γύρω απ’ το θέατρο. Αξιώθηκε να παίξει σπουδαίους ρόλους και να διακριθεί παγκοσμίως. Για αυτό σας λέω, ήταν τυχερός που είχε έναν μεγάλο δάσκαλο, όπως ήταν ο Κάρολος Κουν, που τον λάτρευε και τον πίστευε απεριόριστα. Και πιο τυχερή εγώ που τον θαύμαζα σαράντα τέσσερα χρονιά. Αυτά τα μεγέθη, όπως πιστεύω ήτανε ο Θύμιος, δεν έχουν πρότυπο, ρουφάν τη ζωή και την κάνουν τέχνη.

Ποιος ήταν ο άνθρωπος Θύμιος Καρακατσάνης;
Σεμνός εργάτης της τέχνης, ταγμένος στο θέατρο. Δεν ζούσε απ’ αυτό, ζούσε γι’ αυτό. Ο Βασίλης Φωτόπουλος όταν σκηνογραφούσε τον «Θάνατο του εμποράκου», μου είπε: «Ρούλα μου, ο Θύμιος δεν ενδιαφέρεται για τα χρήματα, γι’ αυτό δεν ξέρει ούτε να τα μετρήσει, αυτό που τον νοιάζει είναι η καλλιτεχνική επιτυχία, δεν το’ χεις καταλάβει;» Θα μπορούσε να ’χει ένα ντιβάνι στο θέατρο και να μην το κουνάει από ’κει, συχνά του το ’λεγα. Αγωνιστής, πάλεψε πενήντα δύο χρόνια να κρατηθεί και να επιβληθεί θα έλεγα σε έναν χώρο που πολλές φορές μοιάζει με κινουμένη άμμο, να σε εξαφανίσει. Έτσι με πολλή δουλειά κατάφερε να επιβιώσει. Ήταν απλός με την πρώτη ματιά, καθημερινός, αλλά γι’ αυτούς που είχαν την τύχη να δουλέψουν μαζί του, πολύ απαιτητικός και τελειομανής.

Ξεκίνησε από το Θέατρο Τέχνης και ακολουθήσε τη δική του διαδρομή. Γιατί οι περισσότεροι ηθοποιοί από το Θέατρο Τέχνης αποχώρισαν;
Στα δύσβατα κακοτράχαλα μονοπάτια του Θέατρου Τέχνης, όσοι κατάφεραν να τα περάσουν, βγήκαν φωτισμένοι. Γιατί ο Κάρολος Κουν έπαιρνε ακατέργαστο υλικό και το σμίλευε ανάλογα με το τι ήθελε να φτιάξει, φέρνοντάς το στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Το εκατό τοις εκατό των προσδοκιών του λίγοι το κατόρθωσαν. Φυσικά, ένας απ’ αυτούς ήταν ο Θύμιος. Ήτανε μια μεγάλη φωλιά το Θέατρο Τέχνης. Όταν αποφάσισαν, κατάφερναν να πετάξουν με τα δικά τους φτερά, εγκατέλειπαν τη φωλιά τους, για να δοκιμάσουν τη δύναμή τους. Άλλοι ξαναγύριζαν στη σιγουριά τους από ανασφάλεια. Ο Θύμιος φεύγοντας ταλαιπωρήθηκε πολύ τα πρώτα δέκα χρονιά. Όταν δημιούργησε τη νέα ελληνική σκηνή, ανεβάζοντας σπουδαία έργα, ξεκινώντας με τον «Φον Δημητράκης» του Δημήτρη Ψαθά, έκανε την μια επιτυχία μετρά την άλλη. Όμως αυτή τη φωλιά του Θεάτρου Τέχνης την κουβαλούσε μαζί του, όπου και αν δούλευε.

Εκείνο που χαρακτήριζε τον Θύμιο Καρακατσάνη ήταν η κωμική του φλέβα. Παράλληλα έδωσε ρεσιτάλ ηθοποιίας και σε δραματικούς ρόλους. Δεν είναι δύσκολο για έναν ηθοποιό να συνδυάζει αυτά τα δύο πλεονεκτήματα;
Η κωμωδία είναι το πιο δύσκολο είδος, ιδίως στις μέρες μας, που ο φόβος για το αύριο μέρα με τη μέρα εξαπλώνεται σαν αγριάδα, ο θεατρίνος καλλιεργείται να γίνει διασκεδαστής, να ανοίξει ένα παράθυρο ελπίδας στην ψυχή τους, ο θεατής γίνεται κοινωνός μέσα σε μια σιωπηλή επικοινωνία. Δύο ώρες διάλειμμα απ’ τα προβλήματα που ταλανίζουν την εποχή μας είναι το φιλί της ζωής. Ηθοποιοί όπως ο Θύμιος δεν έχουν όρια. Μπορούν να ερμηνεύσουν όλους τους ρόλους. Βέβαια, με το που λες Καρακατσάνης εμφανίζονται μπροστά σου, όλα τα έργα του Αριστοφάνη, που όσο και να φαίνονται παραμυθάκια, κρύβουν πολλές απαιτήσεις. Θέλουν προικισμένους ηθοποιούς να τα υπηρετήσουν. Ο γάμος κωμικού τραγικού αν ταιριάξει είναι το ιδανικό. Ο Θύμιος τα πάντρευε πάντα με επιτυχία. Το μυστικό του ήταν η πολλή δουλειά. Ήταν ταγμένος στον θέατρο, ζούσε γι’ αυτό και το κοινό του, που τον ακολουθούσε πιστά ό,τι και αν έπαιζε.

