Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 33

Αναστασία Γκίτση: "Φοβάμαι μια παιδεία σακατεμένη"

γκίτση-συνέντευξη

Συνέντευξη στην Άτη Σολέρτη

Συνομιλήσαμε με την ποιήτρια Αναστασία Γκίτση και την αφήσαμε να καθρεφτίσει στα μάτια μας τον πλούσιο καλλιτεχνικό της κόσμο.

«Ξέρω! Είναι κάπως αργά», είναι ο τίτλος της πρώτης σου ποιητικής συλλογής και «Κορίτσι Των Σκοτεινών Δασών», ο τίτλος της δεύτερης. Πώς προέκυψαν οι τίτλοι; Θεωρείς πως είναι αντιπροσωπευτικοί των περιεχομένων της εκάστοτε συλλογής;
Ο τίτλος το ύστερο απόσταγμα της εξοντωτικής μάχης με τα μικρομέγαλα θηρία της λεκτικής διαδρομής. Το οργανικότερο όλων,  που σχηματίζει τη θαυμαστή κλειδαρότρυπα  -καλά προστατευμένη, διάτρητη ωστόσο- για τις πρώτες κλεφτές ματιές στο μυαλό του ποιητή. Στην πρώτη συλλογή ο χρόνος (αργά) και η επίγνωση  αυτού (Ξέρω!) υφίσταται ως αδιόρατη κλωστή που υφαίνει το μικροαργαλειό της θεματικής της. Είναι ο χρόνος της γενεσιουργού διαδικασίας όπου οι λέξεις αιματώνουν τις εντελώς συγκεχυμένες εικόνες του εσωκόσμου. Το αργά σημασιοδοτεί τη δυναμική της ώρας που από ημέρα μεταλλάσσεται σε νύχτα, προκειμένου ν’ απελευθερωθούν οι συστάδες εικόνων που συλλέγει το βλέμμα, που ψαύουν τ’ ακροδάκτυλα, που ψελλίζουν τα χείλη. Η δεύτερη ποιητική  συλλογή διατρέχει το χρόνο ασθμαίνοντας. Κοντοστέκεται -ενίοτε με κινηματογραφική ακρίβεια- σε διαφορετικούς τόπους και πόλεις. Ανασαίνει διαφορετικά τη μετάβασή του από χώρο σε χώρο, υπερθεματίζοντάς την, όχι ποικιλοχρόνως αλλά ποικιλοτρόπως. Το πεδίο του χωροχρόνου με ταλανίζει εδώ και καιρό. Η πρώτη συλλογή βαραίνει χρονικά, βάζοντας στο κέντρο της έγνοιας τα συμβάντα σε συγκεκριμένο χρόνο και ώρα. Η δεύτερη αναμοχλεύει το πεδίο του προσώπου μέσα από διαφορετικές τοπικές αναφορές. Άλλωστε η αναφορά της πόλης στην οποία ολοκληρώθηκε (ή εγκαταλείφθηκε κατά Valéry) το κάθε ποίημα, λειτουργεί τόσο ως έρεισμα υπόμνησης, όσο και ως υποβοηθητικό κλειδί μιας δεύτερης ανάγνωσης του ίδιου ποιήματος.

