Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 31

Ποιητική γενιά του ’80 ή του "ιδιωτικού οράματος" και κριτική

μάινας31-χλωπτσιούδης

photo © Αλέξιος Μάινας

Γράφει ο Δήμος Χλωπτσιούδης

Αν και σε άλλες χώρες η ποίηση των μετά του πολέμου γεννηθέντων έχει ανθολογηθεί σε σχολικά εγχειρίδια, στη χώρα μας ουσιαστικά η νεοελληνική ποίηση περιορίζεται στους "κλασσικούς" λογοτέχνες έως και τη Β΄ Μεταπολεμική γενιά. Χαρακτηριστικό είναι πως στο Ηνωμένο Βασίλειο σχετικά πρόσφατα ανθολογήθηκαν στην εκπαίδευση ποιητές που εμφανίστηκαν κατά τη δεκαετία του '80, ενώ στη χώρα μας οι ποιητές της γενιάς του '70 είναι άγνωστοι ακόμα και σε σύγχρονους δημιουργούς, πόσο μάλλον οι μεταγενέστεροι.

Οι ποιητές του '80 ακόμα όμως διατηρούν ακόμα μια δυναμική παρουσία στα λογοτεχνικά δρώμενα. Συμμετέχουν και δημιουργούν δεκαετίες μετά, παρά τη σκληρότητα της κριτικής. Και οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι η κριτική δεν αντιμετώπισε με θέρμη τη νέα τότε ποιητική γενιά. Μάλιστα «η προσπάθεια των "γενιών" να υποσκελίσουν η μία την άλλη, χρησιμοποίησε τις ανθολογίες ως είδος σωματειακών λευκωμάτων και τον ανθολόγο ως κριτικό άλλοθι σε μια, κατ' ουσίαν απροσχημάτιστη, κίνηση στη σκακιέρα της δημοσιότητας και της καθιέρωσης» (1).

Ίσως και το γεγονός ότι οι ποιητές του '80 (2) ποτέ δεν αποτέλεσαν μια γενιά, με ένα κοινό όραμα, να συνετέλεσε στην σφοδρή κριτική. Άλλωστε, δεν προσπάθησαν να αναπτύξουν και μία κοινή τάση ως συλλογική καλλιτεχνική έκφραση ή να ενεργήσουν στο κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής μέσα από την τέχνη.

Χαρακτηρίστηκαν "γενιά του ιδιωτικού οράματος". Η πλειονότητά τους απείχε από τα συλλογικά οράματα. Τον όρο πρώτος απέδωσε ο Κεφάλας (3) εντοπίζοντας ακριβώς μια άρνηση προς κάποιο συλλογικό μύθο υιοθετώντας τη θέση του C. M. Bowra που τον πρωτοχρησιμοποίησε για την ευρωπαϊκή ποίηση από το 1920 έως το 1965. Τη θεωρία εμπλούτισε ο Κάσσος (4) κρίνοντας ως εύστοχο τον όρο για τη γενιά του και το αντιμετώπισε ως ένα νέο λογοτεχνικό φαινόμενο που δεν αποκηρύσσει την κοινωνία, αλλά αντίθετα λειτουργεί ως μοχλός αντίθεσης στη μαζοποίηση και τη συλλογική μοναξιά. Ενώ ο Χουρδάκης (5) προσέθεσε ένα νέο ανθρωπιστικό λόγο στην αντιφατική του εποχή.

Στη "γενιά του ιδιωτικού οράματος" διαφαίνεται μία συλλογική απαξία για κοινές επιδιώξεις τόσο στον κοινωνικό βίο όσο και στον καλλιτεχνικό. Η ποίηση περιχαρακώνεται στην ιδιωτική σφαίρα του δημιουργού και απομακρύνεται από το ευρύ κοινό. Γίνεται μία ελιτίστικη διέξοδος του μορφωμένου αναγνωστικού κοινού και οι σχετικές ποιητικές εκδηλώσεις περιορίζονται όλο και περισσότερο από άποψη επισκεπτών.

