Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 37

"Αγάπη σαν ακολασία", του Γιώργου Χειμώνα

 

Aγάπη σαν ακολασία, ανθολόγηση κειμένων από τον Αργύρη Παλούκα, Γιώργος Χειμωνάς, εκδόσεις Κριτική 2016

Προσπαθώ να ταιριάξω στο χαρτί τα λόγια εκείνα τα τραχιά που να πρέπουν στον Γιώργο Χειμωνά.
    
“Αγάπη σαν ακολασία” από τις εκδόσεις Κριτική με εισαγωγή και επιλογή αποσπασμάτων από τον ποιητή Αργύρη Παλούκα. Σε συνέντευξη του ποιητή διαβάζω πως ήρθε σε επαφή με το έργο του Χειμωνά, όταν ο Γιάννης Κοντός του έδωσε το Μυθιστόρημα.

Η δική μου επαφή ξεκίνησε με το μεταφραστικό του έργο. Βάκχαι του Ευριπίδη σε μετάφραση Γιώργου Χειμωνά. Με είχε καθηλώσει τότε η εισαγωγή του.  
 
“Προσέχοντας από πολύ κοντά τον τραγικό ήρωα, έχεις την αίσθηση ότι αντιστέκεται , αρνείται να παραιτηθεί – όχι ασφαλώς από την σπουδαία πράξη για την οποία είναι προορισμένος – αρνείται να παραιτηθεί από το άλγος : είναι ένας εραστής του πένθους. Αντιλαμβάνεται ότι το πένθος του έχει αρχίσει προτού συμβούν τα άδικα, τα μοιραία γεγονότα , όλα εκείνα που χρίουν τον τραγικό ήρωα ως όργανο και ταυτόχρονα θύμα μιας αποκατάστασης των πραγμάτων . Αισθάνεσαι ότι , παράλληλα με το αδιάλλακτο κίνητρο μιας έγκυρης ηθικής τάξης που νομιμοποιεί τις άκαμπτες αποφάσεις του , λειτουργεί και μια εξίσου άκαμπτη , όσο και παράδοξη , εμμονή του προς ένα πένθος.”

Πένθους εραστής ο τραγικός ήρωας. Αυτή τη βαθιά σύλληψη της τραγικής φύσης του ανθρώπου την ξαναβλέπουμε στην απόδοση του Άμλετ. Μα και σε όλα του τα έργα. Αυτό αποκαλώ εγώ φωτεινό σκοτάδι του ποιητή- πεζογράφου Γιώργου Χειμωνά.
    
Όταν λοιπόν ο Αργύρης Παλούκας και οι εκδόσεις Κριτική επιλέγουν να ξαναφέρουν στο προσκήνιο έναν τόσο σπουδαίο δημιουργό, μόνο συγχαρητήρια τους αξίζουν . Ειδικά σε μια εποχή ,όπου ξορκίζεται οτιδήποτε υπενθυμίζει στον άνθρωπο το σκοτάδι που κρύβει μέσα του. Σε μια εποχή όπου η ευκολία και η σάχλα θεοποιούνται.
    
Δεν έπιασα στα χέρια μου το βιβλίο ως “ανυποψίαστος αναγνώστης” που ανακαλύπτει το έργο του Χειμωνά μέσα από αυτήν την ανθολόγηση. Και όμως. Μέσα από τη ματιά του Αργύρη Παλούκα ανακάλυψα ξανά τον σπουδαίο αυτόν ποιητή. Και γι' αυτόν θα μιλήσω. Τον Γιώργο Χειμωνά της αγάπης.
 
Κυρίαρχο στοιχείο σε όλα τα αποσπάσματα είναι η τριβή με τους ανθρώπους. Αναδεικνύεται η εμμονή του με τα μάτια τους, το χρώμα, την ένταση, τον τρόπο που κοιτάζουν.

“Οι άνθρωποι κρεατόμυιγες πάνω στην πληγή του κόσμου”. Οι άνθρωποι, με την άγνοιά τους για την τραγική φύση τους , σπρώχνουν τον μόνο που γνωρίζει στην απελπισία, γιατί θέλει απεγνωσμένα να συμμεριστούν τον πόνο του και τη βαθιά αγωνία του κι αυτοί τον καρφώνουν με μάτια νεκρά.

“Τα μάτια της γυαλιστερά μαύρα και μικρά δεν φαίνεται καθόλου το άσπρο. Σβηστά αλλά έχουν μιαν ανίκητη επιμονή κι ένα δάκρυσμα. Όπως το βλέμμα εκείνων που πεθαίνουν σωπαίνοντας”.

"Είναι ευπροσήγοροι και κρύβουν τη φυσική αδιαφορία τους όπως κι εγώ κρύβω την πικρή οξυδέρκεια". Μα γι' αυτό και τους αγαπά. Για την τύφλα τους, για την άρνησή τους να δουν την πληγή τους. Γίνεται ο ίδιος μια πληγή και κραυγάζει. Κραυγάζει τη μόνη αλήθεια που ξέρει βαθιά μέσα του. Πως ο μόνος τρόπος να ζήσει αληθινά ο άνθρωπος είναι η αγάπη. Μα η αγάπη χωρίς την αδήριτη ειλικρίνεια του γυμνού βλέμματος είναι ανάπηρη. Γι' αυτό και αποζητά με έναν αγωνιώδη, εφιαλτικό τρόπο την αλήθεια. Ακόμη κι αν αυτό σημαίνει πως θα θυσιάσει την ανθρώπινη σάρκα του.