Τι μπορεί να σε εμπνεύσει και να σου δώσει κίνητρο για να γράψεις;
Όσο αφορά στην έμπνευση θα έλεγα πως με παρακινεί ό,τι συμβαίνει έξω από μένα αλλά αντηχεί εντός μου εκκωφαντικά. Ό,τι διαγράφεται σε εξωτερικό πεδίο και με κατέχει με τρόπο ολοκληρωτικό, συχνά βασανιστικό. Ό,τι με στοιχειώνει σε σημείο που κατακλύζει τα εσωτερικά αισθητήρια και με κάνει να ασφυκτιώ, κάθε που, για να το κατανοήσω ή να το περιγράψω, χρησιμοποιώ λέξεις. Λέξεις όμως που μοιάζουν φθαρμένες, λέξεις σακατεμένες. Μια εσωτερική αίσθηση ανεπάρκειας να κατανοήσω τα συμβάντα στο πέρας τους. Μια διακαής ανάγκη αναβάπτισης του ειπωμένου, του ιδωμένου, του υπάρχοντος. Μια απεγνωσμένη προσπάθεια μεταβίβασης του αμεταβίβαστου (κατά Pessoa). Όσο αφορά στο κίνητρο προσιδιάζει καλύτερα στην έννοια της πρόκλησης που επιβάλλω συχνά (αρχέγονες διαστροφικές εμμονές άραγε;) στον εαυτό μου. Τώρα αν τα καταφέρνω με επιτυχία, νομίζω, δεν θα είμαι ποτέ σε θέση ν’ απαντήσω. Πρόκληση ως κάλεσμα για τη δημιουργία ενός νέου τρόπου εκφοράς του ποιητικού αυτού, ένα νέο πλαίσιο επί_κοινωνίας του λόγου με άλλες εκφάνσεις καλλιτεχνικής ανησυχίας. Η επαφή με τον ήχο, με την εικόνα, με την κίνηση του σώματος ή την ακινησία του προσώπου. Επικαλούμαι συχνά αφορμές για να “τεντώνω” τον εαυτό μου ως ευκαιρία συνάντησης με τον άλλον και το άλλο, τουτέστιν το ανοίκειο, προκειμένου να επέλθει μια κάποιου είδους οικείωση.

Ίσως τις μελαγχολικότερες ιστορίες τις λέμε
μόνοι μας τα βράδια,
για να βαστάμε τον θάνατο των άλλων
και την μοναξιά τους (…)

Έτσι μας λες στο ποίημά σου με τίτλο Σαν πλαγιάζουν οι ποιητές. Αποτελεί η ποίηση ιερό καταφύγιο παντός είδους πένθους; Και ποιος ο ρόλος του ποιητή;
Ποιο τραύμα διεκδικεί στην ιστορία την πρώτογέννησή του και ποιο πεδίο του ανθρώπινου επιστητού ή πνεύματος δεν ορέγεται να νικήσει τον θάνατο και ν’ απαλύνει τη θλίψη κάθε ανθρώπου; Μερικές φορές μού είναι δύσκολο να βρω τις κατάλληλες λέξεις. Λέξεις που να δικαιώνουν τη συνοχή τους με την αλήθεια και να μη μεταβάλλονται με το πέρας της νύχτας, των χρόνων. Νωπότατα ακόμη στο βλέμμα μου τα σπαραχτικά κύματα των σωμάτων προσφύγων που αφήνονται στο απρόσμενο αύριο της ζωής τους, υγρές ακόμη οι λέξεις από τα μαντάτα πρωτευουσών της μιας πατρίδας (και εννοώ τη γη) που μετρούν θύματα σ’ ανύποπτο τόπο και στιγμή, μου φράζουν τα χείλη.  Στις μεγάλες θλίψεις και στα ζεστά ακόμη τραύματα δεν ξέρω πόσο παρηγορούν οι λέξεις. Ξέρω όμως πως έχουν την αξία τους ως ένδειξη μιας κίνησης πλησιάσματος του άλλου που υποφέρει. Έντονα χαραγμένο στη μνήμη μου το περιστατικό που συνέβη στην Άννα Αχμάτοβα. Η ίδια γράφει στον πρόλογο της: “Στα φοβερά χρόνια της γιεζόφσινα, πέρασα δεκαεπτά μήνες περιμένοντας στην ουρά, μπροστά στις φυλακές του Λένινγκραντ. Μια μέρα, κάποιος με «αναγνώρισε». Τότε μια γυναίκα που στεκόταν πίσω μου και δεν είχε ακούσει βέβαια ποτέ της τ’ όνομά μου, ξύπνησε απ’ την άκαμπτη νάρκη όπου πέφταμε όλοι μας και με ρώτησε με τα μελανιασμένα χείλη της, σκύβοντας στ’ αυτί μου (εκεί, όλοι μίλαγαν ψιθυριστά):– Κι αυτό, μπορείτε να το περιγράψετε; Κι εγώ της είπα: – Μπορώ. Τότε, κάτι σαν χαμόγελο γλίστρησε πάνω σ’ αυτό που ήταν κάποτε το πρόσωπό της.” Έτσι γράφτηκε το Ρέκβιεμ. Θαρρώ πως άξιζε να μείνει στην ποιητική ιστορία ακόμη και γι’ αυτό το μοναδικό χαμόγελο. Η ποίηση, είτε ως πράξη οικείωσης του ανοίκειου, είτε ως πεδίο μετάλλαξης μιας πραγματικότητας σε άλλη με σκοπό την παραμυθία, είτε ακόμη και ως εχέγγυο απατηλής ελπίδας, εμπεριέχει τη θαυματουργή κίνηση της ενσυναίσθησης, εν ολίγοις το βήμα πέρα από την ιστορική ή προσωπική φθορά.

