Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 33

Ηλίας Μαγκλίνης: "Προσπαθώ να γεμίσω το κενό με ιστορίες, αφηγήσεις"

μαγκλίνης

Συνέντευξη στην Τίνα Πανώριου

Συνομιλήσαμε με τον δημοσιογράφο Ηλία Μαγκλίνη, με αφορμή την έκδοση του μυθιστορήματός του "Πρωινή γαλήνη" (εκδόσεις Μεταίχμιο 2015).

Η "Πρωινή Γαλήνη", ο τίτλος του βιβλίου σας, είναι η ονομασία της Κορέας. Μιλάει για εκείνον τον παλιό, ξεχασμένο εν πολλοίς πόλεμο στη δεκαετία του ΄50, και αναρωτιέμαι πώς σας προέκυψε αυτό το θέμα. Ήταν επιθυμία σας να αφηγηθείτε την ιστορία του ιπτάμενου βετεράνου πατέρα σας, ήταν μια ανάγκη σας να τον ευχαριστήσετε για τα όσα είχε προσφέρει και ίσως ποτέ δεν αναγνωρίστηκαν ως όφειλαν;
Να πω τη μαύρη αλήθεια, ναι μεν η βασική ιδέα προήλθε από το γεγονός πως ο πατέρας μου ήταν εκεί, στην Κορέα ως μάχιμος ιπτάμενος, στα νιάτα του, ωστόσο, δεν ήθελα εδώ να αφηγηθώ τη δική του ιστορία και πολύ περισσότερο να τον ευχαριστήσω με οποιονδήποτε τρόπο και για οποιονδήποτε λόγο. Ερευνώ αυτή την υπόθεση από 28 χρονών και μου πήρε πολλά χρόνια να αποστασιοποιηθώ από την πατρική σκιά και να καταφέρω να γράψω μια ιστορία μυθοπλασίας γι’ αυτήν. Είμαι τρομερά επικριτικός με τα βιβλία μυθοπλασίας που γράφονται από αίσθημα οφειλής, αφιέρωσης και αγιοποίησης. Η «Πρωινή Γαλήνη» δεν επιθυμεί να δικαιώσει κανέναν απολύτως και ο μόνος λόγος ύπαρξής της είναι να σταθεί ως μια καλοειπωμένη, συναρπαστική ει δυνατόν, αφήγηση ανθρώπινων ονείρων και πόθων. Δεν είναι η ιστορία του πατέρα μου, πραγματολογικά μιλώντας, παρά μόνον στο μέτρο που ο ήρωάς της θέλει να γίνει αεροπόρος, κάνει τα πάντα για να γίνει δεκτός στη Σχολή Ικάρων και φτάνει ως εκπαιδευόμενος μέχρι την Αμερική. Όλο όμως το βιογραφικό του υπόβαθρο δεν έχει καμία σχέση με εκείνο του πατέρα μου πολύ περισσότερο με την εξέλιξή του από την Αμερική κι έπειτα. Ο κόσμος της πολεμικής αεροπορίας της δεκαετίας του ’40 και ο πόλεμος της Κορέας ήταν μέσα στο σπίτι μου κι ας μη μιλούσε για όλα αυτά ο πατέρας μου. Υπήρχαν φωτογραφίες, έγγραφα, παράσημα –σιωπηλά ντοκουμέντα που με συνάρπαζαν και μου έδειχναν πως εδώ υπάρχει υλικό εξαιρετικό για λογοτεχνία– και ανεξερεύνητο. Πυροδοτούσε τη φαντασία μου και ανακάτευε όμορφα τη μνήμη μου. Και όταν άρχισα την έρευνα – μια κατ’ εξοχήν δημοσιογραφική στη φύση της έρευνα– ξέφυγα σιγά σιγά από την ιστορία του πατέρα μου και ανακάλυψα ένα σωρό δραματικές, κωμικές και σίγουρα μυθιστορηματικές αληθινές ιστορίες από τις δεκάδες των βετεράνων, Ελλήνων και ξένων, με τους οποίους συνομίλησα. Πάνω απ’ όλα όμως γύρευα έναν στέρεο αφηγηματικό καμβά. Η αεροπορία και ο πόλεμος είναι το υπόβαθρο, το σκηνικό, η αφορμή, όχι το θέμα. Το θέμα είναι η υπέρβαση των ατομικών μας ορίων, η υπέρβαση του εαυτού, η διάνοιξη του κόσμου μας, η επέκταση των οριζόντων μας.

