Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 31

Διπλωμένες ψυχές του Γιώργου Τσάρου

τσάρος

Διπλωμένες ψυχές, μυθιστόρημα, Γιώργος Τσάρος, εκδόσεις Παρέμβαση 2015

Ξεκινώ την ανάγνωσή μου των «Διπλωμένων Ψυχών» κάπως inmediares, δηλαδή από τη μέση τους ή από κάπου προς στο τέλος τους, γιατί εκεί κυρίως εντοπίζεται το ζητούμενο στη δική μου ιδιωτική, ας το πούμε, θεωρία της λογοτεχνίας (δανείζομαι το όρο από το πρόσφατο ομότιτλο βιβλίο αφορισμών του Αχιλλέα Κυριακίδη).  Αναζητά, λοιπόν, αυτή, και αναμοχλεύει, τα σημεία εκείναστα διάκενα της γραφής όπου το κείμενο σιωπά. Ή, λέει σιωπώντας. Σ΄ αυτά που δε λέει πρωτίστως, παρά σ΄αυτά που λέει, ή, παρά του ότι κι αν λέει, εν τούτοις ταυτόχρονα αποσιωπά και όχι απαραίτητα ενσυνειδήτως, αφού από τη στιγμή που εγκαταλείπει την πένα (ή το πληκτρολόγιο) του συγγραφέα, το οποιοδήποτε κείμενο αποκτά μια τελείως δική του ζωή, αφήνοντας (προσφέροντας) πλέον εαυτό σε πολλαπλές αναγνώσεις. Τόσες, όσοι και τα αναγνωστικά μάτια που θα το οργώσουν. Υπάρχουν αρκετές τέτοιες ιδιαίτερες στιγμές αυτοσυνειδησίας στις Διπλωμένες Ψυχές του Γιώργου Τσάρου και είναι οι στιγμές εκείνες, που το γράφον υποκείμενο έρχεται αντιμέτωπο με το άφατο, το μη αναπαραστάσιμο της εμπειρίας αυτού που ονομάζουμε ετεροκαθορισμό στην όποια σχέση του με τον «Άλλο», στο τώρα τις αφήγησης:

Μέσα στο λεωφορείο… άρχισα να αισθάνομαι αναστάτωση. Μια εντονότατη δυσφορία άρχισε να με καταβάλλει. Ένα δριμύ ρίγος απλώθηκε στο κορμίμου… Άρχισα να σπαρταρώ… Ένα πλήθος αμείλικτων εσωτερικών ερωτημάτων είχε αρχίσει να ξεπηδά άναρχα από μέσα μου και να εναντιώνεται με σφοδρότητα στον εαυτό μου. Δε μπορούσα να τα ελέγξω… Ήταν ολότελα ξένα απέναντι σ΄ αυτό που ορίζουμε ως «εαυτός» μας… Κατέβηκα βιαστικά στη επόμενη στάση και μέσα σ’ ένα μικρό αλσάκι για παιδιά έβγαλα τα σωθικά μου. Αφού δεν είσαι ερωτευμένος, γιατί είσαι μαζί της; (σελ. 201)

Αλλά και στη σελίδα 154, εκεί όπου διακόπτεται η γραμμική αφήγηση και παρεμβάλλεται ένα αινιγματικό κείμενο, που προ-οικονομεί, μεν, την αυτοκτονία του χαρακτήρα Μποέμ, θα μπορούσε, δε ωστόσο, να είναι ενδεικτικά αυτοαναφορικό ενός διχασμένου αφηγηματικού υποκειμένου:

Δύο τα ξημερώματα… Ακόμη μια δύσκολη, δαιμονισμένη βραδιά. Παραδομένος στο άγχος και τις σκέψεις. Έχει καιρό να τον πιάσει ο ύπνος… Σηκώνεται απ΄ το κρεβάτι… Κοιτιέται στον καθρέφτη. Τρομάζει. Δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του. Όχι, δεν είναι αυτός… Νιώθει εγκλωβισμένος. Προσποιείται εδώ και καιρό, μα αυτό το κουστούμι της διπροσωπίας δεν του ταιριάζει… Όλο λέει να φύγει, μα στο τέλος το μετανιώνει… Δεν είναι εύκολος αυτός ο μισεμός. Κανένας μισεμός δεν είναι εύκολος…

