Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 15

Λουί Αραγκόν, Ποιήματα

του Ζ.Δ. Αϊναλή

Προλογικό σημείωμα – Ανθολόγηση – Μετάφραση
Ζ. Δ. Αϊναλής


Προλογικό σημείωμα

Ο Louis Aragon (Neuilly-sur-Seine 1897 – Paris 1982) παρά το γεγονός ότι συγκαταλέγεται ανάμεσα στους σημαντικότερους και πολυγραφότερους Γάλλους λογοτέχνες του 20ου αι., παρά το γεγονός ότι πρόκειται για έναν από τους πρωτεργάτες τόσο του νταντά όσο και του σουρεαλισμού (μαζί με τον André Breton και τον Philippe Soupault) ποτέ δεν βρήκε στην Ελλάδα τη θέση που του ανήκε. Κι αν δεν υπήρχαν τα άρθρα του για τον Ρίτσο, που για ορισμένους μάλιστα υπήρξαν μία από τις βασικότερες αιτίες για την παγκόσμια αναγνώριση του τελευταίου, ίσως πολλοί από τους μη γαλλόφωνους έλληνες αναγνώστες να μην άκουγαν ποτέ το όνομα του Aragon. Από το πλουσιότατο μυθιστορηματικό του έργο ελάχιστα σπαράγματα κυκλοφορούν στα ελληνικά. Σε ακόμη χειρότερη μοίρα βρίσκεται το επίσης πλουσιότατο ποιητικό του έργο: εάν εξαιρέσουμε το Le paysan de Paris (1926) (εάν δηλαδή το θεωρήσουμε ποίηση έστω και με μία ευρεία έννοια ή έστω συγκαταλέγοντας το σε εκείνο το γραμματειακό είδος που ο Jean-Yves Tadié ονόμασε récit poétique), η ελληνική βιβλιογραφία δεν γνωρίζει κανέναν άλλον τίτλο ποιητικού έργου του Aragon! Αυτό το κενό αποπειράται να καλύψει μερικώς η παρούσα δημοσίευση. Βέβαια, η δημοσίευση 5-10 ποιημάτων ενός συγγραφέα του οποίου τα ποιητικά άπαντα στην έκδοση της Πλειάδας καταλαμβάνουν δύο ογκωδέστατους τόμους δεν είναι παρά σταγόνα στον ωκεανό. Εντούτοις, αποτελεί ένα δειλό πρώτο βήμα και ίσως να αποτελέσει το εφαλτήριο για μία εκ νέου γνωριμία του ελληνικού αναγνωστικού κοινού με την ποίηση του Aragon. Τα ποιήματα που ανθολογούνται και μεταφράζονται προέρχονται από την πρώτη ποιητική περίοδο του συγγραφέα, δηλαδή την εξεγερμένη περίοδο του νταντά και του σουρεαλισμού, που τελειώνει στα 1930 με την ένταξη του Aragon στο Parti Communiste Français. Η ένταξη του Aragon στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας, στο οποίο είχαν ήδη προσχωρήσει από το 1927 οι Breton και Éluard, θα σημάνει και την οριστική διάλυση και των τελευταίων κυττάρων του σουρεαλισμού και την ολοκλήρωση όχι μόνο μιας περιόδου του συγγραφέα, αλλά και μιας ολόκληρης περιόδου της γαλλικής λογοτεχνίας.

 

Από τη συλλογή "Η αέναη κίνηση(1)"
(1925)


ΑΦΙΕΡΩΝΩ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΥΤΟ
ΣΤΗΝ
ΠΟΙΗΣΗ
ΚΑΙ ΣΚΑΤΑ ΣΤΑ ΜΟΥΤΡΑ ΟΣΩΝ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΟΥΝ


Ύπνος βαρύς σαν μόλυβδος

στον Philippe Soupault

Ο αγουροξυπνημένος κοιμώμενος ατενίζει τη ζωή με μάτια μικρού παιδιού
Κοιμώμενε πιο σύννεφο σκιάζει το γαλάζιο του μετώπου σου
Ο άνθρωπος κουνάει ένα κεφάλι πιο βαρύ κι από την καταιγίδα
Θα ήθελε να παίξει στις τέσσερις γωνιές μα δεν μπορεί Είν’ ολομόναχος
Η σφαίρα του ήλιου ματαίως του δίνεται
Ματαίως τα γείσα των γεφυρών
Ματαίως
Ο Ερρίκος ο Δ΄ τον προσκαλεί σ’ ένα παιχνίδι κυνηγητό
Ο κόσμος κυλά κατ’ απ’ τα πόδια του και δίπλα του οι περαστικοί έχουν πάντα το ίδιο πρόσωπο
Οι πιο βιαστικοί μοιάζουν πιο νέοι κι οι πιο ηλικιωμένοι βαριούνται τη ζωή τους(2)
Βλέποντας την δεν θα πιστεύαμε πως η πόλη δεν είναι από χαρτόνι ούτε πως τα βράδυα
Ψεύτικη σαν τις κόρες των ματιών των γυναικών και των επιστήθιων φίλων
Τι κινδύνους διατρέχω Ακίνητος στο παραπέτο του σύμπαντος
Αν ήταν να χαθώ σ’ αυτή τη δαγεροτυπία η όψη των σπιτιών στις οχτώ η ώρα θερινή
Ο ίλιγγος η διακόσμηση γίνονται το πρόσωπο της ζωής
Το πρόσωπο της κόρης εκείνης που τόσο αγάπησα
Για τις παλάμες της τα μάτια της και την ηλιθιότητα της
Πόσο ψευδόσουν υπέροχα τοπίο του έρωτα
Κι εκείνη η μικρή σπηλιά στο κούφωμα των ώμων σου
Και τ’ ανατριχιάσματα που κυλούσαν σαν τις σταγόνες στο πρόσωπο μου
Οργή οργή μα τραγουδούσες με χαμηλή φωνή σαν να ‘σουν η πιο αθώα στη γη
Και δεν έβρισκες παρά σύμφωνα κουφά
Ήχοι τραβηγμένοι από το αίμα για να ονοματίσουν τα χείλη τα χάδια
Ό,τι χόρευε ανάμεσα σε δυο σώματα η φλόγα της επιθυμίας κερί
Το βούισμα των μυγών στα φρούτα είμαι εγώ
Κι όταν αφηνόμουν ελεύθερος άφηνες με νόημα το μπράτσο σου να κρέμεται ώριμο
Μπορεί δίχως κόπο να νυστάζει
Δεν είναι νεκρό Κινείται σ’ έναν κόσμο πιο ελαστικό
Μη μου μιλάτε για το φως του ήλιου
Προσμένω την κόρη της ανάμνησης να ξαναγεννηθεί
Τρύπα φρικτή στη μνήμη
Μια λίμνη που μπορεί κανείς να δει ανθρώπους να πνίγονται να καταβυθίζονται να κρατούν από την ασφυξία το λαιμό τους αλλά να μην μπορούν να πιουν ούτε μια γουλιά νερό
Καμία μεταμέλεια δεν δύναται να σε ξυπνήσει
Κι αισθάνεσαι το κρεβάτι κάτω από τους νεφρούς σου
Ίσαμε και το έσχατο τούτο στήριγμα να κατακρημνιστεί και να κατρακυλήσεις στο κενό
Σε μια χώρα του ονείρου υπόγεια
Ξαναπέφτω λοιπόν κι εγώ στα παιδικά μου χρόνια
Τα βιβλία είναι ακόμα πορφυρά και επίχρυσα
Δεν υπάρχει παρά μονάχα μία γραμμή για το μέλλον
Εκεί ανάμεσα στ’ αναρριχητικά φυτά δασών οικείων
Ανάβαμε φωτιές με σπασμένα κλαδιά ξερά κι η πυξίδα έδειχνε ακόμα το Βορρά
Αρκεί οι βαστάζοι να μην εξεγείρονταν
Αρκεί οι κοιμώμενοι να μην ξυπνούσαν
Σώμα μου σε φωνάζω μ’ ένα όνομα που τα χείλη έχουνε λησμονήσει από την πρώτη μέρα της δημιουργίας
Το σώμα μου το σώμα μου είν’ ένας κόκκινος χορός είν’ ένα μαυσωλείο μια πιστολιά στα περιστέρια πίδακας πυρετός
Ποτέ ξανά δεν θα τραβήξω τον νέον αυτόν από την αγκαλιά του δάσους.