Έχει ήδη κυριαρχήσει το καταναλωτικό μοντέλο με τον επιδεικτικό κι ελιτίστικο ατομοκεντρισμό του. Αυτό το ατομικίστικο πρότυπο επηρέασε ως λογικό επακόλουθο και την ποίηση. Η καταναλωτική ευδαιμονία ενίσχυσε τις τάσεις απομόνωσης. Άλλωστε, η ελληνική ποίηση ισχυροποιούνταν σε εποχές κρίσης και αναδόμησης ερειπίων. Ωστόσο, αξίζει να θυμόμαστε -στο πλαίσιο του καταναλωτισμού και της πολιτιστικής αποτύπωσης- της μετεξέλιξης ακριβώς της νεοελληνικής κουλτούρας (με αποκορύφωμα το εμπορευματοποιημένο κιτς της Ολυμπιάδας). Σε ένα τέτοιο πλαίσιο ακόμα και διακριθέντες λογοτέχνες έπεσαν σε αφάνεια ή τη μυθοποίηση και τελικά στην αδιαφορία από το ευρύ κοινό.

«Ο μαρασμός των κοινωνικών οραμάτων και της κοινωνικής αλληλεγγύης σε συνδυασμό με την κατάλυση της προσωπικότητας, που προσπαθεί μάταια να ανασυσταθεί στο "όνειρο" του νεοπλουτισμού, είχαν αναμφίβολα τον αντίκτυπό τους και στην ποίηση, αφαιρώντας κατ’ ουσία μια ευρύτερη πολιτισμική οπτική και αισθητική προσέγγιση από αυτήν. Φαίνεται πως το ιδιωτικό όραμα που χαρακτηρίζει τις ύστερες μεταπολεμικές γενιές αποτελεί μια σπασμωδική αντίδραση στο φαντασιακό σχήμα του ατόμου-νεόπλουτου αντιπαραβάλλοντας σε αυτό το άτομο-ποιητή»(6) . Ο ίδιος ο Κάσσος αναρωτιέται «και πώς άλλωστε θα μπορούσε να είναι κανείς ποιητής κοινωνικός σε μια εποχή που ο ατομικισμός είχε ήδη αρχίσει να κυριεύει την ελληνική κοινωνία, όπως άλλωστε και όλες τις δυτικοευρωπαϊκές, ίσως δε και τις ανατολικοευρωπαϊκές, αν θεωρήσουμε ότι το 1989 δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία» (7).

Η ποίηση του ’80 αδυνατούσε να συγκροτήσει "γενιά", καθώς εμφάνισε μία αδυναμία συνολικότερη ανάπτυξη προς μια νέα ποιότητα ποιητικού λόγου. Διακρίνεται λοιπόν μία «αδυναμία δομική, διαρκής και γενικευμένη, κοινών εκφραστικών τρόπων, πεδίων επικοινωνίας, συνάψεων σταθερών και πρωτότυπων, εν τέλει κοινού πολιτισμικού ορίζοντα και "παραδείγματος" ποιητικού, δεν είναι, έστω σε τελευταία ανάλυση, συνθήκη αναγνωριστική, ίσως και προσδιοριστική» (8).

Οι ποιητές της "γενιάς" του '80 έτσι απομακρύνθηκαν από τις συλλογικές κοινωνικές διεργασίες κι επιδιώξεις. Στην ουσία ακολούθησαν την πορεία της γενιάς του '70. Έγιναν πιο “κλειστοί”, εγκλωβίστηκαν ακόμα περισσότερο στη μελέτη των "κλασσικών" ποιητών. Η ποίηση γενικώς απομονώθηκε υπό την αίγλη της ελίτ αδυνατώντας να αντιπαραβάλει ένα άλλο μοντέλο πολιτισμού, προς όφελος της λαϊκότροπης υποκουλτούρας των νυχτερινών κέντρων.