“Αγορασμένος έστεκε σε μια γωνιά. Ακίνητος κι όλη του η ζωή πιάνει λιγώτερο τόπο. Με δεξιοτεχνία εμίκραινε ο ίδιος το κορμί του. Μ' ένα κοφτήρι αμβλύ σαν φαλτέτα αλλά με κόψη αδρή. Αφαιρούσε μικρά κομμάτια από το σώμα του να γίνεται όλο μικρότερο. Εδίδασκε στο σώμα του μια νέα λειτουργία την κοπή. Με μιαν υπομονή σαν σοφία δεν έκαμνε πληγή κι ούτε έτρεχε αίμα και σαν μια στάμνα στρογγύλευε και μίκραινε το ακούμπημά του στην γη.”

Ο Γιώργος Χειμωνάς σε όλο του το έργο πενθεί για τον θάνατο των ανθρώπων, για τον θάνατο της ανθρώπινης λαχτάρας για τον άλλον άνθρωπο. Κι αυτός που  αγάπησε βαθιά κι απελπισμένα τους ανθρώπους με μιαν αγάπη σαν ακολασία, αυτήν την αγάπη βάζει μέσα στο εφιαλτικό σκηνικό των ονείρων του και τη μετουσιώνει σε λογοτεχνία. Γιατί έχει και πλήρη επίγνωση της απόστασης που τον χωρίζει απ' αυτούς, την ιερή μοναξιά που οι ποιητές έχουν προίκα. Γι' αυτό και το σκηνικό των ιστοριών του είναι τόσο σκοτεινό.

Είναι παράξενος όμως ο τρόπος που μέσα από το μαύρο καταφέρνει και εξορύσσει το φως και την ελπίδα. Το φως έρχεται από αυτόν τον έναν άνθρωπο που αρνείται να πεθάνει μέσα του και με αγωνία αποζητά τον άλλον άνθρωπο.

“Κάποιος στον κόσμο πρέπει να ξέρει την αλήθεια αλλοιώς πώς να ζήσω και μονάχα να ξέρω πως υπάρχει ένας στον κόσμο που ξέρει την αλήθεια και τι είμαι στην πραγματικότητα και ας μην τον ξανάβλεπα ποτέ πια και καλλίτερα να μην τον ξανάβλεπα αλλά θα ήταν μια παντοτινή ξεκούραση κι ατελείωτη δύναμη και θα ξάπλωνα απέναντι στο παράθυρο να βλέπω την ώρα που φεύγει το φως και σκοτεινιάζει κι οι μακρυνές καμπάνες θα μ ' έπαιρνε ο ήσυχος ύπνος και δεν χρειάζεται άλλος κόπος..”

Ο τίτλος λοιπόν που επιλέγει ο Αργύρης Παλούκας δεν είναι τυχαίος. Και αναδεικνύεται σε όλα τα αποσπάσματα. Από αυτήν την άποψη είναι και απόλυτα επιτυχημένος.

Όσο για το άλλο στοίχημα του μικρού αυτού βιβλίου, να μυήσει τον ανυποψίαστο αναγνώστη στη γλώσσα ενός δημιουργού που ελάχιστα έχει μελετηθεί, νομίζω πως ο ανθολόγος ,με την επιλογή των αποσπασμάτων, καταφέρνει να το κερδίσει.

Ίσως να τον βοήθησε και η ηθελημένα αποσπασματική φύση του έργου του Χειμωνά. Ο Χειμωνάς αντιστέκεται πεισματικά στα σημεία στίξης, στον χωρισμό σε παραγράφους, στον φορμαλισμό των στείρων φιλολόγων. Στόχος του είναι να σπάσει τη λέξη. Κι επιλέγει τα σπαράγματα του λόγου του να σκάψουν  μέσα στη γλώσσα και να δώσουν με εκπληκτική ενάργεια μια εικόνη πρωτεϊκή κι ολόφωτη. Οι εικόνες εναλλάσσονται μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας με ταχύτητα εκκωφαντική. Κι όμως νιώθουμε σαν να βαδίζουμε γαλήνια σε μια λίμνη παγωμένη και προσμένουμε τη ρωγμή απ' όπου θα ξεπηδήσει η πρώτη εικόνα, γροθιά στην ψυχή μας και θα μας ανοίξει τα μάτια.

“Η λογοτεχνική κριτική πρέπει να γεννιέται από ένα χρέος αγάπης” γράφει ο Τζωρτζ Στάινερ. Κι ένα τόσο δύσκολο εγχείρημα όπως η ανθολόγηση του έργου ενός σπουδαίου ποιητή δεν μπορεί παρά να είναι έργο αγάπης.

Ειρήνη Παραδεισανού