Top menu

Παλλαδάς o Αλεξανδρεύς: Παλατινή ανθολογία

blanaspalladas.jpg
Mεταφράζει ο Γιώργος ΜπλάναςΕκατόν πενήντα ένα επιγράμματα κι άλλα είκοσι τρία αμφίβολα σχηματίζουν το φιλολογικό σαρκίο του Παλλαδά του Αλεξανδρινού. Όσο για την ποιητική ψυχή του, αυτή ένας θεός ξέρει γιατί και πώς τσακίστηκε στα βράχια της γλώσσας. Η εποχή του, ο 4ος μ.Χ. αιώνας, ήταν από εκείνες τις εποχές που σκληραίνουν τη γλώσσα και εκθέτουν τις λέξεις στα κτηνώδη στοιχεία της ανθρώπινης φύσης. Σηκώνονται άνεμοι αλύπητοι, τρικυμίες άγριες, μπόρες ασταμάτητες. Όταν ένας γερασμένος πολιτισμός πεθαίνει κάτω από τα χτυπήματα ενός νέου, που δεν διαθέτει ακόμη παρά την ανεξέλεγκτη δύναμη του ακούραστου και ατσαλάκωτου μέλλοντος, οι ανθρώπινες ψυχές μένουν μόνες, με τα ένστικτα. Προσπαθούν να αρπαχτούν από τις λέξεις και κόβονται, ματώνουν, γιατί η συνεχής τριβή στους πέντε ανέμους μιας ακόμη βίας που ισχυρίζεται την ανθρωπιά τις έχει κάνει αιχμηρές σαν μαχαίρια. Ο φτωχοδάσκαλος Παλλαδάς σηκώνει μια γωνιά του μανδύα που σκεπάζει το ψοφίμι του ειδωλολατρικού κόσμου και βλέπει το νέο Χριστιανικό κόσμο να το γλεντάει, χορταίνοντας το σκοτεινό ένστικτο που πριν από αιώνες οι Έλληνες είχαν καταφέρει να δαμάσουν. Ξαφνικά αποκτά επίγνωση της Ιστορίας ή τουλάχιστον επίγνωση του ζώου που βόσκει Ιστορία – πράγμα που από μιαν άποψη είναι το ίδιο. Σαρκάζει, δεν πιστεύει σε τίποτε, γελοιοποιεί τα πάντα και τους πάντες. Στην πραγματικότητα, η βάση εκκίνησης της κριτικής του είναι η ασυνέπεια, τόσο του παλιού, όσο και του νέου κόσμου, απέναντι στην έννοια της φιλαλήθειας. Αιώνες αργότερα ο Νίτσε θα θεωρήσει αυτή την ασυνέπεια σαν κεντρικό στοιχείο αυτο-αποδόμησης του Δυτικού Πολιτισμού. Μέχρι τότε όμως -και δεδομένου ότι η ποίηση εγκλωβίστηκε στο μπαλκονάκι των αισθήσεων, ο Παλλάδας δεν υπήρξε παρά ένας «επιδερμικός στιχουργός», του οποίου «η οργίλη διάθεση πύρωνε τα επιγράμματα εξωτερικά, αλλά τους στερούσε ποιητικό βάθος», όπως σημείωνε ένας σημαντικός σοφός του 17ου αιώνα, με μεγάλη επιρροή. Τελικά ο Παλλάδας επιβίωσε και ο σοφός βρέθηκε στα αζήτητα της ιστορίας.
Τι ξέρουμε για τη ζωή του Παλλάδα, εκτός από μερικές σημαδιακές χρονολογίες που τον τοποθετούν στα τέλη του 4ου μ.Χ. αιώνα; Τίποτε απολύτως. Ίσως μόνο πως γεννήθηκε στην Χαλκίδα και γύρεψε την τύχη του στην Αλεξάνδρεια. Απομένουν τα επιγράμματά του. Ο Παλλάδας δηλαδή.

[10.32] Μεταξύ χειλιών και ποτηριού, πολλά διαμείβονται.