Είναι μια εποχή που η κουλτούρα υποβιβάζεται σε "ενδιαφέρον" που αναζητά την ευχαρίστηση, την επιφανειακή διασκέδαση μέσα στον ίλιγγο του πολύβοου άστεως και τη ναυτία του χιλιοειπωμένου. Είναι η εποχή του πολιτιστικού κορεσμού μέσα από επαναλήψεις και το συντηρητισμό της φόρμας του παρελθόντος, το μύθο του εξαίσιου παλιού που τελικά εμποδίζει την καινοτομία και τον πειραματισμό.

Από κριτική άποψη, οδηγήθηκε σε στεγανά. Δεν αποζήτησε νέες εκφραστικές διεξόδους, δεν είδαμε ιδιαίτερους πειραματισμούς. Παρά το πλούσιο μεταφραστικό έργο πολλών ποιητών της γενιάς, τελικά φάνηκε ότι δεν υιοθετήθηκαν οι -λίγες έστω- αναζητήσεις στο στίχο, το ρυθμό και τη φόρμα που υπήρχαν στο εξωτερικό. Η έντονη πεζογραφική παραγωγή της εποχής αυτής άφησε και έντονη την επίδρασή της στον ποιητικό λόγο, ενώ χαρακτηριστική είναι όλη τη δεκαετία η απουσία γυναικείων παρουσιών (με ισχυρές, αλλά ολιγάριθμες εξαιρέσεις).

Στη γλώσσα, αν και εμφανίζεται μία σχετική ισορροπία -σε αντίθεση προς την προηγούμενη γενιά του '70- έχουμε μία υποχώρηση από την προφορικότητα του λόγου. Αποφεύγονται λέξεις της καθημερινότητας χωρίς όμως να χάνεται η οικειότητα προς την καθομιλουμένη γλώσσα, αλλά με την απουσία οποιασδήποτε γλωσσικής φροντίδας. Ωστόσο, έχει σημασία να σημειωθεί ότι τίθενται «κρίσιμα ερωτήματα για τη γλώσσα της ποίησης. Όπως για τις μεταβάσεις ενίοτε ακροβατικές από την κοινή γλωσσική χρήση σε ένα γλωσσικό ιδίωμα»  (9) παρά την "ασάφεια" στο ρυθμό  του στίχου με τα αδύναμα αντιθετικά σχήματα.

Ο στίχος σε γενικές γραμμές είναι μεγάλος, στο πρότυπο της πρόζας. Δεν τόλμησαν οι ποιητές της γενιάς να τον μειώσουν σε μήκος, ακολουθώντας το προηγούμενο των παλαιότερων ποιητών. Ωστόσο, είναι σημαντικό ότι υιοθετήθηκε περισσότερο η λιτότητα στην έκφραση (συγκριτικά με προηγούμενες περιόδους). Το ρήμα κατακτά την κεντρική θέση που του αρμόζει, παρά την ισχυρή αριθμητικά ακόμα παρουσία του ουσιαστικού.

Ταυτόχρονα, εντοπίζεται μία έξαρση λυρισμού, που τόσο είχε εξοριστεί από την ποίηση τα προηγούμενα χρόνια, αν και η κριτική τον κατηγόρησε ως "λιπόσαρκο" (10). Εμφανής είναι και η λεπτή ειρωνεία, που όμως δε γίνεται σατιρική ή πνιγηρή, δεν προσπαθεί να αναδείξει μία άλλη πρόταση, αλλά μόνο να κρίνει επιφανειακά.

Η ποίηση, όμως, δεν αποτραβήχτηκε μόνο από την κοινωνία, αλλά ταυτόχρονα και από τις άλλες τέχνες. Αρνήθηκε δάνεια και διακαλλιτεχνικές επαφές (ακόμα και στη σχέση της με τον κινηματογράφο -μία ακόμα έκφραση ατομικότητας- κυριαρχούσε ο σαρκασμός). Εγκαταλείφθηκε η δημιουργική επαφή με τις εικαστικές τέχνες. Ίσως έτσι δικαιολογείται και η εμμονή στην υπερρεαλιστική εικόνα ως αντιστάθμισμα καθώς και η χαλαρή σύνδεση των εικόνων μεταξύ τους.