Αναφορικά με την πλοκή του βιβλίου,η αίσθηση που αποκομίζει ο αναγνώστης/τρια είναι ότι αυτή αποτελεί αφ’ ενός μεν  το όχημα, αφετέρου δε το πρόσχημα, για μία ταυτόχρονη μετάβαση στα πιο αναστοχαστικούς, και γι΄ αυτό ίσως ακόμα πιο ενδιαφέροντες, τόπους της γραφής. Θα ήθελα να αναφερθώ, λοιπόν, σε έναν παραλληλισμό, που υποδορίως μεν, αυθόρμητα δε, προέκυψε άμα τη αναγνώσει των Διπλωμένων Ψυχών και έχει να κάνει με τα λόγια του συγγραφέα,από το κεφάλαιο με τίτλο «το κρυφό σχολειό», έτσι όπως αυτά αρθρώνονται από τον ομοδιηγητικό ήρωα/αφηγητή Παύλο Ιωάννου, ο οποίος, ανατρέχοντας σε μία κομβική στιγμή του αφηγηματικού παρελθόντος, μας λέει: «Mα ακόμα φέρνω συχνά στο νου μου τον γέρο Πανορμίτη. Ηχούνε στα αυτιά μου τα λόγια του αγγράμματου σφουγγαρά που λέει: «δε βρέθηκε ένας δάσκαλος να πάρει το μυαλό μας, μήπως κι αλλάζαμε ζωή» (σελ. 19) Αυτομάτως, και μάλλον συνειρμικά, έρχεται στη μνήμη ο γεμάτος πρόκληση στίχος του Νίκου Καββαδία, για εκείνο το σοφό γέρο Παλαιοπώλη που γνώριζε καλά την τέχνη της αφήγησης και που προειδοποίησε, άνευ αποτελέσματος, τον επίδοξο αγοραστή για εκείνο το αμφιλεγόμενο μαχαίρι. Έχει, ωστόσο, πρώτα χρησιμοποιήσει τη σαγήνη της αφηγηματικής οδού με τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε ο δεύτερος να το επιθυμήσει και να αφήσει παρορμητικά εαυτόν σ’ όλες τα δυσοίωνες εκδοχές που συνδέονται με την ιστορία του, σ΄ αυτό που Ο Χάιντεγκερ ονόμασε «Υπάρχειν εις τον κόσμον» και που αφήνει ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα: «Aφού το θέλεις πάρτο». Αν μεταφέρουμε το γεμάτο εικόνες, υπαινιγμούς και σημαίνοντα στίχο του Καββαδία στο στιγμιότυπο  με τον Πανορμίτη, και αντιστρέψουμε κάπως τους όρους, θα λέγαμε πως το μυαλό του ανθρώπινου όντος είναι σαν ένα μαχαίρι που όμως πρέπει να βρεθεί στα κατάλληλα χέρια που θα το ακονίσουν με τέτοιο τρόπο, ώστε να κόβει, να είναι εύκαμπτο, ευλύγιστο, ευέλικτο. Για να συμβεί αυτό πρέπει να σαγηνευτεί (έστω και ψευδαισθητικά) από το αφήγημα εκείνο που θα το κάνει να πει το ναι. «Αφού το θέλεις πάρτο», κάτι που μας το λέει, εμμέτρως ο αφηγητής Παύλος Ιωάννου: Τραχύς αγώνας, μα γλυκός του πνεύματος το μπόλι, μα του μικρού μαθητή το γήτεμα, πιο δύσκολο θαρρώ(σελ.19). Δύσκολος, αλλά συχνά πετυχαίνει, γιατί ο καλός ο δάσκαλος, δεν έλειψε, ούτε και θα λείψει ποτέ, μια και όλοι/λες μας κάπου, κάποτε τον ή την συναντήσαμε.