Ποίημα μανδύα και ξίφους

Οι καβαλάρηδες της καταιγίδας κρεμιούνται στα ρολά των μπακάλικων
Αναποδογυρίζουν τα κιβώτια με το γάλα σαν κορυδαλλοί
Γυρνούν τριγύρω απ’ τα κεφάλια
Πάνε νοσταλγικά και κάθονται στην γενειοφόρα μπάλα των μπαρμπέρηδων

Καβαλάρηδες της καταιγίδας
Τι κάνατε τα γάντια σας

Περιπλανιούνται στην τύχη στις γειτονιές
Καλπάζουν ανάμεσα στα σπίτια
Πάνω κάτω πάνω κάτω
Αναστενάζουν στα ντουλάπια
Αναστενάζουν στους φεγγίτες

Καβαλάρηδες της καταιγίδας
Που που βάλατε τα γάντια σας

Ο ένας απομακρύνεται, ο άλλος πλησιάζει
Είναι δύο, τους βλέπω καλά
Ο ένας απομακρύνεται είναι ο άγιος Σεβαστιανός
Ο άλλος πλησιάζει είν’ ένας παγανός(3)

Καβαλάρηδες της καταιγίδας
Πόσο είστε συναρπαστικοί(4)

Ο άγιος Σεβαστιανός τσακίζει λίγο τις σαΐτες του
Ο παγανός τις περισυλλέγει και τις γλείφει(5)
Ο άγιος Σεβαστιανός φέρει την ώρα στον καρπό του
Τρεις και δέκα

Καβαλάρηδες της καταιγίδας
Που που που βάλατε τα γάντια σας

Χου χου στις καπνοδόχους
Τρεις και έντεκα λοιπόν
Πάει και το τελευταίο μετρό
Τι νομίζετε θα βρείτε μες στις κάβες

Καβαλάρηδες της καταιγίδας
Αν χάσατε τα γάντια σας

Εδώ έβαλα την γραβάτα μου
Ο άγιος Σεβαστιανός μου απαντά
Ο παγανός ο παγανός δεν μιλά
Μοιάζει να ‘χει χάσει τη δικιά του μα την πίστη μου

Καβαλάρηδες της καταιγίδας
Παν στον υπόνομο τα γάντια σας

Ο ένας κοιτά το παρόν
Ο άλλος έχει αναμνήσεις μες στ’ αυτιά του
Ο ένας παίρνει δρόμο κι ο άλλος πεθαίνει
Η νύχτα ανοίγει και δείχνει τα μπούτια της

Καβαλάρηδες της καταιγίδας
Πόσο είστε εξωπραγματικοί(6)

 

Από τη συλλογή "Το μεγάλο κέφι(7)"
(1929)

Νανούρισμα

Χέσε χέσε χέσε χέσε λοιπόν χέσε
Άκου τη φωνή της μητέρας σου
Μικρό παιδί χέσε
όπως οι μεγάλοι της γης

Ο κ. Πουανκαρέ,
Η κ. Ζέλμα Λάγκερλεφ(8),
Οι Πρίγκιπες του Οίκου του Βελγίου
Ο μέγας Αντώνιος
Η κ. Γκράτζια Ντελέντα(9)
Όλη η φαμίλια Μπερτελό(10)

Χέσε χέσε χέσε χέσε λοιπόν χέσε
Άκου τη φωνή της μητέρας σου
Μικρό παιδί χέσε
Όπως οι μεγάλοι της γης

