Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 33

"Μακάριοι οι σκύλοι του οινοπνεύματος" του Γιάννη Ζελιαναίου

ζελιαναίος-παπαντωνόπουλος

Μακάριοι οι σκύλοι του οινοπνεύματος, ποίηση, Γιάννης Ζελιαναίος, εκδόσεις Straw Dogs 2015

Από τον τίτλο της, η τέταρτη ποιητική συλλογή του Γιάννη Ζελιαναίου υποβάλλει εμμέσως ένα ερώτημα αναγνώρισης: Ποιοι είναι οι μακάριοι σκύλοι του οινοπνεύματος; Θα επανέλθω καταληκτικά σε αυτό το ερώτημα. Προτιμώ να επιχειρήσω έναν υπότιτλο και πάνω σε αυτόν να κάνω ορισμένες επισημάνσεις: «Μακάριοι οι σκύλοι του οινοπνεύματος: Ένα πολιτικό πανκ ποίημα».

Ένα γιατί τα 26 επιμέρους ποιήματα του βιβλίου –με αρμούς 3 δίστιχα του ίδιου του Γ. Ζ. που οριοθετούν ατύπως ισάριθμες ενότητες– συνθέτουν ένα χρονικό του νεοελληνικού μικροαστικού ονείρου, με τη φαινομενολογία που αυτό κυριάρχησε, αλλά και την παθητικότητα που ανέπτυξε, ήδη από τη δεκαετία του ’80 αλλά κυρίως στο ’90 και μέχρι περίπου τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας. Γράφει ο Γ. Ζ. –από οθόνης– στο ποίημα «Τόλμη και γοητεία»:

Το Χριστινάκι είναι πάνω από 100 κιλά
έχει το μπακάλικο στη γωνία που αράζουν οι πάντες,
κάθε που της ζητάω το μπουκάλι, μου λέει:
«παρ’ το μόνος σου, τώρα βλέπω Τόλμη και Γοητεία»
κι εγώ αναρωτιέμαι:
«αυτοί οι μπάσταρδοι τελικά δεν έχουν πεθάνει ακόμη;»

Όχι, οι μπάσταρδοι δεν έχουν πεθάνει ακόμη. Το χρονικό του νεοελληνικού μικροαστικού ονείρου μαίνεται. Λέγοντας «χρονικό», δεν αναφέρομαι στη γραμμική αφήγηση που οδήγησε τον νεοελληνικό μικροαστισμό–τα τελευταία πέντε χρόνια– να αναγνωρίσει εξωγενώς –στη μικρή ή μεγάλη εικόνα της καθημερινότητας και ανεξαρτήτως βαθμού– την κρίση που τον έπληξε. Στο βιβλίο του Γ. Ζ., ως χρονικό νοείται το ένδοθεν βλέμμα ενός υποκειμένου, το οποίο ο νεοελληνικός μικροαστισμός συνήθιζε –και δεν έπαψε– να αποκαλεί περιθώριο. Κατ’ ουσίαν, πρόκειται για το βλέμμα του ανθρώπου που η τελική φάση της κρίσης τον βρήκε έτοιμο· να μην πιστεύει σε τίποτα· και κυρίως να μην πιστεύει σε επιχειρήματα. Και να απαντάει στο μικροαστικό όνειρο με το όνειρο των σκύλων του που εφιαλτεί πραγματικότητα.  