Υπάρχει κάποιο λογοτεχνικό είδος, στο οποίο να έχεις μια ιδιαίτερη προτίμηση ή ενδεχομένως και να έχει ασκήσει επιρροή στη γραφή σου;
Να παραφράσω λίγο τον πολύτιμο Τάσο Λειβαδίτη και να το πω αλλιώς: Λυπηθείτε τους ποιητές που τους τρελαίνουν δύο εκατομμύρια επιρροές για έναν μοναδικό στίχο. Η μαθητεία, ακούσια και υποδερμικά άρχεται στα φοιτητικά χρόνια. Εκκολαπτόμενη θεολόγος, με ροπή προς τον ποιητικό πυρήνα του λόγου (και Λ κεφαλαίο) αισθανόμουν διανοητική και ψυχική διέγερση κάθε φορά που αναλύαμε βυζαντινούς ύμνους και ποιητικά πονήματα Πάτερων της Εκκλησίας. Μεταξύ άλλων, Ρωμανός Μελωδός, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Μέγας Βασίλειος και φυσικά Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Καθοριστικά λειτούργησε στην καρδιά μου η συγκλονιστική φράση του: “Περιπατώ και καίομαι ζητών ώδε κακείσε και ουδαμού τον εραστή ευρίσκω της ψυχής μου”.  Μια μεγάλη χορεία σπουδαίων ποιητών και ποιητριών Commodianus, Lactantius, Ιωάννης του Σταυρού, Jalal-Al-Din Rumi, Enheduanna και ένας φρουτώδης κήπος με εκπληκτικά σε λυρισμό και λεκτική λεπτότητα κείμενα μέσα σε χωρία ή και ολόκληρα (εννοώ τα ποιητικά) βιβλία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Το Άσμα Ασμάτων και οι Ψαλμοί ακόμη και τώρα είναι προσφιλή αναγνώσματα και συχνά ανατρέχω. Η συστηματική και ενσυνείδητη πλέον ενασχόληση με την ποιητική ανάγνωση επήλθε ως οργανικός δεσμός και ως απευκταία ροή μιας υπαρξιακής δίψας που επιζητούσε την άλλη όψη των πραγμάτων, τον διαφορετικό φωτισμό του ανθρώπινου είναι. Ιχνηλατώντας τα σώματα πολλών κλασικών (Σολωμό, Παλαμά, Σικελιανό, Καβάφη, Ελύτη, Ρίτσο, Σεφέρη, Βάρναλη, Πολυδούρη, Μελισσάνθη, Καρυωτάκη), αποκομίζοντας τις πληγές αλλά και το φως του καθενός, κοντοστάθηκα περισσότερο στους μεταπολεμικούς ποιητές (Αναγνωστάκη, Χατζηλαζάρου, Καρούζο, Σαχτούρη, κυρίως Λειβαδίτη, Θέμελη, Καρέλλη, Ρ. Αλαβέρα, Χριστιανόπουλο, Λάσκαρη) για ν’ αφουγκραστώ την εξομολογητική φωνή τους ώστε να συνεχίζω τη διαδρομή σε ξένα τοπία (ρώσικη λογοτεχνία, γαλλικό συμβολισμό, αμερικανική ποίηση) και σε ξένες λέξεις των ίδιων πάντα εννοιών που ταλανίζουν τον άνθρωπο κατά το πέρασμά του στην ιστορία. Αυτήν την περίοδο, έχει καταλήξει να γίνεται πολύωρη ενασχόληση η ανάγνωση της σύγχρονης γερμανικής ποίησης.