Η δε αστυφιλία -από τη δεκαετία του '70 ακόμα- εκφράζεται ακριβώς μέσα από τη λογική της εντοπιότητας και τον απομονωτισμό. Φαντάζει σαν η απομόνωση με την αλλοτρίωση των αστικών κέντρων να βρίσκει έδαφος ποιητικής έκφρασης μέσα από την αποσπασματικότητα, την πολυθεματικότητα και τη χαλαρή συνοχή. Ο ίδιος ο αστικός βίος έμοιαζε με μία ποιητική σύνθεση ανόμοιων καταστάσεων και ατόμων που ουδέποτε κατάφεραν να αποκτήσουν συλλογική συνείδηση. Η επιστροφή σε εικόνες της φύσης με μία ειδυλλιακή και ρομαντική διάσταση (ποτάμι, άνθη, βροχή, γαλανό του ουρανού) εξωτερικεύουν ακριβώς αυτή την ανάγκη των ποιητών. Είναι αυτό που Γαραντούδης επιχείρησε να περιγράψει και να κρίνει μια ομάδα κοινών θεματικών και υφολογικών χαρακτηριστικών με τον όρο “νεορομαντισμός”.

Χαρακτηριστικός για την απομόνωση είναι ακριβώς ο αυξημένος αριθμός ποιημάτων για την ποίηση ή για ποιητές. Καταδεικνύουν μία ενδεικτική τάση ποιητικής εσωτερικευμένης. δίχως κοινωνικές αναφορές και μηνύματα ή θέματα που αφορούν το κοινό (υπαρξιακά ή κοινωνικά) «Η "εσωστρέφεια" είναι ο δρόμος μέσα από τον οποίο αναδύεται ο έντονα προσωπικός χαρακτήρας αυτής της ποίησης. Η ιδιοπροσωπία της οφείλεται στους τρόπους με τους οποίους απορροφά και μεταγράφει το ατομικό και το ιδιωτικό, αφού καταφέρνει και ξεπερνά παραδεδομένες και τρέχουσες μορφοποιήσεις τους, συσσωματώσεις ισχυρές, με ευρύτερες κοινωνικές αγκυρώσεις» (11).

Πρόκειται για «θέματα του "τίποτα", της "θανατίλας", της φθοράς και του εγώ, ο έρωτας ως ψευδαίσθηση επαφής με τους άλλους, η ατέλεια της γλώσσας ως εκφραστικού οργάνου της ποίησης, ο μανιερισμός της βίας, η εικονογράφηση ενός κόσμου κυριαρχημένου από τη φρίκη και τον παραλογισμό, η φυγή από την πραγματικότητα και η δημιουργία ενός πλασματικού κόσμου, η ρητορική και δραματοποιημένη έκφραση, η γλωσσική και μορφική κατασκευαστικότητα, η αποσπασματική τεχνική» (12).

Η ποίηση διακρίνεται πια σε κλειστού (δωμάτιο) και ανοιχτού (εικονογράφησης και εντοπιότητας) χώρου. Κυριαρχεί η θεματική του θανάτου, της ανάπλασης της ιστορίας και της μνήμης, υπαρξιακής ποίησης (φθορά, παράλογο, αποξένωση). Εντοπίζεται μία εξομολογητική υπαρξιακή γραφή με "υλικό" από την καθημερινότητα, ενώ υπάρχει μία θεματική διασπορά και μία τάση αποσπασματικότητας. Η ποίηση του "κλειστού χώρου" αφηγούνταν δράματα δωματίου αρνούμενη την έκφραση κοινωνικών οραμάτων.