Η κ. Μαίρη Πίκφορντ(11)
Ο κ. Ράντγιαρντ Κίπλινγκ
Οι κύριοι κύριοι Διευθυντές της Αστυνομίας
Οι δεσποινίδες οι κόρες τους
Ο κ. Φρανσουά ντε Κουρέλ(12)
Ο αρχιστράτηγος Πέρσινγκ(13)

Χέσε χέσε χέσε χέσε λοιπόν χέσε
Άκου τη φωνή της μητέρας σου
Μικρό παιδί χέσε
Όπως οι μεγάλοι της γης

Και τα λοιπά κύριος κυρία
Και τα λοιπά χεμ χεμ Μπαρτού(14)
Η κοπριά κι η κουτσουλιά
Η Λέσχη Αυτοκινητιστών Γαλλίας

Και Σκατά και Φατά και Αηδία
Τα Προάστια οι Τράπεζες κι οι Πετρελαϊκές

Χέσε χέσε χέσε χέσε λοιπόν χέσε
Άκου τη φωνή της μητέρας σου
Μικρό παιδί χέσε

Αν μπορείς όπως οι μεγάλοι της γης.

Ανυπόταχτος

Για να με κάνει να κάνω πιπί
Πισπις μου ‘λεγε η παραμάνα
Για να με κάνει να κάνω πιπί

Για να με κάνει να κάνω κακά
Κακκακ μου ‘λεγε η νοσοκόμα
Για να με κάνει να κάνω κακά

Για να με κάνει να κάνω στοίχιση ευθεία
Μπρουφμπρουφ μου ‘λεγε το μουστάκι

Για να με κάνει να κάνω στοίχιση ευθεία

Όμως δεν κάνω πια στοίχιση ευθεία

Ούτε πιπί   ούτε κακά   πάει   τελεία

Σινεμά

Υπάρχουν κάποιοι που καυλώνουν
Υπάρχουν και κάποιοι που δεν καυλώνουν
Γενικά εγώ συγκαταλέγομαι
Στη δεύτερη κατηγορία

Μοντέρνο

Μπορντέλο αντί για μπορντέλο
Εγώ όμως αγαπώ πιότερο το μετρό
Είναι πολύ πιο χαρωπό
Κι έπειτά τόσο πιο ζεστό

Ψιθυριστά

Δεν αγαπώ τους ανθρώπους που φτύνουν στη σούπα
Δεν αγαπώ τους ανθρώπους που άλλο δεν κάνουν απ’ το να μιλάν
Ή να χαμογελάν
Δεν αγαπώ τους ανθρώπους που γλείφουν τις σελίδες των βιβλίων
Με το πρόσχημα πως τις γυρνάν
Δεν αγαπώ τους ανθρώπους που συνέχεια με ρωτάν
Που έχω σκοπό να περάσω το βράδυ μου

Δεν αγαπώ τους ανθρώπους

Δεν αγαπώ τους ανθρώπους που κλάνουν
Ιδίως όσους κλάνουν διανοητικά
Δεν αγαπώ τους ανθρώπους που ζέχνουνε το σκόρδο
Τους βυρσοδέψες και τους μοναχούς
Τα φράγκα τα σκατά την προθυμία
Δεν αγαπώ τους ανθρώπους που παραπατούν κοιτώντας τις γυναίκες
Κάπως υπερβολικά επιδεικτικά

Δεν αγαπώ τους ανθρώπους

Που υποκρίνονται πως νομοθετούν και κανονίζουν τη ζωή μου
Το χρόνο μου τα γούστα μου τα εκφραστικά μου λάθη
Που ενώ δεν τολμούν να κοροϊδέψουν την ακατάσχετη φλυαρία
Ενός κυρίου του κόσμου με ευγένεια
Βρίσκουν κακή ακόμα και την πιο ταπεινή
Από τις σκέψεις μου
Δεν αγαπώ τους ανθρώπους σας λέω

