Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 14

Ιάκωβος Καμπανέλλης, Η ζωή και το έργο του

της Μαρίας Σκιάνο

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης γεννήθηκε στη Νάξο στις 2 Δεκεμβρίου του 1921, όγδοος από τα εννέα παιδιά του φαρμακοποιού Στέφανου και της Κατερίνας Λάσκαρη, που καταγόταν από μια ξεπεσμένη αριστοκρατική οικογένεια της Κωνσταντινούπολης. Ένας θρύλος τυλίγει την οικογένεια των Καμπανέλληδων: στο γενεαλογικό τους δέντρο εμφανίζονται τα ονόματα Θαλασσινός και Καμπανέλλης από την πλευρά του πατέρα. Οι Θαλασσινοί ζούσαν αρχικά στη Μικρά Ασία μα έφυγαν κάποτε για τη Χίο. Εκεί κάποιος πρόγονος του συγγραφέα σώθηκε από σίγουρο θάνατο από μια γυναικεία μορφή που θεωρήθηκε ότι ήταν η Παναγία. Έκτοτε ο θρησκευτικός δεσμός των Καμπανέλληδων με το πρόσωπο της Παρθένου έγινε όλο και πιο ισχυρός και δεν προδόθηκε ποτέ ούτε μετά την αναχώρηση της οικογένειας του Ιάκωβου στην Αθήνα.

Από τα παιδικά του χρόνια ο Ιάκωβος ποτέ δεν θα ξεχάσει ότι πρώτος αποκάλυψε το ταλέντο του στη γραφή, τον «προφήτη»: ο δάσκαλος του. Πράγματι ο Καμπανέλλης από τα σχολικά χρόνια είχε το δαίμονα του θεάτρου μέσα του και το απέδειξε σε πολύ μικρή ηλικία όταν, έχοντας λάβει ως δώρο  από ένα πλουσιόπαιδο τον τόμο «Παραμύθι χωρίς όνομα» της Πηνελόπης Δέλτα, αποφάσισε,  μαζί με τους συμμαθητές του, να το σκηνοθετήσει και να το ανεβάσει για όλο εκείνο το καλοκαίρι. Μια ακόμη σημαντική στιγμή στη ζωή του μικρού Ιάκωβου ήταν το 1934 στο γυμνάσιο, όταν γνώρισε τον Μανώλη Γλέζο με τον οποίο θα παραμείνει αχώριστος φίλος του μέχρι το τέλος.

Το 1935 ο Στέφανος Καμπανέλλης χάνει το φαρμακείο του και αποφασίζει να μετακομίσει με την οικογένειά του στην Αθήνα. Αρχίζουν τότε τα χρόνια της δυσκολίας για τον Ιάκωβο. Παρακολουθεί νυχτερινά μαθήματα στη Σιβιτανίδειο Σχολή καθώς την ημέρα δουλεύει. Ήταν εκείνα τα δύσκολα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας όπου για να σπουδάσει κανείς έπρεπε να δανειστεί κρυφά  τα βιβλία από κάποιο παλιό βιβλιοπωλείο της οδού Αθηνάς. Είναι όμως αυτή η εποχή που το διάβασμα του γίνεται πάθος : ο Dostoevsky του ανοίγει τις πόρτες του αντικομφορμισμού που θα τον οδηγήσει αργότερα, στο ξεκίνημα του Β’ παγκοσμίου πολέμου, να σχεδιάσει με ένα μυστικό φίλο του, τον Γ. Ζ. , ένα σωτήριο ταξίδι στη Μέση Ανατολή που ποτέ όμως δεν πραγματοποιήθηκε. Αντιθέτως οι δυο φίλοι ξεκινούν αργοτερα  για άλλο προορισμό : την Ελβετία. Στη Βιέννη όμως ο φίλος του παίρνει πίσω το λόγο του και γυρίζει στην Ελλάδα. Ο Ιάκωβος αποφασίζει να συνεχίσει μόνος του. Στο Innsburg όμως συλλαμβάνεται και μεταφέρεται στη Βιέννη για ανάκριση όπου θεωρήθηκε ένοχος για πολιτικά εγκλήματαμ και κλείνεται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μαουτχάουζεν. Αργότερα ο Καμπανέλλης θα γράψει τις τρομερές εμπειρίες του σε ένα μοναδικό αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα με το ομώνυμο τίτλο, Μαουτχάουζεν.

