Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 31

Η προσπάθεια, Μέρος 3ο - Στήλη της Άτης Σολέρτη

The way out or Suicidal ideation

The way out or Suicidal ideation

Μία μικρή, αιφνιδιαστική και γρήγορη κίνηση ήτανε πλέον αρκετή για να προσδώσει στην αύρα του αέρα εκείνη τη στιγμή, μια άλλη αίσθηση ανείπωτης τόλμης και απροσδόκητης ικανοποίησης… και να γεμίσει επιτέλους μ’ αυτή,τη μαύρη σκιά που με συντρόφευε. Τώρα πλημμυρισμένη μ’ εκείνο το απερίγραπτο κι ίσως εφήμερο συναίσθημα μιας ολωσδιόλου απροσδιόριστης ευφορίας μπόρεσε στιγμιαία να ρίξει το βλέμμα πίσω στη νικηφόρα της πορεία. Που ήταν και δική μου. Ναι! Είχα καταφέρει επιτέλους να απωθήσω τα φίδια που έπλεκα σε κάθε μου βήμα, εκείνα τα γλοιώδη συριστικά πλάσματα που ωθούσαν σε λαβύρινθο κάθε μου σκέψη. Είχα καταφέρει να ανοίξω επιτέλους την πόρτα μίας ακόμα διάφανης φυλακής που καθρέφτιζε εικονικά διλήμματα, μαύρες σκιές και λευκά είδωλα.

Η μαύρη νυχτερίδα ήταν επιτέλους ελεύθερη! Η δίδυμη λευκή της με το ξαφνικό άνοιγμα της πόρτας του κλουβιού εξαφανίστηκε χωρίς κανείς να διαμαρτυρηθεί (ούτε η φωνή που επιβλητικά είχε πρωτύτερα αρθρώσει το πρόσταγμα της σκέψης της) αφήνοντας μία ειρωνική κραυγή στον αέρα χρωματίζοντας και μ’ εκείνη, αυτή την αίσθηση ικανοποίησης που είχε ήδη εισχωρήσει μέσα μου. Το πέταγμά της ήταν δυνατό, έντονο, εκκωφαντικό, αφήνοντας ωστόσο έναν απόηχο προκλητικό. Μου φάνηκε πως έδινε κρυφά μία υπόσχεση για μια επόμενη συνάντηση το ίδιο αινιγματική. Ίσως όμως και να ‘ταν μία πρόσκληση αυτό που άφηνε ενώ απομακρυνόταν, για κάποια άλλου είδους τελετή. Το πάντρεμα που πάσχιζε εξάλλου προηγουμένως να κατορθώσει, είχε παταγωδώς αποτύχει.

Ένας λευκός ιστός από μαύρες αράχνες καλωσόρισε το πρώτο νικηφόρο βήμα εκτός του κατάλευκου εκείνου δωματίου κι ύστερα μια ταράτσα σκοτεινή, ανοιχτή από κάθε μεριά της έκανε την εμφάνισή της, καλώντας τον χαμένο, δειλό και αποπροσανατολισμένο επισκέπτη της να πατήσει σύρριζα κάθε λεπτή της άκρη, να γευτεί λαίμαργα την περίοπτη θέα της, να νιώσει μέσα από κάθε απομακρυσμένη εσοχή της τις μετουσιωτικές ιδιότητες του περιβάλλοντος ψυχρού αέρα, τις ικανές να σφραγίσουν για πάντα εκείνη τη μοναδική αίσθηση της ανάμειξης της ύλης με το απόλυτο, χαοτικό κενό, αφυπνίζοντας ύπουλα τη μαγική αίσθηση μιας επικείμενης πτώσης.
   
Πάντα μου προκαλούσε περιέργεια η αίσθηση μιας τέτοιας εμπνευσμένης αιώρησης, η αίσθηση μίας υποτυπώδους μορφής ελευθερίας που στην ουσία ήξερα πως δεν θα διαρκούσε παρά μόνο κάτι λίγα δευτερόλεπτα. Κι ύστερα… ίσως το μόνο που θα άλλαζε πραγματικά να ήταν το χρώμα του φόντου μου. Αυτή τη φορά, το πιθανότερο είναι να βρισκόμουν σ’ ένα κατάμαυρο δωμάτιο βασανιστηρίων. Το ίδιο γνώριμων, το ίδιο σαρκαστικών και ανυπόφορων. Κι εγώ πάλι στη μέση. Θα ‘μουν και πάλι εκεί. Και θα περίμενα…

Έτσι φρικτά αιωρούμενος στον απόηχο κι άλλων δίδυμων σκέψεων αφέθηκα για ώρες… Και πάλι. Γαντζώθηκα σ’ εκείνες σαν να ‘ταν σύρματα από καλώδια ηλεκτροφόρα. Ο αέρας έκανε τον νου να σφυρίζει τρομαγμένα, τους παλμούς της καρδιάς να χτυπάνε μανιασμένα, το σώμα να τεντώνεται νευρικά. Μπορεί να τρελαινόμουν. Σκέφτηκα στιγμιαία να υποκύψω ολοκληρωτικά σ’ αυτή τη ναρκοφόρα πτώση. Όμως τα δάχτυλά μου είχαν παγώσει. Δεν έλεγαν με τίποτα να ιδρώσουν, να χαλαρώσουν, ν’αφήσουν το βαρύ σώμα σα φίδι να γλιστρήσει, να το βοηθήσουν να φτάσει σ’ εκείνο τοχωμάτινο ενεδρεύον κενό. Έπρεπε ναμε σπρώξουν. Να μ’ απελευθερώσουν! Να με βοηθήσουν να φτάσω σ’ εκείνο το χωμάτινο τίποτα. Μα εκείνο το μαύρο τέλος που ανυπόμονα πρόσμενα και που επίμονα από κάτω με κοιτούσε, έμοιαζε να ‘χε λήξει. Τι να υποκινούσε άραγε αυτή τους την αντίδραση; Τι θα μπορούσε τόσο πονηρά να συνωμοτήσει μαζί τους αποτρέποντας μια δράση σαν αυτή που όριζε η κλίση μου;Ίσως να ήταν κάποιο πιόνι που κινούσε τα νήματα αυτή τη φορά, κάποιος λευκός στρατιώτης, πιστός παραμένοντας σε ένα ακόμα μοιραίο σκακιστικό παιχνίδι. Ίσως και να υπήρχε κάτι που φοβόταν. Κάτι που ίσως να φοβόμουν κι εγώ και που φοβάμαι ακόμα. Κάτι που ήξερα. Κάτι που σκέφτηκα και ζύγισα.Όμως υπήρχε και πάλι κάτι που δεν ήθελε να δώσει απάντηση ούτε και τώρα. Ένα αδιέξοδο καταναγκαστικό. Μαύρο και μίζερο. Με βάθος λευκό. Δεν θέλω! Ούτε τι σκέφτομαι δεν ξέρω, ούτε τι θέλω. Σταματήστε γιατί κάτι θα λείψει! Το νιώθω, θα φύγει! Βοήθεια! Τι γίνεται; Τι κάνω; Πρέπει κάτι να πιάσω! Να φτάσω πρέπει! Να φτάσω! Πρέπει να γυρίσω πίσω! Πρέπει να ξυπνήσω! Να ξυπνήσω! Να ξυπνήσω πρέπει, να μαζευτώ!