Εν μέρει αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε σχολική ηθογραφία, εν μέρει αυτοβιογραφική περιπλάνηση, το πρώτο δείγμα γραφής του Γ. Τσάρου συνιστά μια σειρά από διαδρομές, καταγραφές και εν μέρει υπαρξιακές αναζητήσεις μιας οκταετίας περίπου, με φόντο και περικείμενο του το μικρόκοσμο της εκπαιδευτικής κοινότητας και του δημόσιου ελληνικού σχολείου, με όλα του τα θαύματα και τα τραύματα. Η χρόνος της αφήγησης, γραμμικός κυρίως, τοποθετείται, ως επί το πλείστον, στο παρόν και σε χώρους λίγο ή πολύ γνωστούς και οικείους με καλά σκηνοθετημένη την αληθοφάνεια της αφήγησης, η οποία στηρίζεται συνήθως στη συστηματική χρήση του πρώτου κυρίως αφηγηματικού προσώπου (τεχνική που σκοπεύει στην  της αφήγησης με τη μαρτυρική κατάθεση) και στην εκτεταμένη χρήση των διαλόγων στους οποίους αποτυπώνεται η ιδιωματική έκφραση των ηρώων, τεχνική που σκοπεύει στη δημιουργία εντύπωσης φωνογραφικής πιστότητας που προσιδιάζει σ’ αυτό που ονομάζουμε ρεαλιστική αγροτική ηθογραφία. Και, εν μέρει, οι Διπλωμένες ψυχές αποτελούν, ανάμεσα σε άλλα, και μια σύγχρονη αγροτική ηθογραφία εν μέσω οικονομικής κρίσης, αφού η πλοκή τους εξελίσσεται εξ ολοκλήρου στην Ελληνική ύπαιθρο. Κινούμενη ανάμεσα στο μυθοπλαστικό και το αυτοβιογραφικού στοιχείο η γραφή επιχειρεί να επισημάνει, να προσεγγίσει καινα ερμηνεύσεικοινωνικά φαινόμενα, ενώ εστιάζει σταθερά στην ψυχολογία των ηρώων. Η εξωτερίκευση του εσωτερικού κόσμου του αφηγητή (σκέψεων, απόψεων, βιωμάτων, συναισθημάτων), με τη χρήση μάλιστα ιδιαίτερα πλούσιων εκφραστικών μέσων. είναι εμφανής.Με άλλα λόγια, υπάρχει διάχυτος ένας (συχνά υπέρμετρος) λυρισμός που περικλείει το στοιχείο της συναισθηματικής φόρτισης και αντανακλά την εσωτερική ζωή του γράφοντος υποκειμένου.

Φανερά επηρεασμένος από τη γενιά του τριάντα, αλλά και από τον κύριο εκπρόσωπο της μεταπολεμικής περιόδου τον Ν. Καζαντζάκη, ο συγγραφέας χειρίζεται το γλωσσικό του υλικό με ευελιξία, κινούμενος ανάμεσα σε γλωσσικά ιδιώματα που μας παραπέμπουν στη γενιά εκείνη των δημοτικιστών. Η γλώσσα του είναι ιδιότυπη με πολλούς γλωσσικούς ιδιωματισμούς, ενώ με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στήνει και παρακολουθεί την αντιπαράθεση χαρακτήρων και συνειδήσεων που κινούνται στην καθημερινότητα της σχολικής κοινότητας και πραγματικότητας. Αναπολεί και σχολιάζει πράγματα και καταστάσεις εντελώς πραγματικά και χειροπιαστά όπως είναι η μοναξιά, ο πόνος, ο έρωτας, η ματαίωση, η απώλεια, η ιαματική ενασχόληση με την τέχνη, αλλά και με την τέχνη της διδασκαλίας, με όλες της τις χαρές και τις ματαιώσεις -γιατί περί τέχνης πρόκειται, την οποία όσοι δάσκαλοι επιδιώκουν και υπηρετούν με συνέπεια και ενθουσιασμό, αφήνουν ανεξίτηλο το χνάρι τους στη μνήμη όλων όσων είχαμε την τύχη να τους συναντήσουμε.

Για όσους και όσες από μας (αλλά όχι μόνο) το Ελληνικό δημόσιο σχολείο, ως χώρος εργασίας και βιοπορισμού, αποτέλεσε αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας χρόνων - & για την γράφουσα υπήρξε και συνεχίζει να υπάρχει ως τέτοιο επί σειρά ετών – Οι Διπλωμένες Ψυχές του Γιώργου Τσάρου έχουν πολλά να επισημάνουν. Τόσα, που διαβάζοντάς το, έχει κανείς διαρκώς την αίσθηση ότι τα ζητήματα που τίθενται μέσω της γραφής έχουν εύρος αρκετό, έτσι ώστε το καθένα τους, ως ξεχωριστή θεματική, θα μπορούσε να αποτελέσει και ένα ξεχωριστό μυθιστόρημα. Οι χαρακτήρες πολλοί, περιδιαβαίνουν τις σελίδες και όλοι τους αντανακλούν συγκεκριμένους τύπους που κάποια στιγμή τους συναντάς σε κάποιο σχολείο. Ωστόσο, πλην της Μυρσίνης, οι χαρακτήρες που αναλύονται κάπως διεξοδικότερα δεν είναι οι εντός της εκπαιδευτικής κοινότητας, αλλά οι έξωθεν αυτής με κυριότερο εκείνο του αυτόχειρα Μποέμ, ο οποίος κατέχει την τέχνη της αφήγησης, μια αφήγησης που εγκιβωτίζεται με ιδιαίτερο τρόπο μέσα στο υπόλοιπο κείμενο, η τελεολογία του οποίου επέρχεται ομαλά, δίχως εκπλήξεις και ανατροπές.

