Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 36

«Ποίηση είναι αυτό που χάνεται στη μετάφραση» - ή μήπως όχι;

© Στράτος Προύσαλης

© Στράτος Προύσαλης

Γράφει η Χριστίνα Λιναρδάκη

Πιστεύω ότι πολλοί αναγνωρίσατε στον τίτλο τον πολύ γνωστό αφορισμό του Robert Frost: «ποίηση είναι αυτό που χάνεται στη μετάφραση». Αυτό που ίσως δεν γνωρίζετε είναι ότι ο Frost τον διατύπωσε στην προσπάθειά του να δώσει έναν ορισμό της ποίησης και όχι της μετάφρασης. Έτσι, τα θέματα που υποδεικνύει ο τίτλος είναι δύο: η ποίηση (τι είναι) και τη μετάφρασή της (αν δηλαδή και πώς μεταφράζεται).

Ι. Ποίηση

Μέχρι σήμερα δεν έχει διατυπωθεί ένας πειστικός ορισμός του τι είναι ποίηση, τι είναι αυτό δηλαδή που διακρίνει το συγκεκριμένο είδος λόγου από τα άλλα είδη της λογοτεχνίας, αλλά και από τον καθημερινό, χρηστικό λόγο. Μολονότι το ερώτημα τέθηκε αρχικά από μια μερίδα της ακαδημαϊκής κοινότητας που προσπαθούσε να εξεύρει μια στερεή βάση πάνω στην οποία θα θεμελιωνόταν ο φιλολογικός επιστημονικός κλάδος, είναι κάτι που αφορά τους πάντες: ό,τι δεν μπορεί να περιγραφεί με τη γλώσσα ουσιαστικά δεν υφίσταται, εκπίπτει από τον ορίζοντα της γλωσσικής-νοητικής μας εμπειρίας.

Να όμως που η ποίηση λειτουργεί αντισυμβατικά: υπάρχει αναμφισβήτητα αμέτρητους αιώνες τώρα κι ας μην είναι εφικτός ο ορισμός της. Όχι ότι δεν έχουν καταβληθεί προσπάθειες να οριστεί, από τους ίδιους του ποιητές πρώτα απ’ όλα. Έτσι, ο Ανδρέας Εμπειρίκος διατύπωσε τον γνωστό υπερρεαλιστικό ορισμό: ποίηση είναι η ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου, να πάρω δηλαδή το αστραφτερό μου ποδήλατο και να κάνω πετάλι όλο και πιο γρήγορα, ώσπου ξέπνοη να παραδοθώ στη συγκίνηση και τη χαρά της εμπειρίας. Ο Γιώργος Σεφέρης είπε ότι η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα, συμβαίνει δηλαδή φυσικά και πάει χέρι-χέρι με τη ζωή. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης, πάλι, είπε ότι η ποίηση είναι ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας και είπε ακόμη ότι σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις στην ποίηση, ό,τι γράψω δηλαδή πρέπει να έχει ακαριαία επίδραση σε αυτόν που θα το διαβάσει. O Αργύρης Χιόνης έγραψε πολύ εύγλωττα σχετικά: Η ποίηση πρέπει να ’ναι/Ένα ζαχαρωμένο βότσαλο/Πάνω που θα ‘χεις γλυκαθεί/Να σπας τα δόντια σου.

Από ξένους ποιητές ο Arthur Rimbaud υποστήριξε ότι ποίηση είναι όλες οι μορφές έρωτα, πόνου, τρέλας, ενώ ο E E Cummings, πιο προσγειωμένος, είπε ότι το ποίημα φτιάχνεται από λέξεις – όχι συναισθήματα ή ιδέες, αλλά λέξεις γυμνές.

Ακόμη και μετά από όλα αυτά, όμως, πόρρω απέχουμε από έναν ορισμό της ποίησης. Ας συνεχίσουμε λοιπόν την αναζήτησή μας για έναν ορισμό με τη βοήθεια των θεωρητικών της λογοτεχνίας. Ο  Tzvetan Todorov2 είπε ότι το λογοτεχνικό έργο είναι η έκφραση «κάποιου πράγματος» και ο στόχος της μελέτης [του] είναι να φθάσει σε αυτό το «κάποιο πράγμα» διαμέσου του ποιητικού κώδικα. Ο Harold Bloom3 εξειδίκευσε περαιτέρω, λέγοντας ότι υπάρχει κάτι μέσα σε όλους σχεδόν τους αναγνώστες που θέλει να πει: «Εδώ υπάρχει ένα ποίημα και εκεί ένα νόημα, και έχω την εύλογη βεβαιότητα ότι το ποίημα και το νόημα μπορούν να συναντηθούν».

