Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 36

"Οι απόκληροι", του Κώστα Γραμματικόπουλου

apoklhroi_cover_arthro

Οι απόκληροι, νουβέλα, Κώστας Γραμματικόπουλος, εκδόσεις Vakxikon.gr 2017

    Τότε ο Λαέρτης είδε ένα παράξενο όνειρο που τον ανησύχησε πολύ.

    « Περπατούσε μόνος, χωρίς την Καστάνκα, σε μία πολυσύχναστη λεωφόρο της πόλης. Ήταν Κυριακή μεσημέρι και οι δρόμοι ήταν άδειοι. Αφηρημένος και ράθυμος χάζευε τις θλιβερές βιτρίνες των καταστημάτων, με την απούλητη πραμάτεια τους, τα ελάχιστα νεοκλασικά κτίρια, όαση στην ψυχή του, τις καφετέριες με τους μοναχικούς πελάτες και μια εφημερίδα συντροφιά, τους περαστικούς με τα κατσουφιασμένα πρόσωπα και τα άδεια λεωφορεία. Ασυναίσθητα, γύρισε το κεφάλι του δεξιά και είδε στον τοίχο ένα σύνθημα, με το αναρχικό λογότυπο από κάτω : ΣΚΑΣΕ ΚΑΙ ΓΙΟΡΤΑΖΕ.

    Πάγωσε για λίγα δευτερόλεπτα. Πόση αλήθεια, σκέφθηκε, πόση δύναμη κρύβουν μέσα τους αυτές οι δύο λεξούλες και ανάμεσά τους ένας μικρός, ταπεινός συμπλεκτικός σύνδεσμος να τις ενώνει. Συνέχισε να βαδίζει…

    Άξαφνα εμφανίστηκε μπροστά του μια τεράστια πλατεία, πλημμυρισμένη από χιλιάδες κόσμο και στη μέση ακριβώς, υπήρχε μια ξύλινη εξέδρα με μουσικούς να παίζουν δαιμονισμένα. Αλλά τι παράξενο! Η μουσική δεν ακουγόταν. Υπήρχαν άνθρωποι όλων των εθνικοτήτων και φυλών, λευκοί και έγχρωμοι, μικροί και μεγάλοι, γυναίκες με τα μωρά στην αγκαλιά τους, που λικνίζονταν στους ρυθμούς της μουσικής, έπιναν, αγκαλιάζονταν σε μία διονυσιακή μέθεξη, αλλά, μέσα σε μία εκκωφαντική σιωπή. Γιόρταζαν…

    Τότε ξαφνικά, ακούστηκε από μακριά ένας διαπεραστικός μακρόσυρτος ήχος που ολοένα και δυνάμωνε. Η μουσική σταμάτησε, οι άνθρωποι μαρμάρωσαν, τα πρόσωπα συννέφιασαν και όλοι άκουγαν με δέος τον ήχο. Πρέπει να κράτησε λίγο, ένα-δύο λεπτά, ώσπου έσβησε σιγά- σιγά, ακριβώς όπως είχε αρχίσει. Η γιορτή τελείωσε άδοξα. Οι άνθρωποι άρχισαν να διαλύονται και οι μουσικοί, αφού μάζεψαν τα όργανά τους, εγκατέλειψαν τη σκηνή. Η πλατεία ήταν πλέον άδεια…

    Άκουσε το επίμονο κλάξον ενός αυτοκινήτου, καθώς αφηρημένος πήγε να περάσει το φανάρι με κόκκινο και ένας οδηγός μέσα από το τζάμι άρχισε να χειρονομεί έντονα και να βρίζει. Έσκυψε το κεφάλι και δεν έβγαλε τσιμουδιά. Συνέχισε να περπατά…»

    Τότε ήταν που ξύπνησε ο Λαέρτης, αλαφιασμένος από το όνειρο. Την επόμενη μέρα το διηγήθηκε στον Θησέα, που τον άκουγε με περιέργεια.

- Τι αλλόκοτο όνειρο, είπε, και αυτός ο ήχος τι ήταν Λαέρτη που χάλασε την γιορτή;

- Ο ήχος, αγόρι μου, είναι το κακό. Το κακό που έρχεται από μακριά και μας βρίσκει απροετοίμαστους, είπε ο Λαέρτης και το πρόσωπό του σκοτείνιασε.