Γνωρίζουμε επίσης πως συνδυάζεις την ποίηση και με άλλες μορφές τέχνης (μουσική, γλυπτική, φωτογραφία). Πιστεύεις πως μέσω ενός συνδυασμού τέτοιου τύπου, η ποίηση αποκτά περισσότερη αμεσότητα απέναντι στο κοινό;
Διάβασα πρόσφατα κάτι που είπε ο εκλεκτός ποιητής Miroslav Holub, “ένα ποίημα υπάρχει μόνο τη στιγμή που γεννιέται και τη στιγμή που διαβάζεται”. Για τους ποιητές η λέξη, ως το κύριο και το μοναδικό εργαλείο, στα χέρια και στα χείλη τους έχει εν τη γενέσει της,  την πιο πολύπαθη διαδρομή. Η πολυχρησία της και η αιωνόβια παρουσία της την καθιστά διφυή, αδύναμη και πανίσχυρη ταυτόχρονα. Φανταστείτε λοιπόν πόσες γεννήσεις συντελούνται πάνω σε  διαφορετικά καλλιτεχνικά σώματα ή στρώματα. Το 2005 δημιουργήσαμε από κοινού με την εικαστικό Αναστασία Παπαθανασίου και τον μουσικό Ηλία Χατζόγλου το καλλιτεχνικό τρίπτυχο SYGORMA όπου ο λόγος, ο ήχος και η εικόνα αλληλοσυμπληρώνονται αρμονικά σε κοινά project. Άλλοτε εικαστικά,  άλλοτε θεατρικά, άλλοτε συναυλιακά παρουσιάζουμε την τέχνη στον δέκτη-άνθρωπο ερεθίζοντας όλες του τις αισθήσεις καθώς  μουσική, εικόνα και ποίηση δίδονται ταυτόχρονα και πρισματικά σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η εναρμόνιση της λέξης με τον ήχο, την εικόνα, την κίνηση, ακόμη και με τη σιωπή (sound_poetry / photo_poetry / performances / αυτοσχεδιαστικά ηχοτοπία / tableau vivant σε video art  projects κ.α) μεταλλάσσει την εκφορά του ίδιου πάντα λεκτικού συνόλου χωρίς να αναιρεί τον αρχικό του σημασιακό πυρήνα. Ο αναγνώστης καλείται και γίνεται, συν τω χρόνω (ο καθένας έχει ιδιωτικό χρόνο πρόσληψης και κατανόησης) θεατής, ακροατής, μεταφραστής, εκφωνεί με τον δικό του τρόπο, καταλήγει να είναι  συνδημιουργός. Εν άλλοις λόγοις,  λειτουργεί διαδραστικά στο όλο καλλιτεχνικό εγχείρημα και βιώνει ολιστικά το ερέθισμα μεταπλάθοντάς το, ανάλογα φυσικά με τα προσωπικά αισθητικά του κριτήρια, σε μήνυμα πολλαπλών αποχρώσεων. Το τελευταίο πολυπρισματικό project μετράει ήδη δεύτερο χρόνο παρουσίασης στην Ελλάδα (από Γενάρη και στο εξωτερικό) και αφορά, εκ νέου, σ’ αυτήν ακριβώς τη σύζευξη των διαφόρων εκφάνσεων της τέχνης.  Η Κανελόριζα, πρόκειται για ένα  σκηνικό πρότζεκτ που πραγματεύεται τον ισχυρό, γενεαλογικό δεσμό της παράδοσης (Ελλάδα, Βαλκάνια, Μεσόγειος) και του σύγχρονου, συνδυάζοντας το σωματικό θέατρο, τον ποιητικό και πεζό λόγο καθώς και παραδοσιακά τραγούδια σε πολυφωνική επεξεργασία και ζωντανή εκτέλεση επί σκηνής. Τέσσερα ετερόκλητα καλλιτεχνικά πεδία ζυμώνονται από κοινού, εναρμονίζονται και εκτελούνται μπροστά στα μάτια των θεατών.

