Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 13

Κείμενο : Εξ αφορμής

της Αναστασίας Γκίτση

Πόσο να γράφεις λέξεις που αρχίζουν να ξεφλουδίζονται στο ακράγγιγμα της πένας πάνω σε λευκό χαρτί και να μην δακρύζεις από ντροπή, για όλα αυτά που είπες κάποτε με λέξεις μα πράξεις δεν γίνανε; Το άυλον δεν ντύθηκε την βιωμένη στιγμή, παρά σε νεφελώδη ονειράματα απέμεινε σκιά, που ακολουθεί ασώματο κορμί την σκέψη. Το μοίρασμα που τόσο οι άνθρωποι φοβήθηκαν στο πετσί τους, αναγκάστηκαν, εν τέλει, να το νιώσουν στο μυχιαίτερο τους είναι σαν διχασμό.

Πόσο να συγκεντρώνεις βλέμμα που γειτνιάζει με κάθε είδους θέαση πραγμάτων χωρίς καθόλου να τα ελέγχεις και να μην σπαράζεις από νοσταλγία; Για όσα δεν κατέχεις πια, λες και ποτέ σου τα κατείχες! Κι η ανοησία των ανθρώπων πως ορίζουν την ζωή, καλά κρατεί. Μισοί σε μισή ζωή, με λέξεις δίχως έννοιες, αναντιστοιχίες των επιθυμιών και των πεπραγμένων, ανακόλουθοι της αλήθειας που θέλουν και της αλήθειας που προτάσσουν. Μια αλήθεια παλτό στα μέτρα μας, να την φέρουμε πότε από εδώ πότε από κει, ωσάν εταίρα που ηδονικά πλαγιάζουμε το βράδυ μαζί της και το πρωί απαρνιόμαστε με ενοχές για το μιαρό της αδυναμίας μας.

Τα ταξίδια που δεν κάναμε, απέμειναν παιδικό τραγουδάκι με χάρτινα σκευάσματα, οι σκέψεις που δεν υλοποιήσαμε γυμνές τριγυρνούν τις νυχτιές πάνω από το κρεβάτι μας, τουρτουρίζουν ξυπόλητες μοίρες ανέφικτες. Τα θέλω που κατάπιαμε μας πέσανε βαριά, δεν τα χωνέψανε τα πρέπει μας. Όσο για την αλήθεια που αναζητήσαμε την σκέπασε η ανακρίβεια της ιστορίας, προσωπική ή συλλογική, θαρρώ δεν έχει καμία απολύτως σημασία.

Και αν πάλι κάποιοι επιμένουν ακόμη να καταφεύγουν σε διεξόδους και σωτήριες λέμβους που τους ορίζουν οι έξωθεν από μηχανής θεοί ή θεές, δίχως στάλα να καταδύονται σε εσωτερικές μάχες και προσωπικές εκδορές, δεν τους χρεώνω πικρία καμία, χοϊκά πλασμένοι όλοι μας εξάλλου… κι εσύ που επιμένεις ακόμη να φτιάχνεις καραβάκια παιδικά από χαρτοπετσέτες και φύλλα τετραδίου, αν με δεις καμιά φορά να τριγυρνώ με την καμπαρντίνα μου στην Ναυαρίνου θα ‘ναι που έμαθα πια -κι ας μου πήρε καιρό- να μην αφήνω κενά στη ζωή παρά μόνο για ν’ αναπνεύσω ουρανό.  

Τίποτα λιγότερο τίποτα περισσότερο δεν θέλω να πω παρά αυτό που προτρεπτικά η Χατζηλαζάρου έγραψε μια φορά και έναν καιρό «Κάποτε θ’ανοίξω και τους δρόμους που μου ‘φραξαν οι αντιστάσεις μου. / Ναι. Ό,τι δεν φτάνει το χέρι, το ξεπερνάει η καρδιά μας».