Στην πραγματικότητα όμως οι ποιητές εκφράζουν όμως αυτή ακριβώς την ιδιωτικότητα που είχε κυριαρχήσει από τη Μεταπολίτευση και μετά, ενάντια στις όποιες συλλογικές διεκδικήσεις και αναζητήσεις. Και ακριβώς η ποίηση του δωματίου εξωτερικεύει καλλιτεχνικά αυτό τον μικροαστισμό και την ατομικότητα. Όπως σημειώνει και ο Χουρδάκης όμως «η ρεαλιστική αντιμετώπιση της ζωής, όχι μόνο δεν απεμπολεί την αναζήτηση μιας ηθικής στάσης, αλλά την καθιστά απόλυτα αναγκαία» (13). Όταν αργότερα, η επόμενη βιολογικά γενιά, αρχίσει να αναζητήσει διεξόδους (κοινωνικές ή πολιτικές) σε συλλογικότητες -τυχαίες ή οργανωμένες- η ποίηση θα βγει από το δωμάτιο.

Σημαντική όμως είναι και η ευθύνη της κριτικής που δεν έπαιξε το ρόλο της αναζητώντας την καινοτομία, τη διαφορετικότητα. Αντίθετα, μέσα από θεωρητικές και ακαδημαϊκές προσεγγίσεις και με το συντηρητισμό του νεοφορμαλισμού απαξίωσαν το στίχο και την καλλιτεχνική δημιουργία της εποχής. Στο στόχαστρο βρέθηκε η ελευθεροστιχία στην οποία ο Βαγενάς εντοπίζει την "παρακμή" της ποίησης σημειώνοντας πως «ο ελεύθερος στίχος προσιδίασε τον καθημερινό λόγο φτωχαίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον ποιητικό λόγο… Ποτέ στα σοβαρά περιοδικά της προνεωτερικής περιόδου δεν δημοσιεύονταν, αναλογικά, τόσοι ασήμαντοι στίχοι˙ καμία σοβαρή εφημερίδα δεν θα αφιέρωνε όπως στις ημέρες μας μιαν ολόκληρη σελίδα της για να παρουσιάσει, ως ποιητικά σημαντικές, ερασιτεχνικές στιχουργικές ενασχολήσεις» (14).

Ο Βαγενάς και οι νεοφορμαλιστές αδυνατούν να δουν ότι ο ελεύθερος στίχος με την ευελιξία και την ευρηματικότητά του διατηρεί μία μοναδική ελαστικότητα και υποστήριξε την ποιητική εξέλιξη και αποτελμάτωση. Και δεν είναι τυχαίο ότι τότε πολλοί μίλησαν για παρακμή της ποίησης, αδυνατώντας να δουν την εξελικτική πορεία και τη σύνδεσή της με την κοινωνική στροφή προς τον ιδιωτισμό. «Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από το πνεύμα του μεταμοντέρνου, από αυτό που περιγράφεται ως διάβρωση του υποκειμένου και της ταυτότητας, ως διάλυση συνεκτικών οραμάτων, με λίγα λόγια από την κυριαρχία του απόλυτου σχετικισμού» (15).

Στην ποίηση του '80 αποδίδεται και κριτική για τη φτώχεια και την απουσία συνοχής στην εικονοπλασία. Οι ποιητικές εικόνες αντικαταστάθηκαν από τις καθημερινές , που αντλούνται πλέον εν πολλοίς από το μαζικής βρώσεως τηλεοπτικό υλικό.  Ωστόσο, αυτή η κριτική όχι απλά είναι υπερβολική, αλλά αδυνατεί να δει τη σύνδεση με την υπό διαμόρφωση κοινωνία και πώς τούτη εκφράζονταν ποιητικά. Παρά την όποια απομάκρυνση από την κοινωνία και την αρνητική κριτική, οι εικόνες παρέμεναν εμπνευσμένες από την καθημερινότητα, χωρίς να συνεισφέρουν στην «κρίση της ποίησης» και την «παρακμή», αλλά αντίθετα διαμόρφωναν το νέο ποιητικό τοπίο.