Έχετε ταξιδέψει τρεις φορές στην εξωτική -για μας- αυτή χώρα. Ποια αίσθηση σας άφησε η σημερινή Κορέα;
Είναι όντως εξωτική χώρα. Είναι επίσης μια χώρα που τα κατάφερε, με πολύ κόπο, ιδρώτα και αίμα, να γίνει μια από τις ισχυρότερες οικονομίες στον κόσμο. Ο πατέρας μου έβλεπε, θυμάμαι, στην τηλεόραση τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ, το 1988, και έτριβε τα μάτια του. Είχε αφήσει πίσω του ένα σεληνιακό τοπίο κι έβλεπε τότε μια πόλη φουτουριστική. Έχει όντως κάτι φουτουριστικό η Σεούλ, όπως το Τόκιο της Ιαπωνίας τηρουμένων των αναλογιών. Οι Κορεάτες αισθάνονται λίγο στριμωγμένοι ανάμεσα στην Κίνα και την Ιαπωνία, μα διεκδικούν με ιδιαίτερο δυναμισμό την ταυτότητά τους στη διεθνή αρένα, όχι μόνο στη βιομηχανία και την τεχνολογία μα και στις τέχνες – παράδειγμα, το σινεμά τους, το ντιζάιν, οι εικαστικοί καλλιτέχνες τους και οι εξαιρετικοί σολίστ κλασικής μουσικής που έχουν αναδείξει. Τα σημάδια του πολέμου δεν είναι πια ορατά, ωστόσο, δύο ώρες απόσταση από τη Σεούλ είναι τα σύνορα με τη Βόρεια Κορέα όπου η ατμόσφαιρα, και τις τρεις φορές που τα επισκέφθηκα, ήταν εξαιρετικά τεταμένη. Θυμίζω πως το 1953, όταν έληξε ο πόλεμος, δεν υπογράφηκε ειρήνη αλλά ανακωχή. Έως σήμερα δεν υπάρχει επισήμως ειρήνη στην κορεατική χερσόνησο.

Όμως για τη μαγεία των νεφών που διαπνέει όλη τη γοητευτική αυτή ιστορία σας μίλησε κι ο αδελφός σας Νίκος, ιπτάμενος της Ολυμπιακής. Πώς κι εσείς δεν διαλέξατε μια ανάλογη πορεία και «κλειστήκατε» μέσα σε ένα δημοσιογραφικό γραφείο;
Πήγαινα για πιλότος. Για περίπου δύο χρόνια, όλα μου τα σχέδια ήταν προσανατολισμένα προς αυτή την κατεύθυνση: να γίνω ιπτάμενος χειριστής στην Ολυμπιακή Αεροπορία και στο περιθώριο των πτήσεων (οι πιλότοι δούλευαν με πολλά off, κάποιες ημέρες δηλαδή δεν πετούσαν καθόλου για ξεκούραση), να γράφω τα βιβλία που ονειρευόμουν να γράψω. Στην τελευταία τάξη του λυκείου, τελικώς, έγινε η μεγάλη ανατροπή. Αφοσιώθηκα στα βιβλία – στις νοερές πτήσεις. Δεν το μετάνιωσα.

Γεννηθήκατε στην Κινσάσα [έχω καρδιακούς φίλους αποκεί], καθώς ο πατέρας σας πήγε εκεί για αποστολή. Τι θυμάστε από εκείνα τα χρόνια πιο έντονα; Χρώματα, αρώματα - έχετε ξαναταξιδέψει έκτοτε στο Κονγκό;
Το Κονγκό είναι μια μεγάλη οικογενειακή ιστορία. Όταν αναγκαστήκαμε να φύγουμε με τους γονείς μας, ήμουν μικρός και οι αναμνήσεις οι δικές μου είναι περισσότερο εικόνες, θραύσματα, «φλασιές». Θυμάμαι καλά την νταντά μου, τη Ρεζίν, από την Κινσάσα. Με τάιζε την παραδοσιακή μανιόκα, ένα λευκό μάγμα από πατάτα νομίζω, που ο αδελφός μου έβρισκε αηδιαστικό. Όλοι μου λένε πως η πρώτη μου γλώσσα ήταν τα Λινγκάλα, η τοπική διάλεκτος, διότι σε αυτή τη γλώσσα μου μιλούσε η Ρεζίν μα δεν θυμάμαι τίποτα δυστυχώς. Θυμάμαι ακόμα μια λίμνη και κροκόδειλους αραχτούς στις όχθες, ακίνητους, με τα στόματά τους ορθάνοιχτα, άγνωστο γιατί. Και, βέβαια, στο πατρικό μου στη Γλυφάδα, όπου μεγάλωσα, περιστοιχιζόμουν από μάσκες και είδωλα, ακόντια, τόξα, βέλη, έναν βαλσαμωμένο κροκόδειλο και ελεφαντόδοντα που ξεφορτωθήκαμε με τον αδελφό μου μετά τον θάνατο των γονιών μας. Άλλες εποχές εκείνες, πολύ κακές δυστυχώς για τους ελέφαντες. Δεν έχω καταφέρει να επιστρέψω εκεί μολονότι έκανα κάποιες προσπάθειες. Η χώρα είναι σε πολύ κακή κατάσταση.