Αυτοί οι δύο άνθρωποι είπαν κάτι πολύ ενδιαφέρον: υπάρχει κάπου ένα ποίημα και κάπου αλλού ένα νόημα. Αυτός που τα συζευγνύει, που τα φέρνει μαζί και τα ενώνει, είναι ο αναγνώστης. Και είναι πολύ ενδιαφέρον ότι κάθε αναγνώστης μπορεί να βρει το νόημα σε διαφορετικό σημείο από τους υπόλοιπους. Ανακύπτει βέβαια το ερώτημα: ποιος τελικά αποδίδει το νόημα στο ποίημα, ποιος το νοηματοδοτεί; Ο ποιητής ή ο αναγνώστης;

Για να μας απαντήσει ο Roland Barthes4: Η γραφή θέτει ακατάπαυστα το νόημα, όμως πάντοτε για να το εξανεμίσει. […] Η πηγή της, η φωνή της [δηλ. ο συγγραφέας] δεν είναι ο πραγματικός χώρος της γραφής, ο πραγματικός της χώρος είναι η ανάγνωση. Ο αναγνώστης είναι ακριβώς ο χώρος όπου εγγράφονται, χωρίς καμιά τους να χάνεται, όλες οι αναφορές από τις οποίες είναι φτιαγμένη μια γραφή. Και συνεχίζει λέγοντας: Η γέννηση του αναγνώστη πρέπει να εξαγοραστεί με τον θάνατο του συγγραφέα.

Αυτό που λέει ο Barthes είναι ότι ασφαλώς ο ποιητής έγραψε το ποίημα με κάποια πρόθεση, επειδή ήθελε να πει κάτι. Όμως από τη στιγμή που το ποίημα δημοσιεύθηκε, δηλαδή είναι αφηγημένο, όπως το διατυπώνει ο ίδιος, αποκτά δική του υπόσταση, γίνεται αυτόνομο και πλέον δεν ενδιαφέρει τι ήθελε να πει ο ποιητής. Αυτός πάει, πέθανε. Πλέον ενδιαφέρει το τι καταλαβαίνει ο αναγνώστης, ο κάθε αναγνώστης που διαβάζει το ποίημα. Και αυτό συμβαίνει επειδή, όπως είπε ο  Norman Holland5, κάθε άνθρωπος που διαβάζει μια ιστορία, ένα ποίημα ή ακόμα και μία λέξη, τις κατανοεί διαφορετικά.  […] Η έννοια-κλειδί είναι η ταυτότητα. […] Εισερχόμαστε σε μια ενεργό συναλλαγή με τη λογοτεχνία με σκοπό να ανακατασκευάσουμε την ταυτότητά μας. Μπαίνω με άλλα λόγια ως αναγνώστης στο ποίημα με το σύνολο αυτού που είμαι και ψάχνω να βρω μέσα εκεί κάτι που με αφορά. Κατά πάσα πιθανότητα το ποίημα με προβληματίζει και με οδηγεί να αλλάξω τις πεποιθήσεις μου και να ανακατασκευάσω ουσιαστικά την ταυτότητά μου.

Μπορεί λοιπόν να μην καταλήξαμε σε κάποιον ορισμό της ποίησης, μέσα από τη σύντομη αυτή περιήγηση, συνειδητοποιήσαμε όμως ορισμένους από τους μηχανισμούς που υποκρύπτει η διαδικασία της.

ΙΙ. Μετάφραση

Προτού ξεκινήσουμε να διερωτώμαστε αν και πώς μεταφράζεται η ποίηση, θα ήθελα να εκφράσω την προσωπική μου εμπειρία και τους λόγους για τους οποίους μεταφράζω ποίηση. Μεταφράζω λοιπόν ποίηση επειδή είναι ο καλύτερος τρόπος να βιώσω ή να ευχαριστηθώ όσο περισσότερο γίνεται το ξένο ποίημα. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό αν δεν το οικειοποιηθώ, αν δεν το κάνω δικό μου με κάθε δυνατό μέσο. Και έχω χρησιμοποιήσει ήδη δύο λέξεις που είναι σημαντικές: μίλησα για ξένο ποίημα και για οικειοποίησή του. Υπάρχει δηλαδή, όπως είπαμε, η δική μου ταυτότητα με την οποία προσεγγίζω το ποίημα, η οποία καθορίζεται βεβαίως και από τη γλώσσα που μιλώ, και κάτι άλλο, μια ετερότητα που θέλω να απαλείψω, γιατί θέλω αυτό το άλλο, αυτό το ξένο, να το κάνω δικό μου, να το αφομοιώσω.

