Top menu

Θάνος Μούρραης-Βελλούδιος: Δυο σημειώσεις κι ένα σπάραγμα

agrafiotisvelloudios.jpg
Γράφει ο Δημοσθένης Αγραφιώτης

1. Α, οι Πρόγονοι! Ω, οι Επίγονοι!

Μεταξύ των πόρων, των πηγών και των αναφορών που είναι ικανές και αναγκαίες για να επιχειρηθεί επεξεργασία και κυρίως πραγμάτωση του μέλλοντος στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, η ανάκληση στο παρόν της ζωής και του έργου των προγόνων μας - από το κοντινό ή μακρινό παρελθόν – αποτελεί την πιο δοκιμασμένη επιλογή. Το ζήτημα όμως, ποιους προγόνους αξίζει ή πρέπει να επαναφέρουμε στον ορίζοντα του κοινωνικού βίου, παραμένει πάντα ανοικτό και αβέβαιο. Η επιστράτευση (εκ νέου) του αξιωματικού της αεροπορίας και εφευρέτη της Φαντασιομετρική τέχνης Θάνου Μούρραη (Murray) –Βελλούδιου (Θ. Μ – Β) εγγράφεται στην κριτική διερεύνηση όλων των πιθανών εμπειριών και προοπτικών, ως εν δυνάμει μεταβλητών στρατηγικών για ένα ουσιαστικά δημιουργικό μέλλον στην καλλιτεχνική επικράτεια, καθώς και στις υπόλοιπες άλλες.

2. Ο θαμώνας του καμπαρέ «Βολταίρος»

Ο Θ.Μ.–Β., μετά τη μαθητεία του στο σχολείο του Dada στη Ζυρίχη, και σε όλη τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα, με τις δράσεις, τα έργα και τα βιβλία του, με τις καλλιτεχνικές και βιωματικές του παρεμβάσεις και με τους τρόπους του βίου του, έδειξε το εφικτό ενός τρόπου ύπαρξης σε πολλαπλούς χώρους της καλλιτεχνικής και κοινωνικής σκηνής. Υπήρξε ήρωας του πολέμου της Μικράς Ασίας, από τους πρώτους αξιωματικούς της πολεμικής αεροπορίας, συνεργάτης στις Δελφικές γιορτές με τον Άγγελο Σικελιανό και την Εύα Πάλμερ (μουσική και χορός), γνώστης του αρχαίου ελληνικού πρότυπου ζωής, πιστός ωστόσο στον Χριστό και την Παναγία, εθνογράφος των υπαρκτών και ξεχασμένων τεχνών, εορτών και δρώμενων, θεωρητικός μιας τέχνης ντανταϊστικής έμπνευσης και παραγωγός έργων τέχνης από ευτελή υλικά, με ισχυρή όμως συμβολική δύναμη. Παρουσίασε το έργο του σε βιβλία, ή το εξέθεσε σε χώρους επίσημους και άσημους και καλλιέργησε την ήρεμη πρόκληση με δράσεις και παρεμβάσεις στην κοινωνική και καλλιτεχνική αρένα.

Σπάραγμα

Τα κείμενα που ακολουθούν είναι η απομαγνητοφώνηση μιας σειράς συνομιλιών που πραγματοποιήθηκαν ανάμεσα στον γράφοντα και στον Θάνο Μούρραη-Βελλούδιο στο πλαίσιο της εκπομπής Πνευματικό Περισκόπιο τον Ιούλιο του 1984. Τις συνομιλίες αυτές κατέγραψε σε κασέτες μαγνητοφώνου ο ίδιος ο γράφονυας, διασώζοντας, με τον τρόπο αυτό, και παραδίδοντάς μας ένα πολύτιμο ντοκουμέντο. Οι μαγνητοταινίες μεταγράφηκαν σε CD, αλλά η πάροδος των χρόνων και οι συνθήκες καταγραφής είχαν ως αποτέλεσμα σε πολλά σημεία να εμφανίζονται αλλοιώσεις και κενά.

Πρόκειται, ουσιαστικά, για σπαράγματα αυτών των εκπομπών, που διασώζουν, έστω και αποσπασματικά, τις απόψεις και τις γνώσεις του Θάνου Μούρραη-Βελλούδιου σε θέματα που ο γράφοντας θέτει και ερωτά.

Η κασέτα με τη χρονολογική ένδειξη 6/7/84 και 4/11/84 διασώζει ημιτελή την τελευταία από τρεις εκπομπές, που όπως αναφέρεται στην εισαγωγική εκφώνηση μεταδόθηκαν από την εκπομπή Πνευματικό Περισκόπιο στη διάρκεια μίας εβδομάδας, την οποία η συγκεκριμένη εκπομπή χαρακτηρίζει ως εβδομάδα ποικίλης ύλης, με γενικό θέμα Πνεύματα και ξωτικά του Δωδεκαημέρου.