Βιοπορίζεστε από τη δημοσιογραφία, γράφετε όμως ιστορίες που σας προσφέρουν τι περισσότερο; Μια φυγή; Και παντρεύεται τελικά η δημοσιογραφία με τη συγγραφή;
Φυγή δεν θα το έλεγα. Καταβύθιση μέσα στο ρευστό υλικό της πραγματικότητας περισσότερο και με έναν τρόπο που αδυνατεί να το κάνει η δημοσιογραφία. Ίσως να μου καλύπτεται έτσι μια βαθιά, εσωτερική έλλειψη, μια αδιόρατη, ακαθόριστη απουσία που με συντροφεύει σαν σκιά. Δεν μπορώ να την ονοματίσω αλλά πάντοτε κάτι λείπει και προσπαθώ να γεμίσω το κενό με ιστορίες, αφηγήσεις.  Δεν ξέρω αν παντρεύονται η δημοσιογραφία με τη λογοτεχνία. Πιστεύω πως όχι, και προσωπικά κινούμαι με αυτούς τους δύο ρόλους αυστηρά διαχωρισμένους, όσο κι αν μερικές φορές η μία δίνει ερεθίσματα στην άλλη. Οι λειτουργίες τους όμως είναι αντίστροφες.

Αφιερώνετε τη Γαλήνη στην κόρη σας Ερατώ και στη μαμά της. Τα δείχνετε τα γραπτά στη γυναίκα σας πριν πάνε στον εκδότη ή περιμένετε να βγουν στα βιβλιοπωλεία;
Ναι, η γυναίκα μου, Ελισάβετ, είναι ο πρώτος μου αναγνώστης. Ελπίζω κάποτε η κόρη μου, Ερατώ (το όνομα της μητέρας μου), να γίνει ο δεύτερός μου αναγνώστης.

Ο εξαιρετικός τύπος-θείος του βιβλίου σας, ο αμφιλεγόμενος Προκόπης, είναι υπαρκτό πρόσωπο; Γιατί έτσι τουλάχιστον μοιάζει.
Όχι, καθόλου. Είναι απολύτως επινοημένο. Εμπνέεται ωστόσο αμυδρά από έναν αδελφό της γιαγιάς μου, από την πλευρά του πατέρα μου, τον Γιώργο Μπίλιο, ο οποίος συνελήφθη από τα Τάγματα Ασφαλείας και εκτελέστηκε από τους Γερμανούς το 1944. Ο Γιώργος Μπίλιος και ο κουνιάδος του, ο παππούς μου, από την πλευρά του πατέρα μου, ο Νίκος Μαγκλίνης, ο οποίος δολοφονήθηκε επίσης το 1944 από την ΟΠΛΑ στο Αγρίνιο, είναι το θέμα ενός από τα επόμενά μου βιβλία.  