Από τους 1.100 Έλληνες που κρατηθήκαν στο στρατόπεδο, μόνο λίγοι εκατοντάδες θα επιστρέψουν στην πατρίδα. Τελευταίος από αυτούς, μαζί με μία ομάδα Έλληνο-εβραίων κατευθυνόμενοι στην Παλαιστίνη, είναι ο Καμπανέλλης που θα γυρίσει στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 1945.

 Το 1945 είναι επίσης η χρονιά που θα του αποκαλυφθεί η θεατρική του κλίση. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ολότελα τυχαία, θα βρεθεί στον Θέατρο Τέχνης να παρακολουθεί την παράσταση των Kaldwell και Kirland «Για  ένα κομμάτι γη», σκηνοθετημένη από κάποιον ονόματι Κάρολο Κούν και με ηθοποιούς μερικούς άγνωστους σε αυτόν καλλιτέχνες όπως οι Λαμπέτη, Μεταξά, Φωκά, Διαμαντόπουλος. Ο εσωτερικός κόσμος του Καμπανέλλη ταράσσεται και η παράσταση γίνεται το έναυσμα για τις πρώτες πνευματικές του αναζητήσεις, ανησυχίες και αμφιβολίες. Δεν μπορεί να αντιληφθεί πως μια θεατρική παράσταση, που είναι εντελώς φανταστική, κατάφερε να αναστατώσει με αυτό τον τρόπο έναν επιστρέφοντα από στρατόπεδο συγκέντρωσης, μάρτυρα τόσων αποτρόπαιων καταστάσεων. Αποφασίζει έτσι να δοκιμάσει την τύχη του σαν ηθοποιός. Δίνει εξετάσεις σε διάφορες δραματικές σχολές αλλά παρόλο που του αναγνωρίζεται κάποιο ταλέντο απορρίπτεται συνέχεια  λόγω έλλειψης απολυτηρίου.

Εν τω μεταξύ, το 1946, διορίζεται στο τότε Υπουργείο Αεροναυπηγικής δίχως ποτέ όμως να παύει να ψάχνει τον δρόμο του προς το θέατρο.

Η πρώτη ευκαιρία να προσεγγίσει την ηθοποιία του δίνεται από τον φίλο του Πέλλα Κατσέλη ο οποίος του προτείνει να συμμετάσχει, για το ραδιόφωνο της ΕΙΡ,  στην ραδιοφωνική εκφώνηση των έργων «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» και« Πελέας και Μελλισάνθη» του Metterling. Πεπεισμένος από το θεατρικό ταλέντο του νεαρού Ιάκωβου, ο Κατσέλης ζητά από την επιτροπή του Εθνικού Θεάτρου να τον επανεξετάσουν ως εξαιρετικό ταλέντο. Φάνηκε να ανοίγει για τον Καμπανέλλη ο δρόμος της σκηνής αλλά ο τότε διευθυντής του Θεάτρου, κ. Ροντήρης, αποφασίζει να τον απορρίψει και πάλι. Με κλειστό το δρόμο από τα παρασκήνια, ο Καμπανέλλης θα δοκιμάσει το δρόμο του θεάτρου από την κεντρική πόρτα, σαν δραματουργός.

Το 1949 προτείνει στο Εθνικό Θέατρο το πρώτο του έργο «Ο Χορός πάνω στα στάχυα » που θα απορριφθεί εξ’ αιτίας των πολυάριθμων τεχνικών ατελειών που περιείχε. Το 1950 όμως ο Αδαμάντιος Λαιμός,  ιδιοκτήτης του μικρού  θεάτρου της Καλλιθέας, αποφασίζει να ανεβάσει τον «Χορό» του Καμπανέλλη, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία κοινού και κριτικής.  