Πάντα με κοίταζαν περίεργα
και με κορόιδευαν
πως φαίνομαι γυμνή
στους καθρέπτες,
κι εγώ έκλαιγα…
που ξέχασα
από καιρό την παιδική
μου αθωότητα να φορέσω.
Γι’ αυτό σου λέγω
δε θέλω άλλο να μιλήσω,
λαχταρώ να σφαλίσω τα βλέφαρα
και να χαμογελάσω
έτσι… σαν για να ξεγελάσω
την ψυχή μου καθώς
θ’ ανακουφίζεται ανύποπτη.

Έτσι μας λες στο ποίημά σου που τιτλοφορείται Παιδική Αθωότητα. Ποια η σχέση σου με το παιδί που κρύβεις μέσα σου;
Την Παγκόσμια ημέρα ποίησης στην εκδήλωση της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης που αφορούσε στην ανάγνωση μεταφρασμένης ποίησης, πήρα ανά χείρας τα ποιήματα της δυναμικής και μαχητικής ακτιβίστριας Pat Parker που με συντρόφευε αρκετό καιρό. Το ποίημα καταλήγει στο εξής δυναμικό δίστιχο “εγώ, η γυναίκα, οφείλω να είμαι δικό μου γέννημα”. Το παιδί υπάρχει, και υπάρχει επειδή είναι γέννημα. Ο μόχθος συνίσταται στην διατήρηση της αθωότητάς του σε καιρούς αφιλόξενους και ανθρώπους βράχους.  Όσο η αθωότητα έχει να κάνει με την καθαρή ματιά μου πάνω στο συνάνθρωπο και στον τρόπο που στεκόμαστε απέναντι στα μεγάλα ερωτήματα ή στις μεγάλες προ(σ)κλήσεις της ζωής, το παιδί θα υπάρχει. Και θα υπάρχει ως τροφός μιας πεισματικής τρυφερότητας να παραμένει διάφανη ακόμη και σε θολά ψυχοτοπία. Ο καθένας όσο είναι γέννημα δικό του (και δεν το εννοώ φυσικά με την κλειστή έννοια της περιχάραξης του εγωτικού μικροκόσμου αλλά με τη βαθιά και, πολλές φορές, σκληρή συνειδητοποίηση της προσωπικής ευθύνης, ανάλογης της εκάστοτε ηλικία μας) τόσο βρίσκεται αυτούσια αληθινός στη χρονική του ηλικία. Είναι ανάγκη η συναισθηματική ωρίμανση να συμβαδίζει με την αντίστοιχη ηλικιακή. Κάθε ρόλος εξάλλου, είτε του παιδιού, της γυναίκας, της μητέρας, της αδελφής, είναι ήδη ένας κατακτημένος ρόλος που προσμετράται στους ήδη υπάρχοντες και εναλλάσσεται εξόχως και υποδορίως, όταν και όπως χρειαστεί.  

Ποια η σχέση σου με το χρόνο; Τη μνήμη και τη λήθη;
Με ταλανίζει εδώ και καιρό η σχέση προσώπου και χωροχρόνου. Η αγωνία της εύρεσης μιας αλληλουχίας στην ασυνέχεια των στιγμών μας. Η δικαίωση μιας αλήθειας της ύπαρξης πίσω από το πεπερασμένο της χοϊκής ζωής. Οι τόποι και τα τοπία της ψυχής μας σε σχέση μ’ εκείνα του άλλου, του ξένου. Η μνήμη είναι η πιο ασφαλής μου πατρίδα. Είναι το μόνο έδαφος που γνωρίζουν καλά οι πατούσες μου. Καθώς πόλεις, χωριά και χώρες εναλλάσσονται με γοργό ρυθμό στη ζωή μου, (κυρίως την τελευταία 15ετία)  σημείο αναφοράς μου γίνεται ολοένα και περισσότερο η αναδρομή σε αναμνήσεις και σε ανθρώπους μνήμες. Δυστυχώς η λήθη είναι η απρόσκλητη γειτόνισσα που δεν μπορώ να αποφύγω. Δεν την επιδιώκω, δεν την προσκαλώ, τουναντίον την αποκρούω με τεχνάσματα και κάθε λογής εξυπνάδες αλλά ανεπιτυχώς. Παρεισφρέει τεχνηέντως στην αναμνησιακή μου ικανότητα και αποδομεί βασικές της έννοιες, τις οποίες προσπαθώ να ανασυνθέσω με τη συνδρομή της ποιητικής τέχνης. (Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως που κάμνουνε -για λίγο- να μη νοιώθεται η πληγή).