Δεν αγαπώ τους ανθρώπους

Γιατί είν’ ανυπόφορα περιορισμένοι και χαζοί
Γιατί γευματίζουν και δειπνούν σε προκαθορισμένες ώρες
Από τους γονείς τους γιατί πηγαίνουν στο θέατρο στο σχολείο
Στην επιθεώρηση της δεκάτης τετάρτης Ιουλίου
Γιατί παντρεύονται ταξιδεύουν για το μήνα του μέλιτος
Σπέρνουν νόμιμα παιδιά
Που θα καταχωρηθούν στο ληξιαρχείο την ορισμένη μέρα
Θα γίνουν στρατιώτες πουτάνες κατά παραγγελία
Δημόσιοι υπάλληλοι
Συνοδοί της ανάγκης στα πιο διαφορετικά σαλέ
Γιατί μόλις τελειώσουν όλα αυτά τα ξαναρχίζουν
Γιατί απ’ όλα τ’ ανεγκέφαλα αισθήματα
Το αίσθημα της οικογένειας δεν είναι μονάχα
Το πιο διαδεδομένο μα και το πιο
Αηδιαστικό και μπορώ να σε γαμώ μπορώ να σε χτυπώ
Και παρόλ’ αυτά να είναι τόσο ευγενικό εμπρός παιδιά
Δεν πα να λένε έπειτα
Σκαρώνουν πνευματώδη λόγια και φάρσες
Μαθαίνουν πότε χρειάζεται το παραμύθι πότε το κομπλιμέντο
Διότι όλοι αυτοί οι κουραμπιέδες
Όταν μου τη βιδώνει να μην κάνω τίποτα με τον τρόπο τους
Επιχειρηματολογούν κι εκπλήσσονται
Επειδή τους ξερνάω κατάμουτρα
Επειδή σηκώνω τους ώμους αδιάφορα
Μπροστά στους βόες των γυναικών τους
Στα στεφάνια των κανακάρηδων τους
Στα διαμερίσματα της μπάκας τους
Επειδή εγώ δεν τα ‘χω καλά με το δήμαρχο ούτε με την πατρίδα
Επειδή εγώ δεν κρύβω τον τρόμο που μου προκαλούν
Επειδή

Δεν αγαπώ τους ανθρώπους

Σημειώσεις

(1)Η συλλογή Η αέναη κίνηση (Le mouvement perpétuel) αποτελείται από δύο ενότητες, την πρώτη ομώνυμη ενότητα και την δεύτερη υπό τον τίτλο Τα πεπρωμένα της ποίησης (Les destinées de la poésie). Η συλλογή εκδόθηκε το 1925 από τις εκδόσεις Gallimard. Εδώ ανθολογείται ένα ποίημα από κάθε ενότητα.
(2)Les plus pressés paraissent plus jeunes et les plus vieux paressent: το λογοπαίγνιο του στίχου παραμένει αμετάφραστο στα ελληνικά.
(3)païen : παγανιστής, ειδωλολάτρης.
(4)Στο πρωτότυπο intrigants, που συμφωνεί απόλυτα με την επωδό gants των προηγούμενων στίχων. Το λογοπαίγνιο είναι αδύνατο να αποδοθεί στα ελληνικά.
(5)Στο πρωτότυπο το flèche του προηγούμενου στίχου ομοιοκαταληκτεί με το lèche αυτού του στίχου. Επίσης το λογοπαίγνιο μένει αμετάφραστο.
(6)Όπως και προηγουμένως το extravagants του πρωτοτύπου ομοιοκαταληκτεί με το gants των προηγούμενων επωδών.
(7)La grande gaité, Gallimard, 1929.
(8)Selma Lagerlöf: σουηδέζα μυθιστοριογράφος (Νόμπελ Λογοτεχνίας 1909).
(9)Grazia Deledda: ιταλίδα μυθιστοριογράφος (Νόμπελ Λογοτεχνίας 1926).
(10)Διάσημη γαλλική οικογένεια λογίων, ακαδημαϊκών, διπλωματών κτλ.
(11)Mary Pickford: αγγλίδα ηθοποιός.
(12)François de Curel: γάλλος θεατρικός συγγραφέας.
(13)General Pershing: ο αρχιστράτηγος των αμερικανικών δυνάμεων στη Γαλλία κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
(14)Louis Barthou : γάλλος πολιτικός.