Μεταξύ των ετών 1951 και 1954 ο Καμπανέλλης γράφει μερικά από τα πιο αντιπροσωπευτικά του έργα όπως «Ο μπαμπάς ο πόλεμος», «Οδυσσέα γύρισε σπίτι», «Η οδός» και «Ο γορίλας και η Ορτανσία», που για ακόμη μια φορά  δυστυχώς  θα απορριφθούν από το Εθνικό Θέατρο. Ο Καμπανέλλης πρέπει να περιμένει κάποια χρόνια πριν δει τα έργα του ομόφωνα αναγνωρισμένα από το πιο σπουδαίο θέατρο της Ελλάδας.

Το 1954 - ενώ συνεργαζόταν ακόμη με το ραδιόφωνο της ΕΙΡ, για το οποίο έκανε διασκευές παγκοσμίως γνωστών θεατρικών έργων-  ο  Καμπανέλλης γνωρίζει την διάσημη καλλιτέχνιδα Μελίνα Μερκούρη η οποία του ζητάει ένα πρωτότυπο κείμενο για να παρουσιαστεί στο Θέατρο Ρέξ τον επόμενο χειμώνα.  Ο Καμπανέλλης γράφει για τη Μελίνα την «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια», έργο που θα μεταφερθεί αμέσως στον κινηματογράφο, σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Κακογιάννη, γνωρίζοντας αμέσως ως ταινία τεράστια επιτυχία.

Την ίδια χρονιά θα επαναλειτουργήσει το Θέατρο Τέχνης που ήταν κλειστό από το 1948. Εκμεταλλευόμενος την κινηματογραφική επιτυχία της «Στέλλας» ο Καμπανέλλης γράφει το σενάριο μιας άλλης ταινίας  «Ο δράκος» και κατά το τέλος του 1955 προτείνει στο Εθνικό Θέατρο ένα καινούριο θεατρικό  έργο με τίτλο «Η έβδομη μέρα της δημιουργίας». Επιτέλους  το ταλέντο του Καμπανέλλη αναγνωρίζεται επισήμως και«Η εβδόμη μέρα» θα εγκαινιάσει τη δεύτερη σκηνή του θεάτρου. Επιτέλους για τον Καμπανέλλη θα ανοίξουν οι πόρτες του σημαντικότερου Ελληνικού Θεάτρου μέσα από τις επευφημίες μίας ευρείας κριτικής και ενός πολυάριθμου κοινού. Το 1957  το θεατρικό έργο του Καμπανέλλη «Αυτός και το Παντελόνι του» ανεβάζεται στο Θέατρο Τέχνης δίπλα σε αυτά του Τσέχοφ και του Πιραντέλλο. Το ρεσιτάλ αυτό απέκτησε τέτοια επιτυχία που αντί για τις δύο προγραμματισμένες παραστάσεις παίχτηκε 11 φορές.

Σε αυτή την περίοδο ο Κάρολος Κούν ζητάει από τον συγγραφέα να του διαβάσει  μέρος του τελευταίου του έργου και ο Καμπανέλλης του διαβάζει τις πρώτες τρείς πράξεις της «Αυλής των Θαυμάτων», από την οποία έλειπε ακόμα το φινάλε. Ο Κούν ενθουσιάζεται αντιλαμβάνοντος ότι αυτό το κείμενο ήταν ότι έλειπε ακριβώς από το ελληνικό θέατρο εκείνης της εποχής. Προγραμματίζει αμέσως το ανέβασμα της Αυλής για το χειμώνα του 1958 στο Θέατρο Τέχνης και το έργο παίχτηκε ασταμάτητα για όλο τη σεζόν και το επόμενο καλοκαίρι ανέβηκε στο Βασιλικό Θέατρο Θεσσαλονίκης και ξανά στην Αθήνα τον επόμενο χειμώνα χωρίς καμία διακοπή. Ήταν η μεγάλη στιγμή του Καμπανέλλη.  