Η κριτική λοιπόν από τη μια ακαδημοποιήθηκε και από την άλλη έγινε έρμαιο των μέσων ενημέρωσης. Στην ουσία η λογοτεχνική κριτική αντικαταστάθηκε είτε από δυναστικές και δικαστικές θεωρητικές προσεγγίσεις είτε από πανεπιστημιακούς είτε από δημοσιογραφικές βιβλιοπαρουσιάσεις και συνεντεύξεις, αργότερα και από την τηλεοπτική προβολή. Οι δε ανθολογήσεις, όπως έγινε και στην προηγούμενη "γενιά της άρνησης", διαμόρφωσαν ένα ιδιότυπο πελατειακό σύστημα δημόσιων σχέσεων.

Υπήρξε μία εξόχως απαξιωτική κριτική περί "αδιεξόδου" και "κρίσης" στην ποίηση. Πρόκειται για μία μηδενιστική συλλήβδην στάση της ακαδημαϊκής κριτικής που έχοντας βήμα έκφρασης στον τύπο, ουσιαστικά ενίσχυσε την απομάκρυνση του κοινού από τη σύγχρονή του ποίηση. Μάλιστα αυτές οι θέσεις ενισχύονταν από δημοσιογράφους, μεγεθύνοντας περισσότερο το πρόβλημα της απομάκρυνσης της καλλιτεχνικής δημιουργίας από την κοινωνία.

Αντί η κριτική να λειτουργήσει ως συνοδοιπόρος και υποστηριχτής της ποίησης, τελικά έγινε δημόσιος κατήγορος, επειδή αδυνατούσε να δει την ποιητική αποτύπωση των αλλαγών στην κοινωνία που έφερνε ο ατομισμός και η αποξένωση από τον πολιτισμό. Και σε τούτο συνετέλεσε και η αποσπασματική αντιμετώπιση των ποιητικών συνθέσεων και των συλλογών. Εξέλειπαν «οι κατ' αρχήν κριτικές προσεγγίσεις, η πρωτογενής δουλειά στο έδαφος των ποιητικών συλλογών, καραδοκεί ο κίνδυνος της αυθαιρεσίας και η ύπουλη γοητεία των εύκολων συμπερασμάτων» (16).

Η πανεπιστημιακή κριτική εγκλωβίστηκε στο πρότυπο των γενεών πριν και μετά τον πόλεμο (του '30 και της Α΄ και Β΄ Μεταπολεμικής) ορώντας τις ως τη γνήσια έκφραση της ελληνικής ποιητικής ιθαγένειας. Η θεωρητική κριτική μέσα στα αναλυτικά της σχήματα δεν είδε τον κοινωνικό ρόλο του ποιητή και δεν τον αντιλήφθηκε  ούτε ως μέλος ενός συνόλου ούτε ως -ακούσιο ή εκούσιο- εκφραστή νέων κοινωνικών καταστάσεων.

Η ποίηση του ’80, δέκα και πλέον έτη μετά τα κοινωνικά και συλλογικά οράματα που έδωσαν επικές συνθέσεις πριν και μετά τον πόλεμο, τις οποίες και ανέδειξε η μουσική δημιουργία, εξέφραζε πλέον το υποκείμενο και το ιδιωτικό πάθος, την καθημερινή ιστορία, το ατομικό δράμα, τη “μικρή” σύνθεση. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ποίηση βρέθηκε σε κρίση ή ότι δεν είναι σημαντική.

