Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 37

Ο ποιητής, ο Λακάν και ο κόσμος

photo © Στράτος Προύσαλης

Γράφει η Χριστίνα Λιναρδάκη

Τι νιώθει ο ποιητής όταν ατενίζει τον κόσμο; Ό,τι κι ένας απλός άνθρωπος, με τη διαφορά ότι ο ποιητής μπορεί αυτό που νιώθει να το μεταφράσει στη γλώσσα της ψυχής. Ο ποιητής είναι ο μεταφραστής από τη γλώσσα που μιλούν στην καθημερινότητά τους οι άνθρωποι στη γλώσσα που μιλά η ψυχή τους – το εννοώ αυτό με τη λακανική έννοια. Ο Λακάν (Jacques Lacan) είχε διακρίνει δύο ψυχικές συνθήκες: το συνειδητό και το ασυνείδητο. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο δομείται το υποκείμενο και εκεί ακριβώς, σε αυτό το ανάμεσα, βρίσκεται η παραδοξότητα της ανθρώπινης κατάστασης: το εγώ μας είναι αυτό που είναι εξαιτίας δυνάμεων στις οποίες δεν μπορούμε να έχουμε πλήρη πρόσβαση, παρά μόνο «ανιχνεύουμε» μέσα από τα σημάδια που αφήνουν. Η εν λόγω έλλειψη πρόσβασης οριοθετεί το εσωτερικό μας χάσμα, το οποίο επιθυμούμε να γεφυρώσουμε ή του κενού που προσπαθούμε να γεμίσουμε, αλλά και την πηγή κάθε μετωνυμικής αντικατάστασης της πρωταρχικής μας επιθυμίας.

Τι είναι αυτή η μετωνυμική αντικατάσταση; Ως γνωστόν, μετωνυμία είναι το σχήμα λόγου που αναφέρεται στη γραμμική αντικατάσταση του υποκειμένου με κάποιο άλλο υποκείμενο με το οποίο εμφανίζει νοηματική συνάφεια, π.χ. αντικατάσταση της λέξης «σπίτι» με τη λέξη «στέγη». Όταν μιλάμε για «μετωνυμική αντικατάσταση» της επιθυμίας εννοούμε ότι μια αρχική επιθυμία μεταμφιέζεται σε μια άλλη επιθυμία, συναφή με την προηγούμενη, πάντοτε αποζητώντας την εκπλήρωση. Για παράδειγμα, ως ενήλικες επιθυμούμε να αποκτήσουμε ένα σπίτι. Η επιθυμία μας αυτή έχει αντικαταστήσει την επιθυμία μας για ασφάλεια γενικά και αυτή έχει αντικαταστήσει την επιθυμία μας για ασφάλεια έτσι όπως τη βιώναμε μέσα στη μήτρα. Αξιοσημείωτο είναι ότι, όσο κι αν εκπληρώνονται επιμέρους επιθυμίες, εφόσον η πρωταρχική επιθυμία παραμένει ανεκπλήρωτη, ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος σε μια διαρκή αίσθηση ανικανοποίητου.

Η μεταφορά, από την άλλη, είναι το σχήμα λόγου που αναφέρεται στην αντικατάσταση του υποκειμένου από κάποιο άλλο υποκείμενο με το οποίο δεν σχετίζεται νοηματικά. Π.χ. στη φράση «ο Γιώργος είναι σκύλος» δεν εννοούμε ότι υπάρχει ένας σκύλος που ονομάζεται Γιώργος, αλλά ότι ο άνθρωπος Γιώργος είναι «σαν» σκύλος, είναι δηλαδή ένας άνθρωπος που δουλεύει πολύ σκληρά ή είναι ανυποχώρητος στις θέσεις του. Το ασυνείδητο λειτουργεί με μηχανισμούς που μοιάζουν στη μετωνυμία και τη μεταφορά, στήνοντας ένα αέναο γαϊτανάκι σχημάτων λόγου. Οι μεταφορές με τις οποίες εκδηλώνεται το ασυνείδητο είναι ανιχνεύσιμες στα όνειρα, σε ό,τι λέμε εκ παραδρομής και στην ποίηση. Γι’ αυτό άλλωστε ο Λακάν διατεινόταν ότι η ποίηση και το ασυνείδητο είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Ο ποιητής λοιπόν ατενίζει τον κόσμο με βαθιά ενσυναίσθηση της επιθυμίας που αποζητά να εκφραστεί και να εκπληρωθεί και με επίγνωση του γεγονότος ότι, όταν η επιθυμία εκφράζεται, όταν περνά δηλαδή στη γλώσσα και γίνεται αίτημα, δεν μπορεί παρά να «δολοφονείται». Όταν κάτι, οτιδήποτε εκφράζεται με λέξεις, γίνεται δηλαδή το σημείο ενός πράγματος όπως εσωτερικεύεται, παύουμε να βλέπουμε το πράγμα αυτό καθαυτό και βλέπουμε πια μόνο την εσωτερίκευσή μας. Είναι σαν αυτό που βρισκόταν εκεί έξω να δολοφονήθηκε και να άρχισε να υπάρχει μόνο ως εσωτερική αναπαράσταση. «Τα μαύρα σου τα μάτια που ήταν μπλε», θυμάστε το τραγούδι; Αυτός στον οποίο αναφέρεται το τραγούδι είχε τόσο πολύ πιστέψει πως τα μάτια της κοπέλας ήταν μαύρα που απλώς δεν έβλεπε ότι ήταν μπλε! Είναι κάτι που μπορούμε να διαπιστώσουμε και όταν μιλάμε για κάτι: ήδη το περιγράφουμε, έχουμε δηλαδή ξεφύγει από το βίωμα, έχουμε βάλει απόσταση από αυτό και το παρουσιάζουμε όπως το έχουμε εσωτερικεύσει. Επομένως, γλώσσα και άμεσο βίωμα είναι δύο αμοιβαία αποκλειόμενα πράγματα και αυτό συνιστά ένα από τα δράματα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Με έντονη επίγνωση αυτού του δράματος λοιπόν, ο ποιητής μιλά στην ποίησή του για καταστάσεις που είναι από ανέφικτες έως μάταιες. Στην αναμέτρηση με τον κόσμο, άλλωστε, αποδεικνύεται εξ ορισμού πολύ λίγος. Μόλις το συνειδητοποιήσει αυτό, έχει δύο επιλογές: είτε να καταφύγει στις μεγάλες αφηγήσεις περί ζωής, θανάτου, θεού κ.λπ. και να προσπαθήσει να παρηγορηθεί μέσα τους, είτε να τις αμφισβητήσει και να προσπαθήσει να ενηλικιωθεί, αναλαμβάνοντας την ευθύνη των δικών του ορισμών και των δικών του αφηγήσεων. Στη σημερινή εποχή του μεταμοντερνισμού, η προσπάθεια που καταβάλλεται προς αυτή τη δεύτερη κατεύθυνση είναι αρκετά σημαντική – αλλά αυτό είναι το θέμα ενός άλλου κειμένου.