Ποιος είναι ο μεγαλύτερός σου φόβος;
Μια παιδεία σακατεμένη, αντεστραμμένη κι ευνουχισμένη τόσο σε ατομικό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Μια τέτοια παιδεία που έχει απεμπολήσει το προσωποκεντρικό της χαρακτήρα αποτελεί αναμφισβήτητα την επικρατέστερη μήτρα για δημιουργία κατεστραμμένων ανθρώπινων υπάρξεων χωρίς κριτική ικανότητα και για τον πολλαπλασιασμό παθογενούς πλέγματος σαθρών και απάνθρωπων θεσμών.

Ποια πιστεύεις πως είναι η μεγαλύτερη αρετή που οφείλει να διασώσει ο άνθρωπος;
"Ένδον σκάπτε, ένδον η πηγή του αγαθού και αεί αναβλύειν δυναμένη, εάν αεί σκάπτεις.” Η μόνη ίσως ασφαλιστική δικλείδα του ανθρώπου ώστε να επαναπροσδιοριστεί ως άνθρωπος. Η εσωστρεφής κίνηση που οδηγεί αναπόφευκτα στο αγαθό πρόσωπο του ίδιου του υποκειμένου και στη εξωστρεφή του συνάντησή του με τα άλλα πρόσωπα (με την έννοια των πλησίων και όχι των προσωπείων)

Ποια η σχέση σου με τα όνειρα και την ελπίδα;
θα επικαλεστώ την ποιητική ετοιμότητα ενός Αργύρη Χιόνη γι’ αυτήν την ερώτηση “Μετά από τόσες ερήμους που διάνυσα / χωρίς ούτε σταγόνα βροχής. / Συνεχίζω να ελπίζω / στην ξαφνική παπαρούνα”. Θα υπερθεματίσω το “συνεχίζω να ελπίζω” που αν και γραμματικά αλλότριο της ελπίδας το θεωρώ εννοιολογικά ομόριζόν της, αφού από κοινού εμπεριέχουν την υποψία του αναπάντεχου. Της ξαφνικής παπαρούνας εν προκειμένω.

Ποια είναι η μεγαλύτερη αλήθεια που μας λέει η ζωή;
Σαφώς και δύναμαι να μιλήσω μόνο τη δική μου αλήθεια. Μάλιστα ίσως να πλανιέμαι οικτρά. Θεωρώ πως ήρθαμε σ’ έναν κόσμο χωρίς να δικαιούμαστε κάτι παραπάνω από τον άλλο που έτυχε γεννήσεως σε άλλο μέρος της μιας και μόνης πατρίδας. Δεν κατέχουμε τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο από τα χέρια μας και το μυαλό μας, τουτέστιν έχουμε το υπέροχο αυτό σκεύος της  δισυπόστατης ύπαρξής μας και εξαρτάται, σε τελική ανάλυση από εμάς, αν θα στραφούμε προς το φως (το δικό μας αλλά και του άλλου) ή προς το σκοτάδι.  