Και θέλω να το αφομοιώσω επειδή έτσι μπαίνω σε σκέψη, αντιμετωπίζω αυτό που είμαι και οδηγούμαι σε συνειδητοποιήσεις και ενδεχομένως και στην αλλαγή της ταυτότητάς μου. Ας επιστρέψουμε για λίγο στον Norman Holland, που τα λέει καλύτερα: Η ταυτότητα δεν είναι ένα συμπέρασμα αλλά μια σχέση, ο δυνητικός, μεταβατικός και ενδιάμεσος εκείνος χώρος εντός του οποίου αντιλαμβάνομαι τον άλλο ως ένα θέμα με παραλλαγές [...] γιατί ο εαυτός και ο άλλος συγκροτούνται ενιαία. Χρειάζομαι δηλαδή το άλλο, το ξένο από εμένα, ως σημείο αναφοράς για να αντιληφθώ τι είμαι εγώ, μέσα από τις διαφορές και τις ομοιότητές μου μαζί του.

Τι γίνεται όμως με το ποίημα; Γιατί είπαμε νωρίτερα ότι αυτό υπάρχει κάπου και το νόημά του υπάρχει κάπου αλλού. Ας επιστρέψουμε λοιπόν στο ποίημα και ας διατυπώσουμε το φλέγον ερώτημα: «μεταφράζεται η ποίηση;». Επ’ αυτού θα ήθελα εκ πρώτοις να παραπέμψω στον γνωστό μεταφραστή ποίησης David Connolly6: Δεν ασχολούμαι με τη ρητορική και τετριμμένη πια ερώτηση αν η ποίηση μεταφράζεται. Η πεποίθησή μου είναι ότι η μετάφραση ποιείται.

Ο Νίκος Φωκάς, ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής που γεννήθηκε το 1927 στην Κεφαλονιά, παρατήρησε πιο πεζά επί του θέματος7 (και με μια δόση χιούμορ) ότι ο μεταφραστής είναι ένα είδος προξενήτρας ανάμεσα σε δύο ενδιαφερόμενα μέρη που ζητούν να συνάψουν σχέση: τον ποιητή και τον ξενόγλωσσο αναγνώστη. Η διαφορά του μεταφραστή από την προξενήτρα που ξέρουμε είναι ότι δεν εννοεί να αποσυρθεί και να αφήσει τα δύο μέρη μόνα τους, παρεμβάλλεται ανάμεσά τους αιωνίως.

Ο Αντώνης Δεκαβάλλε, ποιητής και μελετητής της νεοελληνικής λογοτεχνίας, που γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1920, μετέφρασε  και αυτός ποίηση και ακριβώς στην εισαγωγή των «Τεσσάρων κουαρτέτων» του, του Έλιοτ8, γράφει: Ένα ερώτημα του αναγνώστη που θέλω να προλάβω είναι το "αν μεταφράζεται η ποίηση". Απαντώ: "Όχι", κι’ αυτό χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Ώστε λοιπόν φάσκω και αντιφάσκω; Άλλο λέω κι άλλο κάνω; Θ’ απαντήσω και πάλι: "Όχι". Προκειμένου για την ποίηση, και για το λόγο πως πολλές λέξεις τυχαίνει νάχουν για μας ένα όριο στη νοηματική τους ελαστικότητα, θάπρεπε ν’ αποφεύγει κανείς να χρησιμοποιεί τον όρο "μετάφραση". Πιο επιτυχημένη θάταν ίσως η "απόδοση" που ανοίγει, όπως χρειάζεται, ένα πιο πλατύ ορίζοντα. Σ’ αυτό το δεύτερο όρο χωρεί θαρρώ το να φτιάνεις κάτι παράλληλο, μια "προσέγγιση αντιστοιχίας" περισσότερο είτε λιγότερο πετυχημένη, με την επιτυχία να σημαίνει τη διάσωση όσο μπορεί πιο πολλών από τα στοιχεία του πρωτοτύπου, όχι σε βάρος της λογοτεχνικής ποιότητας της απόδοσης. Αυτή πρέπει νάναι μαζί το "κάποιο αντίστοιχο" του πρωτότυπου κι ένα γνήσια Ελληνικό κείμενο με τις λιγότερες δυνατές αβαρίες.

Για το θέμα της κατά λέξη μετάφρασης έναντι μιας μετάφρασης που δίνει προβάδισμα στην παράδοση του νοήματος έχουν μιλήσει όλοι οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας και θα αναφέρω για παράδειγμα τον Friedrich Schleiermacher, στην κλασική διάλεξη9 του οποίου μνημονεύεται ο Goethe, ο οποίος πίστευε ότι οι μεταφράσεις της ποίησης σε πεζό, παρακαλώ, οι οποίες οφείλουν λίγο-πολύ να είναι παραφράσεις, [...] συμβάλλουν περισσότερο στη μόρφωση των νέων.