Δ.Α. Με τη σημερινή εκπομπή κλείνει το ειδικό αφιέρωμα στη νεοελληνική παράδοση των καλκάδων, των καλικαντζάρων, των καλικαντζαραίων παγανών που για ολόκληρο το Δωδεκαήμερο, δηλαδή τη χρονική περίοδο που περιλαμβάνει τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα, συγκατοικούν μαζί μας, χωρίς την άδεια μας, χωρίς την προσοχή μας πια. Αυτή τη φανταστική, φαντασιακή συν-ουσιαστική και συγκατοίκηση, ο Θάνος Μούρραης-Βελλούδιος μας βοηθάει να μην την υποτιμήσουμε ολότελα. Είχαμε την ευκαιρία στις δύο προηγούμενες εκπομπές να αναφερθούμε σ' αυτό το γένος των καλικαντζάρων, στην προέλευσή τους, στην καταγωγή τους, στη δραστηριότητά τους, στον τρόπο που εμπλέκονται στην καθημερινότητα αυτές τις μέρες, που όπως είπαμε είναι η περίοδος του Δωδεκαημέρου. Δώσαμε μερικά χαρακτηριστικά αυτής της φυλής των πνευμάτων, των ξωτικών, και νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό να δώσουμε και μερικά παραδείγματα από αυτά τα πλάσματα που έρχονται μαζί μας για τόσο λίγο, ή μάλλον που ερχόντουσαν κάποτε, να ταλαιπωρήσουν ή να ευχαριστήσουν τους συμπατριώτες μας, όταν η Ελλάδα ήταν ακόμα μια αγροτική κοινωνία. Θα ήθελα να αρχίσουμε, αν και εσείς συμφωνείτε, με τον Μίδα

Θ.Β. Α, ναι, ναι, αυτός είναι ο Μανδρακούκος, Ζυμαρομύτης, Παρορίτης. Είναι αρχηγός. Κρατάει για σκήπτρο την ποιμαντορική γλίτσα του, συχνάζει στα μαντριά και στα βοσκοτόπια στα βουνά. Φοράει σαν αλουργίδα την παπλωματένια κάπα, την αιγίδα του, και σέρνει τα μονοκόμματα, ατόφια τσαρούχια του. Η σκούφια του, που την έχει υφάνει μόνος του από γουρουνότριχες, δεν φτάνει να σκεπάσει τα αυτιά του, που είναι σαν του Μίδα, είναι μεγάλα σαν του Μίδα της Φρυγίας. Είναι ο γνωστός φρυγικός σκούφος. Η μακριά μύτη του κρέμεται σαν σκληρομάλακο ζυμάρι. Τα ανθρωπόφτερα μανικοκάβλια του έλυτρα τον σηκώνουν στον αέρα. Στον καπνοδόχο του τζακιού είναι έτοιμο ένα χριστόψωμο. Δίπλα στη φωτιά, στη στια, είναι το ρόι του λαδιού και ένα τρύπιο παλιοτσάρουχο για να το κάψουνε∙ η μυρωδιά του διώχνει τους καλικαντζάρους. Η οικογένεια του χωρικού ετοιμάζεται να γιορτάσει το Πάσχα των χοιρινών, δηλαδή τα Χριστούγεννα, με το χοιρομέρι στο τραπέζι και τα λουκάνικα στη χύτρα. Ο Μανδρακούκος ρίχνει ένα τσιγκέλι από την καπνοδόχο και τραβάει τα λουκάνικα από τη χύτρα που βράζει. Όλοι σταυροκοπιούνται, και ο χωρικός που φοράει ντουλαμά* αρπάζει το θυμιατήρι για να θυμιατίσει. Ο γιος του, που φοράει μπαμπάρτσικα τον αγκαλιάζει, και η μαύρη γάτα νιαουρίζει κι αυτή φοβισμένη. Τα χαλαρόκουδουνα που αποτονίζονται επίσης, ροκάνια, κυπριά και τα λοιπά, από την Κύπρο, βρίσκονται πάντοτε σε χρήση, κουδουνίζονται χωρίς σταμάτημα, και στη βοσκή της μέρας και στο σκάρο της νύχτας, απ' άκρη άκρη σε ολόκληρη την Ελλάδα, στο πνεύμα και στον πολιτισμό της οποίας ανήκει το νησί αυτό.

