Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 7

Οδύνη - Βάιος Καλογριάς

Δύο μπάρες πάνω - κάτω

Κατάχαμα με γδούπο
κροταλίζοντας,
στο γρασίδι το υγρό
από της σκύλας
τα ούρα,
Έπεσα με τα μούτρα.

Με πόδια πρησμένα και τρεκλίζοντας
απέμεινα μυελός
έξω από τα οστά
που σκίστηκαν και σωριάστηκαν
στο χώμα
από τα σάλια μούσκεμα,
κίβδηλα τα συλλέγανε
οι σκύλες
με τη γλώσσα τρυφερά
και μασουλούσαν με λαιμαργία
ευλαβικά

διερωτώμαι,
πόσο προσέγγισα το θάνατο,
εκείνες τις στιγμές διάζευξης
επαφής απ’ τις αισθήσεις

πώς τα δίκτυα των νευρώνων κατακλύζονται αποκομμένα
από μια υποδούλωση
στην ακατάσχετη συκοφαντία του σώματος,
και την κατακραυγή της ίδιας της υπόστασης,
στο πιθάρι των ενστίκτων το ερυθρόμορφο,
με το αιμόφυρτο στόμιο
η ψυχή δεν συμβιβάζεται
στις προσταγές των διαπεραστικών παρατηρητών.

Ως προς εμάς σχέση δεν έχει ο χρόνος
ούτε η στιγμή,
ούτε η ανάδραση
Και η μνήμη διαρκεί όσο να μας ενημερώσει για το άμεσα χειρότερο
Που έπεται
Και πρέπει
Να διεκπεραιώσουμε

Σέρνοντας τα κατάστικτα από τη λέρα κορμιά μας
Με τ’ ακριβοκούρελα να τρίβονται στο εφιδρωμένο σαρκίο
Ακούω κάπου μακριά πόσο βαριά αναπνέω
Και ίσα που σείεται η καρδιά
Να δέσει φλέβες και αρτηρίες άγκυρα στη γη
Να τις τροφοδοτεί ροή
Γρήγορα
να μας κρατήσει όσο μπορεί
εν ζωή
Εδώ συντετριμμένους στο κατουρημένο γρασίδι
Με το πρόσωπο μελανιασμένο

εξαντλημένη – υπεράνθρωπη σπρώχνει με ορμή
μέσα απ’ το στήθος
που μπρούμυτα κοπάνισε στην αυλή
το έδαφος απωθεί
μέσα μην μας ρουφήξει

αντιστέκεται με διαδοχικούς βομβαρδιστικούς παλμούς
να μας διασώσει ώστε να βγάλουμε τη νύχτα
την σύντομη για μας
μα την ατέλειωτη για αυτής την αγωνία

κι όταν ξυπνήσουμε θολά
την ίδια μέρα μεσημέρι,
τόνους αισχύνης κουβαλώντας
στα κούφια εγκεφαλικά περάσματα
θριαμβευτικά υποφέροντας της αιδούς το λάβαρο
το θάνατο πως νικήσαμε
σε μια ανόσια μάχη

Δεσμώτης

Σπανίως, μα αισθητά,
ξεκαλουπώνεται ένας πανικός,
που χω γκρεμίσει στους Καιάδες της συνείδησης,
τη σκέψη στιγματίζει κτηνωδία,
μ’ εμένα πρωταγωνιστή.
Ένα μακάβριο ωμό καρέ,
μες τα καρέ τ’ άπειρα του μυαλού
που εγωιστικά κολλάει στη θέση που σειρά έχει η μετάβαση.
Απρόσκλητα Εδραιώνεται
πίσω από τις ίριδες
Και με σαδιστική ειλικρίνεια,
μου υποδεικνύει πώς βιώνουν την οδύνη στη ζωή.

Σινδόνη

Πάμε,
μου έγνεψε, αργά η ζωή μου,
ακολουθώντας ροή παρακμής,
ποιος είν’ αυτός που θα με κρίνει με δώρα χαριστικής βολής.

Τρόποι υπάρχουν λέει ο κόσμος,
καλλιεργώντας αγκάθια πυκνά,
μες απ τα στόματα βουίζει ο τόπος,
βρυχάται βίαια κι όλο ρωτά.

Δεν απαντώ πια σε κανένα,
εάν ο νους βυθίζεται αργά
ο λόγος σαν ένα πετράδι πού σβήνει χάνεται μέσα την σκιά.

