Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 14

Βωμολόχοι : Εrnesto Carnetti & Johnny Handsome, ιστορίες

του Ernesto Carnetti

Ο κ. Υπουργός κι η πόρνη
 
Μόλις είχε βγάλει τις ζαρτιέρες της και σαλιάριζε. Ο κ. Υπουργός καθόταν γυμνός πάνω στον κόκκινο καναπέ ασθμαίνοντας με τις χερούκλες του ακουμπισμένες ανάλαφρα πάνω στην υδρόγειο του κοιλιά και το πουλάκι-άξονα του εξαφανισμένο κάπου ανάμεσα στα θεόχοντρα σκέλια του. Της είπε: «στα τέσσερα μωρή». Εκείνη στήθηκε σαν το καλό σκυλί στα τέσσερα, προσμένοντας τα νέα διαγγέλματα του αφέντη της και εκλεγμένου αντιπροσώπου του λαού. Εκείνος την κοίταξε. Η έκφραση στα μάτια του ήταν αδιευκρίνιστη. Δεν θα μπορούσε κανείς να πει τι σκεφόταν εκείνη την ώρα ο κ. Υπουργός. Αν δηλαδή σκεφτόταν κάτι. Πήρε το πούρο απ’ το τασάκι. Είχε σβήσει. Το ξανάναψε. Βρώμισε σαν κοπριά αλόγου. Την λάτρευε αυτήν την μυρουδιά. Άφησε το πούρο στο στόμα του και άπλωσε το χέρι του να πιάσει το ποτήρι με το ουίσκι. Τα παγάκια κάναν γκλιν-γκλον. Ήπιε μια γουλιά και ρούφηξε ξανά τον καπνό του πούρου. Τα μάτια του κοκκίνισαν. Τίναξε τη στάχτη. Της είπε: «γλείψε τη στάχτη». Εκείνη έτρεξε στα τέσσερα και έφερε τη μουσούδα της εκεί που ο κ. Υπουργός είχε τινάξει τη στάχτη από το υπερούσιο πούρο του. Άρχισε να τη γλείφει πάνω από το κόκκινο χαλί. Της είπε: «μην καταπιείς, φτύσε». Εκείνη έσπευσε να υπακούσει. «Μη», της φώναξε. Εκείνη γύρισε έντρομη τα μάτια της προς το μέρος του και τον κοίταξε. Δεν ήθελε να χάσει την εύνοια του. «Όχι στο πάτωμα», είπε. «Φτύσε τις στάχτες στις παλάμες σου και τρίψ’ τις στο μουνί σου». Έφτυσε ένα γκρίζο, πηχτό πράγμα στις παλάμες της και το άπλωσε στο μουνί της σαν ένα περίεργο φρούτο μαρμελάδα. Σταμάτησαν κι οι δύο και περίμεναν. Κανείς δεν ξέρει τι. Της είπε: «χέσε». Εκείνη βιάστηκε να εκτελέσει την εντολή. Γύρισε κι ακούμπησε τον κώλο της ανάμεσα στα πέλματα του. Υγρές, μαλακές, δυσώδεις, άμορφες σκατούλες πήραν να πέφτουν στο πάτωμα ανάμεσα στο κενό χώρο που σχημάτιζαν τα πέλματα του κ. Υπουργού. Εκείνος έβαλε τις πατούσες του μέσα τους. Έτριψε μεταξύ τους τα πόδια του. Ήταν ευχαριστημένος. «Ξέρνα», της είπε. Εκείνη έβαλε τα δάχτυλα της μέσα στο φάρυγγα της. Δεν τα κατάφερε. Τον κοίταξε έντρομη. «Άνοιξε το στόμα», της είπε. Εκείνη το άνοιξε. Έψαξε το πουλάκι του. Σηκώθηκε και κατούρησε πιτσιλώντας αριστερά και δεξιά μέσα στο ανοιχτό στόμα της. Ανακουφίστηκε. Εκείνη ξέρασε πάνω στον πούτσο του. Ήταν ευχαριστημένος. Της είπε: «Γλείψ’ τον». Εκείνη έσπευσε να εκτελέσει την εντολή. Έσβησε το πούρο του στα μαλλιά της. Καήκαν και πήραν φωτιά. Μύρισε καμένη τρίχα το δωμάτιο. Εκείνη πόνεσε. Δάκρυα της ανέβηκαν στα μάτια. Και κάνοντας να αφήσει μια κραυγή δάγκωσε ελαφρά το κρέας στο στόμα της. Εκείνος άφησε ένα ηδονικό στεναγμό. Ήταν ευχαριστημένος. Θα έχυνε. Χέστηκε πάνω του. «Συνέχισε», της είπε. Εκείνη συνέχισε. Άφησε να πέσει το ποτήρι στο κεφάλι της. Έσπασε στο κεφάλι της, την πήραν τα αίματα και λαμπάδιασε ολόκληρη φωτιά. Έντρομη πήρε να τρέχει προς το παράθυρο. Έσπασε το τζάμι κι έπεσε από τον 20ο όροφο του «King George», μια μουτζούρα στ’ οδόστρωμα. Πήρε μαζί της και τον πούτσο του.
 