Ο ένας πόλος, λοιπόν, του βιβλίου, ίσως ο πιο προφανής, θα μπορούσε να είναι η επικαιρότητα, ενώ ο έτερος είναι αυτό που θα λέγαμε εσωτερική διαδρομή, γιατί σχετίζεται με τον ιδιωτικό βίο – τις καθημερινές μέριμνες, τις εμπειρίες από τον εργασιακό χώρο, την κοινή πορεία στον γάμο με την Κοραλία, όπως και τον αναδυόμενο, αλλά ματαιωμένο και ανολοκλήρωτο έρωτα της Μυρσίνης, τη διαχείριση του προσωπικού ελεύθερου χρόνου, τις συζητήσεις με τους συναδέλφους, τα παιδιά και τον κόσμο τους

Σχετικά με τον αφηγηματικό άξονα του κειμένου, η ομοδιηγητική, ενίοτε και αυτοδιηγητική και ετεροδιηγητική αφήγηματική οπτική, εκφράζει μια συλλογικότητα κάπως ρομαντική, ίσως σκάβοντας μέσα της και εξορύσσοντας ιστορίες που έχουν την πηγή και την κοίτη τους στη γόνιμη και ιδιαίτερη, από κάθε πλευρά, οκταετία του συγγραφέα ως διδάσκοντα στη μέση εκπαίδευση, σε μια λίγο προ κρίσης εποχήόπου τα όνειρα, οι ελπίδες, τα οράματα των ανθρώπων ήταν ακόμη νωπά. Εντυπώνει μνήμες, σκέψεις, ημερολογιακές σημειώσεις, τις εμπλουτίζει με γεγονότα του σήμερα που  προκαλούν εντύπωση, φωτογραφίζει και εικονογραφεί τον χρόνο, σε χρόνους δύσκολους και σκληρούς για το δημόσιο σχολείο και όχι μόνο. Αιχμαλωτίζει τη ροή του χρόνου, έτσι όπως αυτός γίνεται αντιληπτός από τον εναλλασσόμενα ομοδιηγητικό και αυτοδιηγητικό αφηγητή Παύλο Ιωάννου, ο οποίος, εκτός από το ένδον επιχειρούμενο αυτοβιογραφικό ταξίδι, προσπαθεί ταυτόχρονα να καταγράψει, αλλά κυρίως να ερμηνεύσει, συχνά εξιδανικεύοντας, τα συχνά ανερμήνευτα συναισθήματα, συμπεριφορές, πράξεις, ακόμα και αυτήν, την τραγικότερη και πιο ακραία, όλων των πράξεων, την αυτοχειρία που διαπράττει ένας από του βασικούς χαρακτήρες της πλοκής.

Εμφανές, τέλος, προτέρημα του κειμένου τα αναπαραστατικά ασύνδετα σχήματα, καθώς και οι αβίαστες εκείνες αναπαραστάσεις, όπου οι εικόνες κατρακυλούν σε χώρο και χρόνο ανασύροντας γεγονότα, συναισθήματα και κρίσεις. Η δε γλώσσα, συνειδητά πεζολογική προκειμένου να αποδοθεί η μουσική της ρουτίνας και της κοινότοπης σχολικής και οικογενειακής καθημερινότητας. Το τέλος της αφήγησης συμπίπτει με το τέλος ενός τυπικού σχολικού έτους. Ωστόσο, παρά τις συνεχείς περιπλανήσεις του, το αφηγηματικό υποκείμενο ξαναβρίσκεται, ως ήρωας του Μπέκετ, και πάλι στο σημείο απόόπου ξεκίνησε, ίσως κάπως πιο φωτισμένο, με λιγότερες, αλλά ίσως και περισσότερες, αυταπάτες παλεύοντας για την αυτοσυνειδησία. Κάπως έτσι ξεγελάμε την πραγματικότητα, εθελοτυφλώντας στο εφικτό, το βιώσιμο, χαϊδεύοντας παιδικές και εφηβικές μνήμες του παρελθόντος, υπερβαίνοντας  τους ενήλικες τρόπους μας και εξωτερικεύοντας τα τραύματα που υπερβαίνουν το είναι μας, υπενθυμίζοντάς μας  όσα ακόμη μας αναλογούν, αλλά δεν ζήσαμε.

Άννα Κουστινούδη