[5.71] Τι έκανες, Ζήνωνα; Παντρεύτηκες την κόρη
του Μάχου και της Νικομάχης;
Πόλεμο άνοιξες κανονικό· μόνο ο μοιχός Λυσίμαχος σε σώζει!
Πιάσε τον φίλο γρήγορα, μήπως και σ’ απαλλάξει
απ’ τη μαχητικότητα αυτής της Ανδρομάχης.

[7.610] Μας πήρανε τη νύφη και πήρε ο διάολος το γάμο.
Πάνε οι ψυχές που έβοσκαν χαρά τριγύρω.
Εικοσιπέντε τάφοι προσήλθαν για τα συχαρίκια.
Δε χώραγε άλλα πτώματα το σπίτι.
Δυστυχισμένη νύφη Πενθεσίλεια, γαμπρέ Πενθέα,
είχατε γάμο πλούσιο... σε θανάτους.

[9.5] Μόχθος γλυκός των ίδιων μου χεριών η αχλαδιά
που δέχτηκε το φύλλο μου στο ζουμερό κορμό της,
πέρσι το καλοκαίρι.
Την άνοιξα, της φύτεψα βαθιά-βαθιά το μπόλι,
έπιασε ρίζα πρόθυμα και μου ’δωσε καρπό.
Αγραπιδιά παρέμεινε βέβαια από κάτω,
αλλ’ από πάνω μοσχοβόλησε αχλαδιά.

[9.6] Κι αν ήμουνα αγραπιδιά, μου ’βαλες μπόλι·
στα δυο σου χέρια μοσχοβόλησα αχλαδιά.
Πάρε λοιπόν αντίδωρο τη γλύκα μου όλη.

[9.165] Έκλεψε ο άντρας τη φωτιά και θύμωσε ο Δίας:
«Φωτιά εσύ; Λαίλαπα εγώ!» κι έφτιαξε τη γυναίκα,
για να τον τρώει, να τον ψήνει, να τον στέλνει
πριν της ώρας του. Πλην όμως, ούτε ο Δίας
απέφυγε την όμορφη βασίλισσά του,
παρ’ όλο που την πέταγε απ’ τον Όλυμπο συχνά.
Σοφός λοιπόν ο Όμηρος που τους παρουσιάζει
να τρώγονται με το παραμικρό. Γι’ αυτό, μην περιμένεις
να σταματήσει τη μουρμούρα· ούτε κι αν στρώσεις
με χρυσάφι το κρεβάτι που την παίρνεις.

[9.166] Ζημιάρες και ανάποδες μας παραδίδει
ο Όμηρος τις γυναίκες.
Ενάρετες και πόρνες, όλες σωστή καταστροφή.
Άντρες σκότωσε η μοιχεία της Ελένης
και θάνατο έσπειρε της Πηνελόπης η αρετή.
Για μια γυναίκα γράφτηκε  η Ιλιάδα
και η  Οδύσσεια πρόφαση την Πηνελόπη είχε.

[9.167] Κι ο Δίας στη θέση της φωτιάς έβαλε άλλη φωτιά:
το θηλυκό. Μακάρι να έλειπαν και τα δυο.
Και ναι μεν η φωτιά κάποτε σβήνει,
μα άντε να σβήσεις αν μπορείς το θηλυκό.

[9.170] Ατίμασα με λογισμό τ’ άτιμα σωθικά
και κόλασα με στοχασμό, τ’ αστόχαστα άντερά μου.
Αφού έχω πάνω το μυαλό και κάτω την κοιλιά,
πώς να μην επιβάλλομαι και στ’ αποκατινά μου;

[9.172b] Είμαι φτωχός, μα συνοικώ με την ελευθερία.
Όσο για κείνον τόν αλήτη
τον πλούτο, αλλάζω δρόμο όταν τον δω.

[9.180] Τα πάντα στη ζωή νοθεύεις,Τύχη,
κι ανόθευτη εκ φύσεως παραμένεις.
Ανακατεύεις από δω, ανακατεύεις από κει...
Εσύ δεν είσαι πια θεά, κάπελας είσαι.
Κατέκτησες τον τίτλο με την αξία και το...σταμνί σου!