Την επόμενη χρονιά, το 1959, ο Καμπανέλλης θα παρουσιάσει στο Θέατρο Τέχνης το τελευταίο έργο της ρεαλιστικής τριλογίας του με τίτλο «Η ηλικία της νύχτας». Η πολιτική διάσταση που ενέδυε αυτό το έργο, τόσο διαφορετικό από τα προηγούμενα, δεν άρεσε στους περισσότερους δημιουργώντας έτσι ένα ρήγμα στην κριτική. Ωστόσο ο συγγραφέας δεν αποθαρρύνθηκε και δέχτηκε την πρόταση των Μαρίας Αλκαίου και Βασίλη Διαμαντόπουλου να γράψει ένα καινούργιο έργο για τα εγκαίνια του Θεάτρου τους στην οδό Στουρνάρα πραγματοποιώντας τότε ένα παλιό του όνειρο: την διασκευή για τη σκηνή του λατρεμένου του «Παραμύθι χωρίς όνομα» της Πηνελόπης Δέλτα. Θύμα της πολιτικής έξαψης της περιόδου το παραμύθι του Καμπανέλλη ομόφωνα απορρίφθηκε. Ο συγγραφέας, αρκετά πληγωμένος, θα μετοικήσει πρώτα στο Λονδίνο, όπου θα παραμείνει μέχρι το 1962, και μετέπειτα στην Κύπρο. Στην Αθήνα θα επιστρέψει μονάχα την Άνοιξη του 1963.

Στην επιστροφή του δοκίμασε να δημιουργήσει μια λαϊκή λυρική όπερα, με την βοήθεια της μουσικής υποστήριξης του Μίκη Θεοδωράκη, και  πρότεινε στο Θέατρο Ρεξ το έργο «Συνοικία των Αγγέλων» με την Τζένη Καρέζη. Από όλη την παράσταση το κοινό θα εκτιμήσει πάνω απ’ όλα τα τραγούδια που αποτελούν ακόμη και σήμερα κομμάτι του ρεπερτορίου του λαϊκού τραγουδιού. Το 1964 ο συγγραφέας γράφει για την Αμερικάνικη τηλεόραση NBC το σενάριο του έργου «Η Ελλάδα της Μελίνας» και ξεκινάει την συνεργασία του με την Εφημερίδα «Ελευθερία» του Πάνου Κόκκα.

Την επόμενη χρονιά διασκευάζει το υλικό που είχε γράψει μεταξύ των ετών 1943 και 1945 με θέμα το Μαουτχαουζεν και το δημοσιεύει σε αυτοτελή δοκίμια στην εφημερίδα όπου εργάζεται. Η συνεργασία του με την εφημερίδα Ελευθερία θα διακοπεί στις 15 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς κατά την διάρκεια πολιτικών γεγονότων. Τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς η Τζένη Καρέζη θα πρωταγωνιστήσει στο «ΒίβαΑσπασία», το έργο που προκάλεσε έναν πόλεμο ανάμεσα στους κριτικούς: από πολλούς το δράμα κατηγορήθηκε σαν προσβλητικό για τη μνήμη των γυναικών που «πρόταξαν το στήθος τους στα άρματα των Γερμανών» κατά την διάρκεια της Κατοχής -όπως έγραψε ο Κλάρας στην εφημερίδα«Βραδυνή» -αλλά οι πιο διάσημες προσωπικότητες της εποχής θέλησαν να  υπερασπιστούν δημοσίως αυτό το έργο ως ένδειξη τιμής στο θάρρος των ανταρτών στην πιο σημαντική περίοδο της σύγχρονης ιστορίας, την Αντίσταση. Ανάμεσά τους ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μανώλης Γλέζος.