Ήδη έχω περάσει στην εξήγηση του χαρακτηρισμού «πολιτικό» που σημείωσα στον επινοημένο υπότιτλο. Αυτός που έμαθε χορευτική γεωγραφία πίνοντας και σπάζοντας μαζί με Πολωνούς μετανάστες, στο κέντρο της Αθήνας, μέσα στις ήσυχες νύχτες της οδού Σκύρου, όπως λέει το ομώνυμο ποίημα του βιβλίου, είναι ο ίδιος που δεν επέλεξε να αποκαταστήσει το είδωλο της καθημερινότητας μες στην παράνοια του αστικού περιβάλλοντος, αλλά να το εκθέσει απολύτως ωμά – σηκώνοντας απέναντί του έναν καθρέφτη, όπου αντανακλάται η ποιητική οντολογία του Γ. Ζ. στο παρόν βιβλίο. Εδώ οι άνθρωποι έχουν προσωπεία· εδώ οι άνθρωποι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που τράβηξαν το προσωπείο και απο κάτω φάνηκε ένα κεφάλι σκύλου και σε αυτούς που δεν τράβηξαν το προσωπείο και κάτω από την ανθρώπινη μάσκα γρυλίζει ο κυνόμορφος θυμός. Η οντολογία αυτού του ποιητικού κειμένου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αστική κυνολογία. Δεν είναι υπόθεση σχολαστικής καταμέτρησης –φιλολογικού τύπου– των σκύλων, ως λέξεις ή εικόνες, που διατρέχουν τα ποιήματα. Είναι μια ιδιάζουσα ανθρωπολογία –με σαφώς τοτεμικά χαρακτηριστικά– που επιβάλλουν στον αναγνώστη οι «Μακάριοι σκύλοι του οινοπνεύματος». Στα πλέον καθημερινά επεισόδια του βίου στην πόλη, οι οικείες –έστω για το βλέμμα– φιγούρες (καταστηματάρχες, μετανάστες, πολιτικοί, θαμώνες μπαρ, πόρνες και πελάτες, έμποροι, τηλεοπτικοί αστέρες, εργάτες κ.ο.κ.), άπαντες μέλη των δύο κατηγοριών που επισημάνα, συναλλάσσονται, συμβιώνουν και συγκρούνται – ή προσπαθούν να συμβιώσουν, προσπαθούν να συγκρουστούν. Άνθρωποι που δουλεύουν σαν σκυλιά, σκυλιά που φυλάνε τα αφεντικά τους ως ανθρώπους, άνθρωποι που γαμιούνται σαν σκυλιά, άνθρωποι που παραμένουν σκυλίσια πιστοί στην αξιοπρέπειά τους, άνθρωποι που κυνηγούν την ουρά τους, άνθρωποι που γλείφουν το κόκαλο της εξουσίας, που το αρπάζουν με τους ηλίθιους κυνόδοντες τους για να το κρύψουν απόμερα και να το ξεχώσουν την κατάλληλη στιγμή. Αυτή είναι η ωμή και στρεβλωμένη παράσταση της πόλης, που αφενός για να τη μιλήσει και αφετέρου για να της γυρίσει κατάμουτρα «τι σκατά γίνεται εδώ; Ποιος βάφτισε ποιον;», ο Γ. Ζ. τζόγαρε τη δική του αστική οντολογία.

Παρεκκλίνοντας από κατευθυντήριες γραμμές, απέχοντας από τον διαφημιστικό υπερθεματισμό ή τον εύκολο αφορισμό, οι οποίοι δεν κατακλύζουν μόνο τις ειδησεογραφικές οθόνες μας, αλλά και την εν εξελίξει ποιητική παραγωγή, γεγονός που θολώνει –δυστυχώς– την αντίληψη περί του κακού ποιήματος, ο Γ. Ζ. βάζει τον αναγνώστη να χτυπηθεί με το κείμενο του, υποβάλλοντας στον τελευταίο ότι σε αυτό το ποίημα μόνο θα χτυπηθεί και μόνο θα ματώσει. Δεν υπάρχει κάθαρση. Εξ ου και είναι ένα πανκ κείμενο – χωρίς λυρικές εξάρσεις, με τις εικόνες να αποκαλύπτονται καταιγιστικά και τον ρυθμό των ποιημάτων να μην υποτάσσεται σε οποιαδήποτε τονικότητα, αλλά να ακολουθεί το τσάκισμα των στίχων, που ακούγονται σαν ξαφρισμένοι ήχοι από τον θόρυβο της πόλης. Είναι ένα πανκ ποιητικό κείμενο, στο οποίο δεν υπάρχει λύση. Και κυρίως στο έμμεσο ερώτημα που –όπως ανέφερα αρχικά– υπονοείται από τον τίτλο του βιβλίου. «Ποιοι είναι οι μακάριοι σκύλοι του οινοπνεύματος;». Μην τους αναζητήσετε. Αν δεν γυρίσει το ποίημα στο εγώ σας, αν δεν μπείτε στο ποίημα για να εγκαινιάσετε γέλια, για να καλέσετε τους πάντες για να φύγετε, για να φροντίσετε γυναίκες ή άντρες για να μπορέσετε να πιείτε, για να μην πιστέψετε σε τίποτα, για να φύγετε πάλι και να κρατήσετε τον σουγιά με αντίθετο χέρι, μην τους αναζητήσετε. Οι υπόλοιποι διαβάστε ως μαύρο άσσο το βιβλίο του Γ. Ζ.· και τούτη τη φορά ας δούμε τι θα γίνει.

Μιχάλης Παπαντωνόπουλος