«Θέλουν να με σκοτώσουν», δήλωσε την άλλη μέρα έκπληκτος μπροστά στις κάμερες ο κ. Υπουργός από την κλινική όπου νοσηλευόταν.  
 
του Johnny Handsome
Πάνω στα χαλάσματα
γυμνή ασχήμια.
Άθλιο εγωκεντρικό κουφάρι
καταραμένο να περιφέρεται.
Σ’ έναν κόσμο που αγέννητο ακόμα
στα σπλάχνα του μ’ έπνιξε.
Γύρω ασπρόμαυρα καρέ
έχασα τη φαντασία μου θαρρώ.
Έχασα τη φαντασία μου.
Κατευθυνόμενη εμπάθεια.
Ανακυκλώσιμα συναισθήματα.
Ημιμάθεια.
Η δουλεία έγινε δουλειά.
Φανφαρονισμοί.
Δυσνόητα μανιφέστο.
Μακροσκελείς προκηρύξεις
Πεθαμένα συνθήματα.
Αποπροσανατολισμός.
Λόγια σοφά.
Σοφών χειραγωγών.
Άσοφων πράξεις.

Με χρώματα ζωγραφίζω
στα συρματοπλέγματα
Εκείνων.
Στις ιδέες που σκούριασαν
από υπεροψία, αδηφαγία, φθόνο, αυταπάτη
πιστεύοντας  στην αθανασία
στην αιώνια αναμόχλευση της σαπίλας
Εκείνων.
Με κλείδωσαν μέσα και πετάξαν τα κλειδιά.
Την μοναξιά ποτέ δεν φοβήθηκα
ούτε τους ανθρώπους όλους.
Μονάχα αυτούς που τη μοναξιά φοβήθηκαν.
Σπάω την πόρτα για να βγώ!
Μας κλείδωσαν το νού.
Σπάσε την πόρτα και θα βγείς!
Όνειρα μέσα σ’ όνειρα...
μα προσοχή στων ονείρων την αλήθεια.
Τώρα βλέπω με τα μάτια ανοιχτα.
Εσυ;
Κοίτα!
Ψηλά στο βουνό η  φυλή της Βροχής.
Πολιορκημένοι από ομίχλη πυκνή.
Δαίμονες παλιούς.
Μεθυσμένα Ξωτικά που μπλέκουν το νήμα.
Πολεμιστές που χάθηκαν εις τ’ όνομα της Ελευθερίας*.
Είναι η Ελευθερία  το νησί
κι εγώ πλέω σε θάλασσες
πότε ήπιες πότε μανιασμένες.
Η  Ιέρεια μ’ ένα φιλί πικρό
μου εύχεται καλό ταξίδι.
Φλεγόμενοι Βάκχοι γύρω απ’τη φωτιά
χορεύουν
κάτω από τη Μαύρη Σελήνη.
Το στίγμα γίνεται τρύπα
με καταπίνει.
Το φίδι σέρνεται μέσα στις φλέβες μου.
Αφουγκράζομαι τις κραυγές απ’ το Πουργκατόριο.
Η θέρμη της Κόλασης λιώνει τις μνήμες.
Προσπαθώ να ξεχάσω.
Μα και τρέχω
τρέχω να περισώσω οτι έχει απομείνει.
Στο βάθος του τούνελ η Χίμαιρα.
Φορά τον ήλιο στη μέση.
Στο λαβύρινθο των στρεπτών της χειλιών
υφαίνει την άρνηση.
Ανάμεσα στα πόδια της
αχνή η σχισμή του σκότους.
Κάθεται σκυφτή
φορά τον μανδύα που την κάνει αόρατη.
Κάνω να την αγγίξω.
Καίγομαι.
Εξαφανίζεται...
Κι όπως η νύχτα κατάκοπη πλαγιάζει
μια Γυναίκα ξεπροβάλλει
μέσα από ινδιάνικη σκηνή.
Παίζει ο Σάτυρος φλογέρα.
Η μέρα συνεχίζει το χορό.
Τα πρώτα δάκρυα τ’ ουρανού
ποτίζουν τ’ αυλάκια στα ξηραμένα μου χέρια.
Κρατά στα χέρια ένα βρέφος.
Κατάχαμα μ’ ευλάβεια το ακουμπάει.
Κάποιοι στέκουν εκστασιασμένοι και κοιτούν.
Άλλοι κοντοζυγώνουν και δώρα του προσφέρουν.
Ω! Το νεογνό δεν είναι ο Μεσσίας!
Την φωνάζουνε Ελπίδα.

*ελευθερία (η) ουσ.:  ανεξαρτησία από κάθε βία ή επίδραση