Ο Καρακατσάνης τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 αντιπροσώπευε ό,τι πιο προοδευτικό και ριζοσπαστικό στο ελληνικό Θέατρο. Οι παραστάσεις του ήταν κατάμεστες από κόσμο. Πώς ένιωθε εκείνη την εποχή;
Δεν θα το περιόριζα σε αυτή τη δεκαετία, απ’ τη πρώτη στιγμή του στο σανίδι, μέχρι τη τελευταία, στόχος του ήταν πάντα το καλό θέατρο. Μην ξεχνάμε ότι ο δάσκαλός του τον έβαλε είκοσι τεσσάρων χρονών και έπαιξε τον επιστάτη του Πίντερ. Ο Κάρολος Κουν τον μύησε στο ριζοσπαστικό θέατρο κι ήταν αυτός που γνώρισε στους θεατρόφιλους τόσους σπουδαίους αγνώστους συγγράφεις. Ήταν φυσικό ο Θύμιος να ακολουθήσει και να υπηρετήσει το σωστό θέατρο. Το ’79 μέχρι το ’89 γέμιζε καθημερινά το θέατρο Αλάμπρα με χωρητικότητα εξακοσίων θέσεων, χωριά οι καρέκλες στους διάδρομους, που είχαν εγκατασταθεί μόνιμα. Από τη στιγμή που αποφάσισε να κάνει δική του δουλειά, οι επιτυχίες δεν ήταν μόνο καλλιτεχνικές, έγιναν εμπορικές. Αυτός που παρέμεινε ίδιος ήταν ο Θύμιος. Θέλει να ’χεις υποδομή για να δεχτείς την επιτυχία, αλλιώς σαλτάρεις. Παρέμεινε μέχρι το τέλος του πιστός εργάτης του θεάτρου.

Ανέβασε έργα κλασικά ξένων συγγραφέων αλλά και Ελλήνων συγγραφέων. Αυτό δεν ήταν και μια πρωτοπορία αν σκεφτούμε ότι σήμερα δύσκολα ανεβάζοντας έργα Ελλήνων συγγραφέων;
Η νέα ελληνική σκηνή στόχο είχε το ελληνικό έργο. Όπως είπα πριν ξεκίνησε με το «Φον Δημητράκης» του Δημήτρη Ψαθά και συνέχισε με το «Ένας ήρωας με παντούφλες» του Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου, το «Έχω στόχο, κύριε πρόεδρε» του Γιώργου Χαραλαμπίδη, τους «Νταντάδες» του Γιώργου Σκουρλή, τον «Χαρτοπαίκτη» του Χουρμουζή, το «Βασικά με λεν Θανάση» του Γιώργου Αρμένη, τη «Βίδα» του Γιάννη Ξανθούλη, την «Ούρσουλα» του Μπάμπη Τσικληρόπουλου και άλλα. Για να πούμε την αλήθεια, λίγα ελληνικά έργα γίνονται διαχρονικά. Έτσι συχνά κατέφευγε σε ξένα έργα, κλασικά όπως ο «Θάνατος του εμποράκου» του Άρθουρ Μίλερ που το ανέβασε το ’86 με πολύ μεγάλη επιτυχία. Ένας ρόλος καθαρά τραγικός όπου κατάφερνε κάθε βράδυ το κοινό να κλαίει σπαρακτικά. Ήταν ένας εμποράκος μοναδικός. Ό,τι και να πει κάνεις, θα είναι λίγο μπροστά στο απαράμιλλο ταλέντο του.

Τη δεκαετία του 1990 έπαιξε πολύ τα έργα του Αριστοφάνη. Θεωρήθηκε κατ’ εξοχήν Αριστοφανικός. Πώς κατάφερνε κάθε φορά να αγγίζει την επιτυχία αλλά και την εξαίσια ερμηνεία;
Απ’ όσο γνωρίζω από το ’74 πάτησε το πόδι του στον ιερό χώρο της Επιδαύρου, με τον ρόλο του Σειλινού στο έργο του «Κύκλωπα», στα επόμενα χρόνια είχε γίνει η καλοκαιρινή μας εκδρομή. Πηγαίναμε μια εβδομάδα μαζί με τα παιδιά και παρακολουθούσαμε απ’ τα επάνω διαζώματα τις πρόβες. Πετούσε, τα πόδια του έβγαζαν φτερά, απογινόταν με τους ρόλους του Αριστοφάνη. Ήταν το στοιχείο του. Δεν είναι τυχαίο που γέμιζε όλα τα αρχαία θέατρα ασφυκτικά, χάρη στη σπουδαία απόδοσή του. Η μεγάλη επιτυχία είναι η πληρότητα. Το μυστικό για την εξαίσια ερμηνεία του ήταν πάντα η πολλή δουλειά. Αν δεν καταφέρεις να κάνεις δικό σου τον ρόλο, θα παραμείνει ξένος.