Το 1966 οι καιροί είναι πλέον ώριμοι έτσι ώστε ο Κούν να μπορέσει να ανεβάσει τον «Οδυσσέα γύρισε σπίτι , γραμμένο από το 1953, το οποίο είχε θεωρηθεί ακατάλληλο για το Εθνικό  Θέατρο εδώ και δεκατρία χρόνια. Ο σκηνοθέτης δούλεψε μέρα νύχτα σε αυτό το έργο και στο ντεμπούτο του το δράμα αναγνωρίστηκε ως ο δεύτερος θεμελιώδης λίθος στην θεατρική καριέρα του συγγραφέα.

Από το 1966 έως το 1969 βρισκόμαστε πλέον στα χρόνια της δικτατορίας και η λογοκρισία κόβει τα φτερά σε κάθε απόπειρα ελεύθερης έκφρασης. Ο Καμπανέλλης παύει κάθε θεατρική δραστηριότητα αφιερώνοντας κάθε ενέργεια του στον κινηματογράφο. Με τον αδερφό του Γιώργο σκηνοθετεί την ταινία «Το κανόνι και ο κούκος» που τιμήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Το 1971 προσαρμόζει στην σκηνή το διήγημα του Kafka «Η αποικία των τιμωρημένων» που παρουσιάστηκε στο πειραματικό θέατρο της Μαριέτας Ριάλντι. Την επόμενη χρονιά ο θίασος Νέα Πορεία, ένα σπάνιο σύμπλεγμα εξαιρετικών ηθοποιών, θα ξαναπαρουσιάσει το «Παραμύθι χωρίς όνομα» που, όπως είχε ήδη συμβεί και με τον "Οδυσσέα" του Κούν, με αυτή τη φορά  να σημειώνει τεράστια επιτυχία παραμένοντας στη σκηνή μέχρι το επόμενο καλοκαίρι.
Εκείνα τα χρόνια ήταν τρομερά για το θέατρο: η δικτατορική αστυνομία παρακολουθούσε χωρίς ανοχή κάθε παράσταση και η λογοκρισία ακρωτηρίαζε ανελέητα ακόμη και τα πιο ακίνδυνα κείμενα. Μετά από εξαντλητική κόπωση ο Καμπανέλλης κατάφερε να δει στην σκηνή το έργο «Το μεγάλο μας Τσίρκο», μία ψευτοκωμωδία με λεπτή και συγκαλυμμένη σάτιρα που κατάφερε να ξεγελάσει ακόμη και τη λογοκρισία. Την κωμωδία ανέβασε στην σκηνή ο θίασος Καζάκου-Καρέζη στο Θέατρο Αθήναιον το 1973. Κατά την διάρκεια της πρεμιέρας το μήνυμα σκόπιμα κρυμμένο στους λογοκριτές φάνηκε όμως να καταβάλλει κυριολεκτικά τους θεατές με αποτέλεσμα την επέμβαση της δικτατορικής αστυνομίας και την διακοπή του έργου. Ύστερα από τα αίσχη του Πολυτεχνείου η Καρέζη και ο Καζάκος συνελήφθησαν και οι παραστάσεις του Τσίρκου συνεχίστηκαν στο θέατρο Ακροπόλ, όχι χωρίς προβλήματα από τις Αρχές: κάθε φορά που η λογοκρισία έκοβε μία σκηνή, την επόμενη μέρα ο θίασος το παρουσίαζε με τον ίδιο τρόπο και η αστυνομία ήτανε συνέχεια έτοιμη για να επέμβει.

 Το 1976 ο Κούν ανεβάζει το «Πρόσωπα για βιολί και ορχήστρα», 4 μοναδικές πράξεις από τις οποίες «Η γυναίκα και το λάθος»  εγκωμιάστηκε ομόφωνα σαν καλύτερο παράδειγμα νεοελληνικού κοινωνικού δράματος. Και είναι ακόμη ο Κούν που το 1978  ανεβάζει στο Θέατρο Τέχνης τα «Τέσσερα πόδια του τραπεζιού» που αποτελούσε μια ροπή του συγγραφέα προς το αστικό δράμα και παρουσιάστηκε με επιτυχία όλο το χειμώνα.  