[9.181] Ήρθαν τα πάνω κάτω, όπως βλέπω
και είδαμε την Τύχη σε μαύρη δυστυχία.

[9.182] Πώς κι είχες τύχη άτυχη, κυρία Τύχη;
Ατύχησες εσύ που δίνεις τύχες;
Μάθε τώρα να υποφέρεις τα σκαμπανεβάσματά σου,
αποστήθισε τις πτώσεις της κακοτυχίας που δίνεις
στον κακόμοιρο κοσμάκη!

[9.183] Άλλαξες, Τύχη, κι έγινες κανονικό ρεζίλι.
Ούτε την ίδια σου την τύχη δε λυπήθηκες στο τέλος·
από ναό που είχες, καπηλειό
έφτασες να διατηρείς στα γεροντάματά σου
και να ζεσταίνεις τους θνητούς.
Τράβα λοιπόν τον τάραχό σου, ανισόρροπο μυαλό,
αφού δε σου ’φταναν οι τύχες των θνητών
κι άλλαξες τη δική σου.

[9.489] Του γραμματικού η κόρη,
έσμιξε με σερνικό
κι έκανε παιδί αγόρι,
θηλυκό κι ουδέτερο.

[9.773] Λογικός άνθρωπος ο σιδεράς.
Έλιωσε έναν χάλκινο Έρωτα και τον έκανε τηγάνι.
Καίει κι αυτό!

[10.44] Αν σου τα πάρει ο φίλος,
σε προσφωνεί «ακριβέ αδελφέ» ·
αν όχι, αρκείται στο «αδελφέ».
Βλέπεις, κι οι λέξεις έχουν την τιμή τους.
Φυσικά, εγώ δεν παίρνω ποτέ το «ακριβέ».
Είναι ακριβό, πολύ ακριβό
κι οι τσέπες μου μονίμως στην «κακή τους».

[10.48] Δούλα ποτέ κυρία να μη γίνει, λέει η παροιμία.
Θα πω κι εγώ μιαν άλλη.
Δίκη ποτέ ο δικηγόρος μη δικάσει,
δεν πάει να είναι πιο καλός κι από τον Ισοκράτη.
Μπορεί άνθρωπος έμμισθος, σαν πόρνη
τη δίκη σου να μην τη μαγαρίσει;

[10.49] Αφού ως και τ’ άχρηστα μυρμήγκια και οι σκνίπες
λένε πώς έχουνε φαρμάκι, πώς ζητάς
χωρίς φαρμάκι και βρισιές ν’ αντιδικώ
μ’ αυτούς που με αδίκησαν; Μου λες να μουγκαθώ,
να μπουκωθώ χορτάρι ώσπου να σκάσω;

[10.50] Την Κίρκη εγώ δεν την παρουσιάζω
όπως ο Όμηρος, τους άντρες να μεταμορφώνει
σε λύκους και γουρούνια.
Την Κίρκη εγώ τη λέω πόρνη
που μεταμόρφωνε τους άντρες σε φτωχούς·
αφού λοιπόν τούς ρούφαγε
κάθε ανθρώπινο χαρακτηριστικό,
με πρώτο και καλύτερο το λογικό,
μη έχοντας να πάρει κάτι από τους «παρμένους»,
τους έτρεφε η ίδια, σαν ζώα οικιακά.
Έξυπνος τώρα ο Οδυσσέας,
μόλις κατάλαβε πώς έρχονται τα γερατειά,
κάθισε μόνος του και σκέφτηκε και βρήκε
το φίλτρο της απεμπλοκής
από τα μάγια της κυρίας.
δεν αναμείχθηκε καθόλου ο Ερμής.