Τι λέει εδώ ο Goethe και κατ’ επέκταση ο Schleiermacher; Ότι ο μεταφραστής δεν μπορεί να μεταφράσει το ποίημα σαν ποίημα. Πάντοτε το μετάφρασμα, όσο προσεκτικός κι αν είναι, όσο αγαθή πρόθεση και να έχει, θα απέχει από το πρωτότυπο για χίλιους λόγους: επειδή είναι αδύνατο να διασώσει επακριβώς το μέτρο, τη σειρά των λέξεων, τις συγκεκριμένες αποχρώσεις νοήματος. Άρα το καλύτερο που μπορεί να κάνει, ιδίως όταν απευθύνεται σε αναγνώστες με γνώση της γλώσσας του πρωτοτύπου, είναι να παρέχει με το μετάφρασμα μια μήτρα από την οποία θα ορμηθεί ο αναγνώστης στη δική του μετάφραση, στη δική του εμβάθυνση στο ποίημα και στη δική του διαδικασία οικειοποίησής του. Είναι ένας αντισυμβατικός τρόπος θεώρησης της μετάφρασης που πρεσβεύει ότι το σημαντικό είναι να σωθεί η ποίηση, ακόμη και αν η εν λόγω διάσωση επιτάσσει τη θυσία του ποιήματος – αυτό δηλαδή που συνήθως συμβαίνει.

Πώς λοιπόν προσεγγίζω, ως μεταφράστρια, το ποίημα;  Μα όπως ακριβώς και ο αναγνώστης: με το σύνολο της ταυτότητάς μου, με αυτό που είμαι, με τον πεπερασμένο ορίζοντα της κατανόησής μου όσον αφορά τόσο τη γλώσσα του ποιήματος όσο και την ίδια την ποίηση.

Εξυπακούεται ότι μεταφράζω ποιήματα που έχουν κάτι να μου πουν. Το ίδιο κάνουν όλοι οι μεταφραστές. Γι’ αυτό παρατηρείται το φαινόμενο να μεταφράζονται συνέχεια και συνέχεια οι ίδιοι κλασικοί ποιητές και έτσι έχουμε πάρα πολλές διαφορετικές μεταφράσεις π.χ. για τα «Άνθη του κακού» του Rimbaud. Προσωπικά βρίσκω τη συγκίνηση αλλού: με συγκινούν οι σύγχρονοί μου ποιητές, αυτοί που ατενίζουν τον ίδιο κόσμο με μένα. Με ενδιαφέρει πολύ λ.χ. να [ανα]προσδιορίσω την έννοια της λέξης «πατρίδα» διαβάζοντας έναν Τουρκοκύπριο ποιητή και διαπιστώνοντας πώς βλέπει εκείνος την Κύπρο ή διαβάζοντας για το πώς μια εκ των Αβορίγινων γυναικών μπορεί να νιώθει ξένη στη χώρα που βρίσκονται οι ρίζες της και στην οποία γεννήθηκε, την Αυστραλία. Με ενδιαφέρει το πώς, ποιητές που ζουν χιλιόμετρα μακριά, ερμηνεύουν τον κόσμο στον οποίο ζω από τη δική τους σκοπιά, πώς αυτός μεταφράζεται μέσα τους. Γιατί η μετάφραση είναι όπως η ζωή: μια διαδικασία που συμβαίνει πολλαπλά και που δεν αφορά μόνο το ποίημα.-

Σημειώσεις
1. (τίτλος) Με βάση την εισήγηση της γράφουσας σε ελεύθερη συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 2ου sterna fringe festival στα Υστέρνια της Τήνου μεταξύ 5 και 8 Αυγούστου 2016.
2. Poetique, Παρίσι 1968 (ελλ. «Ποιητική» μτφρ. Αγγέλα Καστρινάκη, εκδ. Γνώση, 1989).
3. Poetry and Repression: Revisionism from Blake to Stevens, 1976.
4. “Science versus  Literature”, The Times Literary Supplement, 28.9.1967.
5. “Reading and Identity: A Psychoanalytic Revolution”, Academy Forum (American Academy of Psychoanalysis), 1979.
6. Στον Πρόλογο του βιβλίου του Ο μεταφραστής και ο ποιητής - μια εκλεκτική συγγένεια, εκδ. Ύψιλον, 2012.
7. «Η μετάφραση της ποίησης» στο Η μοναξιά του ποιητή (του ιδίου), εκδ. Νεφέλη, 2015.
8. Εκδόσεις Καστανιώτη, 1992.
9. Περί των διαφόρων μεθόδων του μεταφράζειν, 1893. Στα ελληνικά η έκδοση είναι δίγλωσση (αγγλική-γερμανική) και  κυκλοφορεί από τις εκδ. Gutenberg (2014) σε μετάφραση του Κων. Κοτσιαρού.