Μονάχα το 1980, εικοσιοκτώ χρόνια αφού είχε γραφτεί, θα παιχτεί «Ο μπαμπάς ο πόλεμος» από τον θίασο του Λαζάνη, που θα ξαναπαρουσιαστεί το 1987 στο Κρατικό θέατρο Βορείου Ελλάδας σε σκηνοθεσία του ίδιου του Καμπανέλλη. Το 1981 με απαίτηση του ΠΑΣΟΚ, που είναι πλέον στην εξουσία, ο Καμπανέλλης αναλαμβάνει την διεύθυνση του εθνικού ραδιοφώνου της ΕΡΤ και μετά από λίγο του προσφέρεται επίσης η Υποδιεύθυνση της Εθνικής Τηλεόρασης ΕΡΤ, όπου θα προσπαθήσει μία βελτίωση των ψυχαγωγικών προγραμμάτων. Παρολ’ αυτά, τον Ιούνιο του 1988 θα εγκαταλείψει την θέση του αρνούμενος να καλύπτει τις παράνομες εισβολές της κυβέρνησης της δεξιάς στη διεύθυνση του καναλιού.

Ακούραστος δημιουργός, το 1989 θα παρουσιάσει στο Εθνικό Θέατρο τον «Αόρατο Θίασο». Το 1990, σαράντα χρόνια μετά από την πρώτη θεατρική του παράσταση θα δει τον «Οδυσσέα» του στο Ηρώδειο υπό τη σκηνοθεσία Κουν, κατά την διάρκεια του Φεστιβάλ Αθηνών. Θα είναι η πρώτη φορά που ένας σύγχρονος Έλληνας συγγραφέας θα ανεβαστεί σε μια επίσημη εκδήλωση αυτού του Φεστιβάλ. Το κοινό κυριολεκτικά κατέλαβε το θέατρο για να συγχαρεί τον δημιουργό και τους παραγωγούς.  Ο Καμπανέλλης ομολογεί ότι εκείνη υπήρξε μια από τις πιο ικανοποιητικές στιγμές της καριέρας του.

Η δεκαετία του ΄90 αποτελεί μια περίοδος περισυλλογής για τον συγγραφέα ο οποίος, πλέον διάσημος σε όλη τη χώρα, προσκαλείται να μιλήσει σε συνέδρια για την κουλτούρα και το θέατρο. Το Μαϊο του 1990 ο συγγραφέας υπήρξε επίσης  φιλοξενούμενος του Τμήματος Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου της Νάπολης «L’ Orientale» για να δώσει μια σειρά διαλέξεων πάνω στην κατάσταση του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου.

Το 1991 ο ίδιος θα σκηνοθετήσει το καινούριο του δράμα «Ο δρόμος περνάει από μέσα» που θεωρείται ιδεολογική συνέχεια του «Αόρατου θίασου». Της ίδιας χρονιάς είναι «Ο Πανηγυρικός» και «Ο Επικήδειος» που παρουσιάστηκαν στο ρεσιτάλ του Παπαγεωργίου δίπλα με τη μοναδική πράξη του ΄59 «Αυτός και το Παντελόνι του».  Τα πιο σύγχρονα δράματα ορίζονται από τον ίδιο τον συγγραφέα σαν μελέτες και δοκιμές γιατί πρόκειται για πειραματικά και πρωτοπόρα έργα. Τα σημαντικότερα από αυτά είναι τα «Γράμμα στον Ορέστη», «Ο δείπνος», «Πάροδος Θηβών» και η πράξη «Στην χώρα Ίψεν».

 Στα τελευταία χρόνια προς τιμήν των 50 ετών καριέρας του, ο Καμπανέλλης τιμήθηκε με τα πιο υψηλές διακρίσεις στα πανεπιστήμια της Αθήνας κα της Θεσσαλονίκης και ανακηρύχθηκε μέλος ad honorem της Ακαδημίας Αθηνών.