[10.51] Σύμφωνα με τον Πίνδαρο,
καλύτερα να σε μισούν παρά να σε λυπούνται.
Συνήθως, όταν σε μισούν, ζεις μια χαρά ζωή,
ενώ όταν πιάσεις πάτο, σε λυπούνται.
Όσο για μένα, θα ήθελα να είμαι
ούτε πολύ ευτυχισμένος
ούτε κανένας εντελώς κατεστραμμένος.
Η μέση είναι η πιο καλή.
Τα γύρω-γύρω κίνδυνοι τα περιτριγυρίζουν
κι οι άκρες προκαλούν καταστροφή.

[10.55] Γυρίζεις και λες πώς ο γάμος
δε σε βάζει εσένα σε καλούπια.
Αστειότητες και μάταιοι κομπασμοί!
Ούτε δέντρο σε γέννησε ούτε πέτρα, όπως λένε.
Ό,τι περνάμε όλοι, περνάς κι εσύ.
Μπορεί να μη σηκώνεις την παντόφλα,
να μην ανέχεσαι το κέρατο, αλλά
εγώ σου λέω πώς αν παντρεύτηκες καλή κι όχι γλωσσού
απλά εξασφάλισες καλύτερες συνθήκες στη σκλαβιά.

[10.62] Από λόγο κι από νόμο δεν καταλαβαίνει η Τύχη·
Αυτή πηγαίνει όπου την πάει ο παραλογισμός της,
ψάχνοντας κανένα πλάσμα λογικό να τυραννήσει.
Ρέπει μάλλον προς τους άδικους· βεβαίως
τους δικαίους τους αποφεύγει, φροντίζοντας να δείχνει
πώς το παράλογο διαθέτει μια δύναμη... παράλογη ασφαλώς.

[10.63] Αφού δε ζει ζωή ο φτωχός, πώς να πεθάνει;
Κι αφού η ζωή του είναι ζωή νεκρού, πώς να τη ζήσει;
Όμως, τι τύχη οι τυχεροί που έχουν πλούτη!
Αυτοί ρουφάνε τη ζωή κι αυτούς ο θάνατός τους.

[11.54] Γέρασα πια, γελάνε οι γυναίκες και μου λένε
να πάω να δω το λείψανό μου στον καθρέφτη.
Τι σημασία έχει το χρώμα των μαλλιών μου;
Γιατί ν’ ασχοληθώ με τη ζωή, αφού τελειώνει;
Σε λίγο, θ’ αρωματιστώ το λιβανάκι μου,
θα στολιστώ τα στεφανάκια μου,
θ’ απολαύσω μια γερή κρασοκατάνυξη,
και θ’ αράξω...για πάντα.

[11.287] Όποιος δυστύχησε κακάσχημη γυναίκα,
το βράδυ θέλει φώτα στο κρεβάτι ν’ αντικρίζει
κατάματα την τύφλα του.

[11.291] Σε τι ωφέλησαν οι στίχοι σου την πόλη;
Λαδέμπορος κατάντησες!
Τους πήρανε με το κιλό,
και σου ’δωσαν ολόκληρη περιουσία βρισιές.

[11.293] Αλογο μού έταξε ο Ολύμπιος
και μού ’φερε μια ουρά
μέ κάτι υπολείμματα γαϊδάρου στολισμένη.

[11.317] Ένα γαϊδούρι μου έχουν δώσει υπομονετικό.
Μπροστά πηγαίνει ιαμβικά, πίσω τροχαϊκά.
Απ’ το σκοινί ή απ’ την ουρά,
σε πάει αργά, μα σίγουρα·

[11.341] Καλά τα υπονοούμενα
κι η σάτιρα μια υπέροχη ευκαιρία για μίσος.
Όμως εκείνες οι βρισιές,
αχ, εκείνες οι βρισιές!
Σκέτο μέλι Αττικό!

[9.172] Τώρα πια ούτε η ελπίδα
ούτε η Τύχη με αφορούν.
Όξω απάτες! Τελειώνει
το ταξίδι μου επιτέλους!

Σημείωση: Στην αρχή κάθε επιγράμματος και μέσα σε αγκύλες δίδεται ο αριθμός πρωτοτύπου στην Παλατινή Ανθολογία.