Η χώρα μας, τότε που εκτυλίσσεται η ιστορία σας, στροβιλιζόταν στα άγρια απόνερα του Εμφυλίου. Μα δεν έχει σταματήσει -δυστυχώς- αυτή η δίνη ακόμα και σήμερα, δεν συμφωνείτε;
Ευτυχώς απέχουμε πολύ από το μίσος εκείνης της τρομερής εποχής, αλλά τα βαθύτερα σύνδρομα είναι σε έναν βαθμό ακόμα εδώ. Το είδαμε με την οικονομική κρίση αυτό νομίζω. Και είναι λογικό• σε αντίθεση με το τι πιστεύουν οι περισσότεροι, η χρονική απόσταση είναι πολύ μικρή. Αφήστε δε που δεν είχαμε ως έθνος τον χρόνο και την άνεση να στοχαστούμε σοβαρά πάνω στον Εμφύλιο παρά πολύ όψιμα στη μεταπολίτευση. Μέχρι πριν ελάχιστες δεκαετίες ο Εμφύλιος εξαντλούνταν σε δαιμονοποιήσεις και αγιοποιήσεις είτε της μίας είτε της άλλης πλευράς. Από το 1990 και μετά, σιγά σιγά, αρχίσαμε να αναστοχαζόμαστε με μια κάποια σοβαρότητα πάνω στο τι συνέβη τότε, πώς και γιατί.

Πηγαίνοντας πίσω, από πότε αλήθεια καταλάβετε ότι θέλετε να γράφετε;
Από τα χρόνια του Δημοτικού. Στην αρχή, έγραφα με δικά μου λόγια ταινίες που έβλεπα στο σινεμά. Πολύ σύντομα άρχισα να επινοώ δικές μου ιστορίες μιμούμενος όμως ξένα σίριαλ που έβλεπα στην τηλεόραση, τις «Ρίζες», το «Ολοκαύτωμα» και τη «Μάχη», και τα πρώτα βιβλία που διάβασα, Ιούλιο Βερν και τη σειρά επιστημονικής φαντασίας των εκδόσεων Κάκτος.

Έχετε κάνει πολλά ταξίδια για λόγους διάφορους. Ποιο μέρος σάς συγκίνησε πιο πολύ;
Δύσκολη ερώτηση• σπουδαία εμπειρία ήταν η διανυκτέρευση στην κοινότητα των Ινδιάνων Μακά στο Σιάτλ το 2006, όπως επίσης η διαμονή μου σε οικογένεια Αφροαμερικανών στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα, την ίδια χρονιά, στον αμερικανικό νότο. Ένα από τα ωραιότερα και πιο συγκινητικά ταξίδια ωστόσο που έχω κάνει, τον πρώτο καιρό της σχέσης μου με τη γυναίκα μου, ήταν το 2012, ένα οδοιπορικό με ΚΤΕΛ στην Τουρκία: Σμύρνη-Αφιόν Καραχισάρ-Ικόνιο-Εσκί Σεχίρ-Προύσα-Κωνσταντινούπολη. Δεκατρείς μέρες. Ένα ταξίδι στα χνάρια, λίγο πολύ, του παππού μου, από την πλευρά του πατέρα μου, που υπηρέτησε στρατιώτης στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Άλλο βιβλίο - και αυτό προσεχώς.

Τελειώνοντας την "Πρωινή γαλήνη", βάζοντας τελεία, τι αισθανθήκατε; Μια λύπη ίσως που αφήσατε τους ήρωές σας διά παντός;
Δεν θα το έλεγα. Είχα μια ικανοποίηση, μια ανακούφιση. Ήθελα να γράψω ένα καθαρόαιμο μυθιστόρημα με σφιχτή πλοκή, με στοιχεία δράσης και περιπέτειας, και το κατάφερα – καλά ή κακά, θα το κρίνουν άλλοι. Πάντως είναι αυτό που σε έναν βαθμό ήθελα να είναι. Βλέπετε, ποτέ αυτό που βγαίνει στο χαρτί δεν είναι ακριβώς αυτό που ονειρεύτηκες, δεν ξέρω γιατί. Ίσως διότι η γλώσσα είναι κάτι τόσο ρευστό. Θα έλεγα πάντως πως η «Πρωινή Γαλήνη» είναι το πιο ολοκληρωμένο μου βιβλίο παρά τις φλυαρίες της εδώ κι εκεί. Προσπάθησα πολύ να μην είναι πληκτική διότι πιστεύω ακράδαντα πως δεν γράφουμε για τον εαυτό μας. Γράφουμε ΑΠΟ τον εαυτό μας και δίχως να κάνω καμία παραχώρηση ή έκπτωση, έχω κατά νου τον αναγνώστη: όχι να του δώσω μασημένη τροφή αλλά τροφή για σκέψη και συγκίνηση. Δεν χρειάζεται τρικλοποδιές ο αναγνώστης• συνενοχή χρειάζεται με τον συγγραφέα.