Εμείς τον γνωρίσαμε ως επιτυχημένο ηθοποιό. Δεν ξέραμε τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε. Δεν είναι δύσκολη η επιβίωση ακόμη και σήμερα στις θεατρικές σκηνές;
Και εγώ επιτυχημένο τον γνώρισα καλλιτεχνικά, αλλά με ένα μισθό που έφτανε μόνο για τη βενζίνη και τα τσιγάρα του. Έδωσε μεγάλο αγώνα για να καταφέρει να ζούμε αξιοπρεπώς. Τα δέκα πρώτα χρονιά, πρέπει να ομολογήσω ότι ήταν εξαιρετικά δύσκολα. Στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης παίζανε, θυμάμαι, με δέκα και είκοσι θεατές. Γεμάτο το έβλεπα όταν πρωταγωνιστούσε ο Θύμιος. Θέλω να πω ότι το θέατρο είχε πάντα κρίση. Και σήμερα πιστεύω το ότι δουλεύουνε καλά μερικά, δεν σημαίνει τίποτα. Πώς μπορούν να επιβιώσουν από το θέατρο όταν βγαίνουν σωρηδόν από τις σχολές κάθε χρόνο ηθοποιοί, που ή αλλάζουν επάγγελμα ή δουλεύουν τσάμπα. Δεν μπορούν να απορροφηθούν στον χώρο, έτσι καταφεύγουν στο να φτιάχνουν δίκες τους δουλειές, να πειραματίζονται. Η ανεργία είναι στα ύψη. Σε αυτή τη γενική παράλυση των αξίων όπου το δήθεν έχει κυριαρχήσει, νιώθω ότι συμβιβαστήκαμε όλοι. Η αναξιοκρατία χρόνια καλλιεργείται στην Ελλάδα.

Είσαστε ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα που βγάλατε και την έκδοση του βιβλίου;
Όταν η Ελένη Γκίκα με πήγε στον εκδοτικό οίκο του Καλέντη, μπήκα και οσμίστηκα την ποιότητα. Με αγαλλίασαν με τόση θέρμη, συγκινητικοί όλοι τους. Παρόλη την οικονομική αθλιότητα που μας επέβαλαν, φρόντισαν να βγάλουν μια εξαιρετική έκδοση. Με λίγα λόγια δεν τσιγκουνεύτηκαν και αυτό φαίνεται με το που κρατάς το βιβλίο στα χέρια σου. Ευχαριστώ για την ερώτηση, γιατί μου δώσατε την ευκαιρία να τους ευχαριστήσω δημόσια για το πάθος και το μεράκι που έχουν για το καλό βιβλίο.

Οι νέες γενιές γνωρίζουν τον Θύμιο Καρακατσάνη;
Σίγουρα γνωρίζουν το έργο του Θύμιου στο θέατρο. Πρέπει να ξέρετε ότι ανέκαθεν είχε νεανικό κοινό και αυτό του άρεσε πάρα πολύ, που νέα παιδιά ακολουθούσαν το καλό θέατρο. Πιστεύω ότι και το βιβλίο θα βοηθήσει σε αυτό. Μπορεί οι άνθρωποι του θεάτρου να έχουν ελαστική μνήμη, οι φανατικοί θαυμαστές του Θύμιου δεν τον ξεχνούν. Έχει περάσει στην επιλεκτική τους μνήμη.

Πέρα από τον Θύμιο Καρακατσάνη, ποιοι ήταν οι σπουδαιότεροι ηθοποιοί της γενιάς του;
Στην εποχή του Θύμιου υπήρχαν αξιόλογοι θεατρίνοι, στο βιβλίο μου, στέκομαι ιδιαίτερα σε κάποιους σπουδαίους που πέρασαν απ’ τον χώρο του θεάτρου και διακρίθηκαν δικαίως. Σήμερα είναι λίγο μπερδεμένα, το άσχετο διαπρέπει και μεγαλουργεί... Εύχομαι οι νέοι άνθρωποι που αγαπούν πραγματικά το θέατρο να αξιωθούν να ζήσουν στιγμές του, όπως εγώ. ΕΓΩ ΠΑΝΤΩΣ Ο,ΤΙ ΕΙΜΑΙ ΤΟ ΧΡΩΣΤΑΩ ΣΕ ΑΥΤΟ.