Δ.Α. Δυστυχώς από το ραδιόφωνο δεν μπορούμε να δείξουμε αυτή την εικόνα που έχετε κάνει στο βιβλίο, γιατί το ραδιόφωνο δεν μας δίνει την ευκαιρία να δείχνουμε εικόνες, αλλά απλώς να μιλάμε για τις εικόνες. Αλλά ας πάρουμε ένα δεύτερο δρώντα καλικάντζαρο, αυτόν που κατά κάποιον τρόπο κατάγεται από τον Πάνα.
Θ.Β. Α, ναι είναι ο Τραγοποδιάρης Μιρδάκης. Ο Ησύχιος, λεξικογράφος του 3ου ή 4ου αιώνος αναφέρει τον αρχαίον ελληνικόν Σμόρδακα, ο οποίος είναι εκπροσώπησις του Πανός, ο οποίος εφορμά στα ποίμνια και τους δίνει τον πανικό. Εδώ το κέφι του είναι πειρακτικό και σκανταλιάρικο. Ρουθουνίζει με ιερή μανία στον αέρα, η ματιά και η φωνή του είναι τραγικές, δηλαδή σαν του τράγου, και χοροπηδάει μαγαρίζοντας δεξιά και αριστερά τα ξεσκέπαστα φαγώσιμα των γιορτών. Η λύρα και τα πορτοκάλια που απεικονίζονται υποδηλώνουν την ύπαρξη του Πάνα και στην Κρήτη. Τα μελομακάρονα τα έφεραν για πρώτη φορά απ' τη Φοινίκη, γι' αυτό τα λένε και φοινίκια. Τα σουτζούκια από κρέας και τα γιορταστικά του μούστου τα συνήθιζαν οι Σελτζούκοι, αυτοί που είχαν εισβάλει στην Μικρά Ασία προ των Οσμανληδών.

Δ.Α. Υπάρχουν όμως και θηλυκού γένους καλικάντζαροι. Θα μπορούσαμε να δώσουμε ένα παράδειγμα;
Θ.Β. Ναι, βέβαια, υπάρχουν οι καλικαντζούδες. Ναι, βέβαια, είναι η επιβίωση της Βελβεντζούς τρίμουρης τζόγιας, που έχει φτάσει έως τις μέρες μας μέσα από τις χιλιετίες, της. τριπρόσωπης Εκάτης, δηλαδή των φασμάτων Βαρβώ, Μορμώ και Καρκώ σε ένα πρόσωπο και σε ένα κατεξοχήν νυκτόβιον ον.

Δ.Α. Ένα άλλο παράδειγμα;
Θ.Β. Άλλη καλικαντζού είναι η Πικασόμπρα Ζεμπεκάνα. Πι είναι μία λέξις ο λαός κασόμπρ** λέει ορισμένες γυναίκες ελαφρών ηθών, που αρχίζει με άλλη λέξη το όνομά τους με πι.

Δ.Α. Κι εσείς κάνατε τη σύνθεση του πι και της κασόμπρας και έγινε πικασόσμπρα.
Θ.Β. Ναι, διότι δεν ήθελα να πω πόρνη κασόμπρα. Χορεύει ζεϊμπέκικο, δηλαδή τον αρχαίο ελληνικό αρτοζήνα και ετοιμάζεται να πάρει τις ανάλιες***, δηλαδή να ενισχυθεί στο εκούσιο πάθος του κατανυκτικού χορού, τον οποίο προσεύχεται, γονατίζει δηλαδή για να πάρει νέες δυνάμεις από τη μητέρα γη αγγίζοντάς την όπως ο αρχαίος Ανταίος∙ προβάλλεται γενναία εις τον μεταξύ χρόνου και διαστήματος χώρο, πέραν από το καλό και το κακό. Με τα εφόδια αυτά προκρίθηκε σαν αβλαβής για την απεικόνισιν αυτή η χρησιμοποίηση της τεχνοτροπίας των μοντέρνων ζωγράφων, με επικεφαλής τον Πικασό.

Δ.Α. Αν είχαμε βέβαια την ευκαιρία να δείχναμε την εικόνα στους ακροατές μας, τότε θα βλέπανε ότι αυτό το θηλυκό πλάσμα που το ονομάσατε Πικασόμπρα Ζεμπεκάνα είναι ζωγραφισμένο στην εικόνα με μια έμπνευση καθαρά πικασική. Θα έβλεπε κανείς πολύ εύκολα ότι αυτό το εικονικό σύνθεμα που μας δίνει τη Ζεμπεκάνα Πικασόμπρα εμπνέεται από τον Πικάσο, και έτσι ξαναβρίσκουμε μια δεύτερη εξήγηση, μια δεύτερη συμπληρωματική εξήγηση του τίτλου που είχατε δώσει προηγουμένως, Πικασόμπρα Ζεμπεκάνα.
Θ.Α. Το όνομα Πικασόμπρα παλιό […] μπορεί να προέρχεται από τους μεσαιωνικούς Φράγκους κατακτητές, γιατί αυτοί έχουν το ίσκιωμα, ombre, που σπάει casse, δηλαδή το πνεύμα του μοχθηρού Γασμούλου που θέλει να διαλύσει τις γεμάτες φαντασία συνθέσεις ή αντικείμενα και σκεύη των καλών ανθρώπων. Ο Πικασό επιδίδεται αδιστάκτως εις την απεικόνισιν και σύνθεσιν τερατουργημάτων που έχουν πέραση από ένα είδος σνομπισμού, συγχεομένου με τον προοδευτικόν προοδευτισμόν διαφόρων ανθρώπων που θέλουν να φαίνονται προοδευτικοί και πληρώνουν ακριβότατα σαν κορόιδα όλες αυτές τις εικόνες.

[…]

Τεχνική απομαγνητοφώνηση: Φαίδων Χατζηαντωνίου
Γλωσσική απομαγνητοφώνηση και επιμέλεια κειμένου: Ελένη Πολυβίου