Πολύτιμος λίθος βεβηλωμένης αξίας
κι εσένα αυθαίρετα σου δώσαν τιμή.
Αν η ψυχή σου κουράζεται άπραγη, είναι που την πουλάς φθηνή.

Δεν είν’ εμπορεύσιμο είδος δια όλους,
όταν ευθεία η όψη πετά
το ένα μάτι πλέει στον κάμπο το άλλο πατάει στα νερά,

όταν συντάξει η πλειοψηφία το πόρισμα το οδυνηρό
η διαφυγή δεν θα λυτρώσει την καταδίκη τον συρμό.

Πλαγιάζω νωρίς το πρωί στην σινδόνη και ο ύπνος αν θέλει παρηγορεί,
στα όνειρα δε κρατώ το τιμόνι όπως στην καθημερινή γιορτής τη πνοή
που δεν αισθάνομαι το βάρος των κτύπων
μα εκείνη μετρά ρυθμικά κι απορεί,
με ποιες εντυπώσεις και τι αναστατώσεις
ο χρόνος ετούτος μας απειλεί

Βίος και πόλις

Καρτερώ,
Ευχόμενος να σε δω,
στα χάσματα
του λαβύρινθου με ξέχασες

άνθρωποι επιδιώκουν τύχη
ανάμεσα σε τοίχους,
τύχη μου εσύ•
κι άνθρωποι τοίχοι
ενδιάμεσοι.

η προβολή σου, τους ορόφους μου επιτάσσει - την ανύψωση,
συχνότερα όμως το ισόγειο,

Και να σαι!
Ευαγγέλιο έκπληξης.
Εσύ - εγώ
κι ο χρόνος
στέκει δίπλα σου,
μες τον ανελκυστήρα,
ο τρίτος επιβαίνοντας,
ανέκφραστος, αργόσχολος
αποδιοργανωμένος.

με νεύμα ανεπαίσθητο
μια αμήχανη αφέλεια,
τα απαλά τα χέρια σου
πάνω μου καρφιτσώνουν

στέψε με,
ηγέτη της ημέρας μου,
με μια έξιδευτερόλεπτη της συγκυρίας κορώνα•

γράμματα,
θα θελα να σου έστελνα,
να τα κάνες σελιδοδείκτες στίχους,
κι όταν τα βλέφαρα σου βάραιναν
από των κλασσικών τους μύθους
οι κόρες σου διασταλτές
φάκελοι να τα εσωκλείουν.

φωταψίες αναβλύζουν,
ακόμα νοτισμένες,
από το σημείο που,
τ’ άγγιγμα σου εκτός τροχιάς
απ το ύφασμα
στη πλάτη

ύλη αιθέρια άλειψε
ακατανόητη στην αφή,
ανάμικτη με δροσιάς σκληρής
υπέρυθρες σταγόνες

λιτές
αιωρούμενες μεταξύ εισπνοών
νιώθω την επιτάχυνση της δικής μου απέναντι σου
αγκιστρωμένη σπαρταρά,
στου θώρακα το δίχτυ

κρέμομαι
στα χείλη που γλύφεις, γυαλίζουν σα μάτια βρέφους,
δολώματα
χαμογελαστά αθώα ρίχνεις
στους αφρούς που βγαίνω
όταν ξαγρυπνώ στων παλμών
την ωκεάνια τάφρο…

Έληξε η συνάντηση.
Tα βήματα σου επίπεδα,
απόηχους μοιράζουν

μονοπατάκι απόκρημνο
για τη ψυχή,
εκείνη μόνη πάντοτε
τρέχει,
στο χώρο που σου ανήκει,

παιδί με ιδρώτα άοσμο,
αναψοκοκκινισμένο
κυνηγητό στο προαύλιο
σε διάλειμμα σχολείου

αν τη γαλήνη πού έδεσες
φουλάρι στον λαιμό σου,
στο σώμα μου λίγο άπλωνες
θα επέστρεφα στη τάξη.

Αρμονικά υπνωτίζοντας με αποχαιρετάς
και πάλι εξαφανίζεσαι...

ο χρόνος μένει πλάι μου, δεν σε κοιτά που φεύγεις
κι εγώ τον χρόνο αυτόν κοιτώ και με ευθυμία λέω:

να μας ελέγξει είναι ικανή
το έχει καταφέρει
μα να το φανταστεί απλά,
ποσώς την ενδιαφέρει

Ο Βάιος Καλογριάς είναι ποιητής. Ζει στην Κρήτη.