**

Παραπομπές

1. Ευριπίδης Γαραντούδης, Ανθολογία νεότερης ελληνικής ποίησης 1980-1997, Νεφέλη, Αθήνα 1998, σελ. 16.
2. Από τη “γενιά” ξεχωρίζουν, κατά τη γνώμη μας, οι Γιώργος Μπλάνας, Βαγγέλης Κάσσος, Νίκος Δαββέτας, Ηλίας Λάγιος, Μαρία Κούρση, Χάρης Βλαβιανός, Στρατής Πασχάλης, Παντελής Μπουκάλας, Σωτήρης Τριβιζάς, Γιώργος Γώτης, Θανάσης Χατζόπουλος, Διονύσης Καψάλης, Βασίλης Παπάς, Σάκης Σερέφας, Δημήτρης Χουλιαράκης. Σημειώνουμε ότι ο Ευριπίδης Γαραντούδης (όρα σημ. 1) ανθολογεί μόλις 14 ποιητές (αλφαβητικά τους: Xάρη Bλαβιανό, Σπύρο Bρεττό, Νίκο Δαββέτα, Σταύρο Zαφειρίου, Γιώργος Kακουλίδη, Ηλία Λάγιο, Γιώργο Mπλάνα, Παντελή Mπουκάλα, Bασίλη Παπά, Στρατή Πασχάλη, Σάκη Σερέφα, Σωτήρη Tριβιζά, Θανάση Xατζόπουλο και Δημήτρη Xουλιαράκη (ενώ αρνήθηκε ο Γιώργος Κοροπούλης). Η -πρώτη χρονικά- ανθολογία του Ηλία Κεφάλα περιλαμβάνει 29 ποιητές. Η δε ανθολογία των Γ. Στεφανάκι και Ν. Χουρδάκη περιλαμβάνει περισσότερους από τους σαράντα τρεις ποιητές (βλ. Γ. Στεφανάκις & Ν. Χουρδάκης, 43 ποιητές και 23 χαράκτες της γενιάς του '80, Νέο Επίπεδο, Αθήνα 1997).
3. Ηλίας Κεφάλας, Η γενιά του ιδιωτικού οράματος, Νέες Τομές 5, Απρίλιος-Μάιος 1986, και του ιδίου, Το ιδιωτικό όραμα, Το Δέντρο, 50-51, Ιανουάριος-Μάρτιος 1990.
4. Β. Κάσσος, ιδιωτικό όραμα και ποιητική ασυμφωνία στη γενιά του 1980, Ασφυξία του Βλέμματος, Νέα Σύνορα, Αθήνα 1989.
5. Ν.Ι. Χουρδάκης, Ονοματολόγιο ποιητών της γενιάς του '80, Βιοθεωρητικές αναζητήσεις στη "γενιά του '80", εισαγωγή στο Γ. Στεφανάκις & Ν. Χουρδάκης, 43 ποιητές και 23 χαράκτες της γενιάς του '80, Νέο Επίπεδο, Αθήνα 1997.
6. Παύλος Παρασκευαΐδης, ποιείν, 20/02/2011.
7. Βαγγέλης Κάσσος, Σχέδιο για μια ποιητική “ego-histoire”, poema, 20/02/2011.
8. Κώστας Βούλγαρης, Τούτα τα μικρόσωμα κομμάτια ΙΙ, Σκέψεις για τη νεότερη ελληνική ποίηση, Γαβριηλίδης, 2000.
9. Πέτρος Πολυμένης, ποιητική επανεκκίνηση, Ελευθεροτυπία (02/03/2014).
10. Κώστας Βούλγαρης, Τούτα τα μικρόσωμα κομμάτια Ι, Σκέψεις για τη νεότερη ελληνική ποίηση, ό.π..
11. Κώστας Βούλγαρης, Τούτα τα μικρόσωμα κομμάτια Ι., ό.π..
12. Ευριπίδης Γαραντούδης, ό.π., σελ 247.
13. Νίκος Χουρδάκης, Θέματα και αντιλήψεις στην ποιητική “γενιά του '80”, Κυριακάτικη Αυγή (05/07/1992)
14. βλ. Νάσος Βαγενάς, Το εκφραστικό αδιέξοδο της ποίησης, Το Βήμα (26/11/2000) και Νάσος Βαγενάς, Η κρίση του ποιητικού λόγου, Το Βήμα (14/01/2001).
15. Νάσος Βαγενάς, Ποιον ενδιαφέρει η ποίηση σήμερα;, Το Βήμα (18/05/2003).
16. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (6/8/2000).