Πώς κρίνεις τη σύγχρονη κοινωνική και λογοτεχνική πραγματικότητα;
“Το μέλλον δεν θα αρθεί από μόνο του. Πρέπει να κάνουμε εμείς κάτι” Mayakovski. Το στενάχωρο της σημερινής εποχής είναι η οργή του σύγχρονου ανθρώπου και η σαρωτική του μανία να κάνει τα πάντα σε υπερθετικό βαθμό με προσήλωση σχεδόν (ή σκέτα) φανατική. Μια υπερβολή συναισθημάτων, μια πομπώδης και πολύκροτη εμφάνιση τού είναι που καταλήγει σε φαίνεσθαι. Ένας ετερόκλιτος κοινωνικός θόρυβος και μια υπεράσπιση εννοιών (Θεός, πατρίδα, οικογένεια, έρωτας, παιδεία, εργασία, ελευθερία, δημοκρατία) τις οποίες ο καθένας κατανοεί κατά το δοκούν κι ερμηνεύει κατά το συμφέρον του. Δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε κι η τελευταία φορά που το πικρό ονομάζεται γλυκό και το άσπρο μαύρο από τους ανθρώπους σε κοινωνίες αποπροσανατολισμένες χωρίς παιδεία και ηθικά υποστρώματα. Εδώ είναι λοιπόν που εντοπίζεται ο σπόρος. Ο ποιητικός σπόρος φύεται (είτε εν γνώσει των δημιουργών ποιητών είτε εν αγνοία τους)  σε άκαρπο κοινωνικό γίγνεσθαι, και με τις χιλιοειπωμένες λέξεις ανασημασιοδοτεί τις χιλιόπαθες έννοιες. “Το θέμα είναι τώρα τι λες” δια στόματος Μανόλη Αναγνωστάκη. Σ’ αυτό το πάντα επίκαιρο “τώρα” του ποιητή, όπου συνυπάρχουν όλες οι χρονικές και τοπικές ιδιότητες του επιρρήματος (εδώ και τώρα), προσδιορίζεται και η άρρηκτη σχέση των δύο πραγματικοτήτων. Ακόμη και αν η μαρτυρία του ποιητή είναι αναδρομική, ακόμη και αν εγκυμονεί προφητικές εξελίξεις, είτε ακόμη και αν αποτελεί απλή καταγραφή της πραγματικότητας του, η αλήθεια του παραμένει αναλλοίωτη, αδιάφθορη και πάντοτε συγκαιρινή της κοινωνικής του ευφυΐας.

Ποια είναι τα επόμενά σου σχέδια; Αναμένεται να εκδώσεις κάποιο βιβλίο;
Όπως ανέφερα και πρωτύτερα, το σκηνικό project “Κανελόριζα” ταξιδεύει σε Ελλάδα και εξωτερικό. Πλέω κι εγώ μαζί του με εκλεκτούς συνεπιβάτες, τη σκηνοθέτιδα Σμαρώ Πλατιώτη, τη βοηθό σκηνοθεσίας Ελένη Παπαχρήστου, τη σκηνογράφο Λίζα Ψωμιάδου, τους χορευτές Αναστασία Δίγκα, Κωστή Κώτσο και Γιώργο Πανόπουλο, τους μουσικούς Βασιλική Αλεξίου, Ματίνα Νούτσου και Γρηγόρη Πυριαλάκο, τις ηθοποιούς Βαλεντίνα Παρασκευαϊδου και Αγγελική Αρναούτογλου. Δύο άλλα ενδιαφέροντα ταξίδια που διαγράφονται στον καλλιτεχνικό χάρτη είναι μια δράση στην Βέροια με θέμα τ’ ακροδάχτυλα. Πρόκειται για μια λεκτική συνομιλία με Βεροιώτη συγγραφέα μέσα σ’ ένα εικαστικό περιβάλλον που θα κατασκευαστεί επί τούτου. Η δεύτερη δράση αφορά στην διαχρονική και διατοπική παρουσία του θανάτου και της μνήμης όπως αυτά αποτυπώθηκαν στα ποιήματα ενός Γερμανού ποιητή της Βαυαρίας. Πέραν, λοιπόν των ήδη ανειλημμένων καλλιτεχνικών ταξιδιών με εικαστικούς, μουσικούς, φωτογράφους αλλά και συνοδοιπόρους φίλους ποιητές, προσπαθώ να βάλω σε τάξη και λειτουργία τα ποιήματα της επόμενης ποιητικής συλλογής.

Τέλος, θα ήθελα να σε ευχαριστήσω πολύ για τη διαδικτυακή συνομιλία, να ευχηθώ καλή επιτυχία σε ό,τι κάνεις και να σου ζητήσω να κάνεις μια ευχή!
Ευχαριστώ και εγώ με τη σειρά μου για την όμορφη συζήτηση που έκανα μαζί σου, αλλά και με τον εαυτό μου προσπαθώντας να δώσω τις πιο ειλικρινείς μου απαντήσεις. Ευχή, εν είδη διαπίστωσης, η υπέροχη απλότητα των εξής στίχων “the butterfly counts not months but moments, and has time enough” Rabindranath Tagore.